Ο Πατριάρχης Μελέτιος (21 Σεπτεμβρίου 1871 - 28 Ιουλίου 1935) γεννήθηκε στο χωριό Παρσάς του Λασιθίου Κρήτης. Το κοσμικό του όνομα ήταν Εμμανουήλ Μεταξάκης. Υπηρέτησε ως Μητροπολίτης Κιτίου από το 1910 έως το 1918, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος από το 1918 έως το 1920, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 1921 έως το 1923 (ως Μελέτιος Δ΄) και Πατριάρχης Αλεξανδείας και πάσης Αφρικής από το 1926 έως το 1935 (ως Μελέτιος Β΄).
Σπούδασε στην Ιερατική Σχολή του Παναγίου Τάφου από το 1889 έως το 1891. Το 1891 ο ηγούμενος της Μονής Βηθλεέμ και Αρχιεπίσκοπος Θαβωρίου, Σπυρίδων, τον χειροτόνησε διάκονο και τον ονόμασε Μελέτιο. Συνέχισε τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα όταν η Σχολή επαναλειτούργησε το 1893. Αποφοίτησε το 1900 ως αριστούχος.
Στα 1903 ορίστηκε Αρχιγραμματέας του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και φρόντισε για την αναδιοργάνωση του πατριαρχικού τυπογραφείου και την έκδοση του περιοδικού «Νέα Σιών» το 1904. Ίδρυσε νέα σχολεία και αναδιοργάνωσε τα υπάρχοντα ενώ πέτυχε να απονέμεται δίπλωμα στους αποφοίτους της Θεολογικής Σχολής των Ιεροσολύμων ακόμη κι αν δε χειροτονούνταν ιερείς. Αντιμετώπισε τη «Ντουχόβναγια Μίσσια» (Πνευματική Αποστολή), ρωσική οργάνωση που άσκουσε ανθελληνική προπαγάνδα, ίδρυσε την Πρακτική Σχολή στην Ιόπη και ενίσχυσε την κυκλοφορία διδακτικών βιβλίων. Ακόμη φρόντισε για την ενίσχυση των οικονομικών του Πατριαρχείου. Το 1907 μετείχε ως εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων σε συνάντηση με τον εκπρόσωπο του οικουμενικού θρόνου και μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη, Βασίλειο, μητροπολίτη Αγχιάλου, και τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Φώτιο, για την αντιμετώπιση του αρχιεπισκοπικού ζητήματος της Κύπρου. Ο νόμος που τελικά ψηφίστηκε είχε βασιστεί σε έκθεση που συνέταξε ο Μεταξάκης και η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της κυπριακής κυβέρνησης. Στη συνάντηση εκείνη και τις διάφορες συνομιλίες που είχε τότε με τον Πατριάρχη Φώτιο αποφάσισαν την υλοποίηση δύο εκδόσεων του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, των περιοδικών «Εκκλησιαστικός Φάρος» και «Πάνταινος».
Το 1910 εξελέγη Μητροπολίτης Κιτίου της Εκκλησίας της Κύπρου. Συνέταξε τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου και ίδρυσε το περιοδικό «Εκκλησιαστικός Κήρυξ», το όποιο συνέχισε να εκδίδει και αργότερα στην Αθήνα και τη Νέα Υόρκη. Συνέστησε το Παγκύπριο Ιερόδιδασκαλείο τον Οκτώβριο του 1910 και το Εμπορικό Λύκειο Λάρνακας. Το 1912 - 1913 ταξίδεψε στην Αθήνα όπου συνεργάστηκε με τον Ίωνα Δραγούμη και επιτροπή του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών για την εξεύρεση λύσης στα ζητήματα που είχαν προκύψει μετά την απόδοση περιοχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βουλγαρία, ενώ συνέταξε την έκθεση της επιτροπής. Με άρθρα του στον Εκκλησιαστικό Κήρυκα το 1914 θα εναντιωθεί σε κάθε πρόωρη προσάρτηση των Μητροπόλεων των απελευθερωμένων περιοχών, για λόγους εθνικής σκοπιμότητας: φοβόταν την αποδυνάμωση του Πατριαρχείου, στο οποίο αναγνώριζε εθναρχικό ρόλο.
Τον Μάρτιο του 1918 διαδέχθηκε τον Θεόκλητο Α'στη Μητρόπολη Αθηνών όπου παρέμεινε δύο έτη. Προϊόν απροκάλυπτης επέμβασης της Βενιζελικής παράταξης τόσο η απομάκρυνση του πρώτου, όσο και η τοποθέτηση του δεύτερου, ο Μελέτιος είχε προταθεί από τον στενό συνεργάτη του Βενιζέλου Ανδρέα Μιχαλακόπουλο από τον Νοέμβριο του 1916. Έτσι η διορισμένη από την κυβέρνηση Βενιζέλου Σύνοδος έθεσε στις 26 Φεβρουαρίου 1918 ζήτημα πλήρωσης της θέσεως της Μητρόπολης Αθηνών μετά την απομάκρυνση του Θεόκλητου Α'. Η Σύνοδος πρότεινε τρία πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και τον Μελέτιο Αν και η Σύνοδος είχε προκρίνει τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τελικά επελέγη από την κυβέρνηση ο Μελέτιος. Στο διάστημα αυτό ίδρυσε και νέο περιοδικό, τη «Διδαχή» (1919), ενίσχυσε τη μόρφωση του κλήρου, συνέστησε φιλόπτωχα ταμεία καθώς και τη «Στέγη της Εκκλησίας», και ακόμη ενδιαφέρθηκε για την ελληνική διασπορά στις Η.Π.Α, όπου και περιόδευσε το 1918. Η άνοδος του Μελέτιου σηματοδότησε επίσης τη στενή προσέγγιση με την Αγγλικανική Εκκλησία, κάτι το οποίο επιδοκίμαζε η κυβέρνηση. Στις 16 Νοεμβρίου 1920, μετά την επάνοδο του Θεόκλητου στο θρόνο των Αθηνών, ο Μελέτιος έφυγε στην Αμερική (Φεβρουάριος 1921). Οργάνωσε την Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής και ίδρυσε το Ελληνοαμερικανικό Σεμινάριο του Αγίου Αθανασίου. Η Σύνοδος υπό την προεδρία του Θεόκλητου Α'θα ζητήσει την διενέργεια ανακρίσεων εις βάρος του Μελετίου, κατόπιν μήνυσης του καθηγητή Παύλου Καρολίδη «επί αμαρτήμασιν εναντίον των υπερτάτων θετικών νόμων της Πολιτείας». Την ίδια περίοδο ήταν πιθανή η εκλογή του στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης και η κίνηση της Συνόδου αποσκοπούσε στο να «λειτουργήσει αποτρεπτικά στα σχέδιά του για τον πατριαρχικό θρόνο.» Πριν από την πατριαρχική εκλογή του η Σύνοδος δεν προχώρησε σε καταδίκη του προκειμένου να μην πολώσει το κλίμα στην Κωνσταντινούπολη και εκλεγεί από αντίδραση.
Στις 25 Νοεμβρίου 1921 εξελέγη στον Οικουμενικό Θρόνο όπου παρέμεινε για 17 μήνες. Ήταν ο τελευταίος Οικουμενικός Πατριάρχης που εξελέγη σύμφωνα με τους γενικούς κανονισμούς. Η Σύνοδος στην Αθήνα θα απαγγείλει νέες κατηγορίες σε βάρος του Μελετίου, η μία από τις οποίες ήταν «επί επιβάσει εις τον Μητροπολιτικό θρόνον Αθηνών και χρήσει προς τούτο κοσμικής και δη επαναστατικής εξουσίας κατά παράβασιν των Ι. Κανόνων» Με ενέργειές του υπήγαγε στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου τις ελληνορθόδοξες Εκκλησίες Ευρώπης, Αμερικής και Αυστραλίας, και επίσης τις Εκκλησίες Τσεχοσλοβακίας, Εσθονίας και Φινλανδίας. Ίδρυσε τη Μητρόπολη Θυατείρων και την Εξαρχία Δυτικής Ευρώπης με έδρα το Λονδίνο (Απρίλιος 1922). Αναγνώρισε τις αγγλικανικές χειροτονίες, ενώ με πανορθόδοξο συνέδριο προχώρησε στη μεταρρύθμιση του ημερολογίου. Μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης και την επικράτηση του Μουσταφά Κεμάλ βρέθηκε σε δυσχερή θέση. Στις 10 Ιουλίου 1923 κατέφυγε στο Άγιο Όρος από όπου τον Σεπτέμβριο ανακοίνωσε την παραίτησή του. Το 1924 αποσύρθηκε στην Κηφισιά της Αθήνας.
Στις 20 Μαΐου 1926 εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας διαδεχόμενος τον Φώτιο. Επί των ημερών του το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας υιοθέτησε το γρηγοριανό ημερολόγιο, το οποίο δεν δεχόταν ο προκάτοχός του. Επίσης συνετάγησαν, επικυρώθηκαν και εφαρμόσθηκαν πολλοί νέοι κανονισμοί που αφορούσαν την εκλογή Πατριάρχη, τη συνοδική οργάνωση, την ευταξία του κλήρου και την οικονομική διαχείριση (μεταξύ αυτών: «Οργανικός Νόμος του Ελληνορθοδόξου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας», «Οργανισμός των Δικαστηρίων του Πατριαρχικού Θρόνου Αλεξανδρείας και η παρ'αυτοίς ισχύουσα Δικονομία» και «Διάταξις περί γάμου και διαζυγίου»). Ίδρυσε το Ιεροδιδασκαλείο του Αγίου Αθανασίου, αναδιοργάνωσε το πατριαρχικό τυπογραφείο και ενίσχυσε τα θρησκευτικά σωματεία, ρύθμισε ζητήματα κανονικού δικαίου, ίδρυσε τρεις νέες μητροπόλεις και περιόδευσε σε πολλές περιοχές της Αφρικής.
Ο Μελέτιος ήταν ο πρώτος Πατριάρχης Αλεξανδρείας που διεκδίκησε και έλαβε τον τίτλο «και πάσης Αφρικής». Ήταν αυτός που άρχισε την οργάνωση της σύγχρονης ορθόδοξης ιεραποστολής στην αφρικανική ήπειρο, ενώ με την ειδική διάταξη «περί του Συνταγματίου των Μητροπόλεων» ορίσθηκαν οι εννέα εκκλησιαστικές επαρχίες του Θρόνου.
Το 1931 ηγήθηκε της ορθόδοξης αντιπροσωπείας στο συνέδριο του Λάμπεθ.
Πέθανε αιφνιδίως στις 28 Ιουλίου του 1935 στην Αλεξάνδρεια.