Για τη σύνδεση των εννοιών «ξύλου» και «πάθους» έχουμε στοιχεία από τον μεσαίωνα στη λειτουργική πράξη της Γεννήσεως. Ο λόγος γι’ αυτό είναι απαραίτητος για να γίνει κατανοητό το πώς το δένδρο και η φάτνη (που στη Δύση συμπορεύτηκαν εορταστικά) συνδέθηκαν με το Πάθος του Χριστού.
Ήδη στις αρχές του 12ου αι. ο ρώσος ηγούμενος Δανιήλ στο οδοιπορικό του (1106-1107) κάνει λόγο για μια Αγία Τράπεζα που βρίσκεται πάνω από τον τόπο της Γεννήσεως του Κυρίου, στον ομώνυμο ναό της Βηθλεέμ [Khitrovo B., Itineraires Russes en Orient (ανατύπωση έκδοσης 1889) Osnabruck. O Zeller, 1966, σελ. 39,40]. Έχουμε λοιπόν προφανή τη σύνδεση της φάτνης του Ιησού με την Αγία Τράπεζα. Με άλλα λόγια της Γεννήσεως με το Πάθος, αφού η Αγία Τράπεζα συμβολίζει τον Τάφο Του, και οδηγεί στο νόημα του θείου Βρέφους ως προορισμένου από τη γέννησή Του γιά την θυσία υπέρ του κόσμου.
Αλλά και η εικονογραφία το βεβαιώνει. Παράδειγμα η σμαλτωμένη φάτνη στο Αλτάριο του Νικολάου από το Verdun (του έτους 1181) στο μοναστήρι Klosterneuburg της Αυστρίας. Εδώ η φάτνη με το θείο Βρέφος παριστάνεται ως Αγία Τράπεζα που στηρίζεται σε κιονίσκους. Ως ρωμαϊκή σαρκοφάγος σχεδιάσθηκε τον ίδιο αιώνα και η φάτνη στο ψηφιδωτό της Γεννήσεως του ναού Monreale της Σικελίας. Το ίδιο νόημα έχει και η απεικόνιση της Σταύρωσης του Χριστού πάνω από την παράσταση της Γεννήσεώς του σε πίνακα του Roger van der Weiden (1455-1460) που φυλάσσεται στην (παλιά) Πινακοθήκη του Μονάχου.
Πρέπει ευθύς να σημειώσουμε ότι οι δυτικοί στον μεσαίωνα κατά την παράσταση του «μυστηρίου της Γεννήσεως» μαζί με το δένδρο που έστηναν στην πρόχειρη σκηνή τοποθετούσαν και μιά φάτνη. Με αυτό τον τρόπο η φάτνη, που ήταν αντικείμενο ευλάβειας στην Ορθόδοξη Ανατολή, βρήκε μίμηση στην λατρεία της Δύσης. Την ύπαρξη της φάτνης ως αντικειμένου λατρείας στον ναό της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ, αναφέρουν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς Ιουστίνος, Ωριγένης, Ιερώνυμος, κ.α. Ο Ιερώνυμος μάλιστα (4ος – 5 ος αι.) μας γνωστοποιεί την αργυρή φάτνη που δώρισε η Αγία Ελένη στον Ναό της Βηθλεέμ. Οι μεταγενέστεροι πάλι προσκυνητές και συγγραφείς αναφέρουν φάτνες που την διαδέχθηκαν, ύστερα από τις καταστροφές που έπαθε και η Βηθλεέμ από τους επιδρομείς κατά της Παλαιστίνης (όπως το 115 από τον Αδριανό, κλπ).
Στη Δύση μιμήθηκαν την πρακτική της Ανατολής και, κατά κάποιο τρόπο, κατασκεύασαν φάτνες που αντέγραφαν τον τύπο της, τον οποίο έφερναν σε σχέδια οι προσκυνητές των Αγίων Τόπων. Τέτοια πρέπει να ήταν η φάτνη της Santa Maria Maggiore Ρώμης, ως και άλλων δυτικών Εκκλησιών. Έτσι φθάσαμε στην Αναγέννηση και στους νεώτερους χρόνους όπου, στις Καθολικές Εκκλησίες συναντούμε την αναπαράσταση του σπηλαίου με την φάτνη, το Θ. Βρέφος και τα σχετικά ιερά πρόσωπα, ως και το δένδρο. Αυτό, αρχικά, το τοποθετούσαν πλάϊ στο σπήλαιο, αλλ’ αργότερα το έστηναν ξεχωριστό σε άλλο σημείο του ναού κυρίως προς το Ιερό Βήμα. Πιό ύστερα η φάτνη με τα ιερά πρόσωπα τοποθετούνται στην βάση του δένδρου (σε σπίτια, ιδρύματα, κ.α., αλλά όχι πάντοτε).
http://www.faneromenihol.gr/