Του Γιάννη Τσακπίση
Όταν ο άνθρωπος ήρθε στη ζωή από τον δημιουργό Θεό, η φύση ήτανε γεμάτη από φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς. Του είχε πει ότι όλος αυτός ο απέραντος τόπος είναι δικός σου, θα χρησιμοποιείς τη νοημοσύνη που σου έδωσα, θα επιβάλλεσαι σε όλα τα δημιουργήματά μου για να μπορείς να κρατηθείς στη ζωή.
Πράγματι, επακριβώς όλα τα πραγματοποιούσε και η ζωή του ανθρώπου είχε παντού επιτυχίες.
Τα χρόνια περνούσαν και ο ένας αιώνας διαδεχότανε τον άλλον, όπου η αύξηση των ανθρώπων, τους ανάγκαζε να ζητούν καλύτερη διαβίωση και συγχρόνως να επιθυμούν να δημιουργηθούν.
Με τη φροντίδα τους και με τα ελάχιστα μέσα που είχαν οι ίδιοι κατασκευάσει, εργαζόμενοι όλοι στη φύση με τους φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς που ήτανε η μόνη τους διατροφή για τη διαβίωσή τους.
Το κάθε φυτό είχε την ονομασία του, την εποχή ανάπτυξής του, τον τρόπο καλλιέργειας, τον τρόπο πολιτισμού και ποιον ζωικό οργανισμό ωφελεί ή δεν ωφελεί. Το ίδιο και για το ζωικό οργανισμό και τα οφέλη που είχε από αυτόν.
Από τα φυτά, ήταν και είναι ορισμένα που δεν αποτελούν τροφή για τον ανθρώπινο οργανισμό, όμως ο καρπός τους ήτανε χρήσιμος για τις ανάγκες του.
Ένα από αυτά τα φυτά αποτελεί και η φλάσκα ή φλασκιά ή γαλιά. Είναι ένα φυτό με μεγάλα φύλλα σε ωοειδές σχήμα, όμοια με τις γλυκοκολοκύθας. Είναι αναρριχώμενη ή έρπουσα σε μήκος από 5 έως και 10 μέτρα με πολλές παραφυάδες. Την καλλιεργούσε άνθρωπος καθότι οι πολλοί καρποί (φλάσκες) που παράγει, τον εξυπηρετούσαν στις διάφορες οικιακές του ανάγκες. Ο καρπός της είναι σε διάφορα σχήματα και μεγέθη. Το περίβλημά του είναι σκληρό και ανθεκτικό. Ο εσωτερικός του χώρος είναι κενός με τη μόνη ύπαρξη, των σπόρων πολλαπλασιασμού της. Το επάνω μέρος του έχει στενή - στρογγυλή κατάληξη, που αποτελεί μέρος για τη συγκράτησή του και το κάτω είναι ογκώδες σε διάφορα σχήματα, και μεγέθη.
Την άνοιξη φυτεύανε το φυτό και το φθινόπωρο είχαν ξεραθεί οι καρποί του. Ο άνθρωπος τους είχε στη διάθεσή του για τις ανάγκες του, αφού πρώτα τους διαμόρφωνε σε διάφορα σχήματα, ανάλογα με το σκεύος που ήθελε να χρησιμοποιηθούν.
Τα χρόνια πριν και μετά την Κατοχή, δεν υπήρχανε στα σπίτια των οικογενειών οικιακά βοηθήματα της εστίασης και άλλων για τις ανάγκες της κάθε οικογένειας. Έτσι, βρήκε ο άνθρωπος ως μέσον εξυπηρέτησης τον καρπό της φλάσκας και από αυτόν έφτιαχνε τα πλέον απαραίτητα αυτοσχέδια βοηθήματα.
Έκοβε τη μεγάλη φλάσκα λίγο πιο κάτω από το μέσον, οριζόντια και το κάτω μέρος αποτελούσε ένα στρογγυλό βαθύ πιάτο, το δε επάνω το διαμόρφωνε σε χωνί για τις ανάγκες του στο λάδι, στο κρασί, στη ρακή κ.λπ.
Κατά τον ίδιο τρόπο έκοβε και τα μικρά φλασκάκια. Το κάτω τους μέρος αποτελούσαν διάφορα μεγέθη ποτηριών για να πίνουν το γάλα, το νερό, το βραστάρι τα μέλη της οικογένειας καθώς και οι μεγάλοι, το κρασί, τη ρακή, το δε επάνω σχημάτιζε ένα μικρό χωνί.
Στην ξύλινη πιατοθήκη του σπιτιού ήτανε περισσότερα πιάτα από φλάσκα και λιγότερα πήλινα και άλλα είδη, το ίδιο και για τα ποτήρια και τα κατσαρόλια.
Κάθε πρωί στο σοφρά, η μάνα έβαζε τα ποτήρια για να πιούνε το ζεστό γάλα, που μόλις έφερνε ο πατέρας από τη μάνδρα των προβάτων, χωρίς να το βράσει.
Επίσης ήταν μεγάλη η χαρά των γονέων όταν από τον φούρνο βγάζανε πρώτα τη ζεστή πίττα με ένα πιάτο ελιές θρούμπες και ένα από πετιμέζι που τρώγανε όλοι τους μαζί.
Η νοικοκυρά όταν έπλενε τα ρούχα της οικογένειας στη βρύση του χωριού, με φλάσκα έπαιρνε το ζεστό νερό από το καζάνι και το έβαζε στη μπουγάδα με στάχτη.
Ακόμα όταν το πρωί έφευγε ο βοσκός και ο εργάτης για δουλειά, στο βουργιάλι τους έβαζε η νοικοκυρά εκτός του φαγητού μια μεγάλη φλάσκα με νερό και μια μικρή με κρασί. Οι μερακλήνες γυναίκες ντύνανε τις φλάσκες με ύφασμα από τον αργαλειό τους ή πλέκανε ανάλογες θήκες και χρώματα για να προστατεύονται, να κρατούν δροσερό το είδος που περιείχαν, ακόμα και για τον καλλωπισμό τους.
Και τα τελευταία δυο σημαντικά γεγονότα που γίνανε στο χωριό. Ο μπάρμπα- Νικόλας αρραβώνιαζε την κόρη του τη Μαρία και δεν είχε κρασί. Πήγε στη χώρα στο Δαμανό και γέμισε ένα ασκί. Όμως πως να το πάει στο χωριό που έγερνε το σαμάρι του γαϊδάρου; Από την άλλη μεριά έβαλε μια μεγάλη πέτρα για να έρθει στα ίσια. Την ώρα του αρραβώνα, βάζανε στους μαστραπάδες το κρασί από το ασκί και ο Νικολής κάθε χρόνο έφτιαχνε μια μακρόστενη καλύβα. Σε κάθε ξύλινο πάσσαλο, φύτευε και ένα είδος φλάσκας. Στην καρποφορία τους κρεμότανε αμέτρητος αριθμός από όλα τα είδη, παρουσιάζοντας μια ευχάριστη και ασυνήθιστη ομορφιά.
Επειδή το επαναλάμβανε κάθε χρόνο οι χωριανοί του δώσανε το παρατσούκλι, ο φλασκής = Φλασκονικολής.
Εμείς οι ηλικιωμένοι, παιδιά τότε, ζήσαμε τη χρήση της φλάσκας, στο νερό, στο γάλα και στο φαγητό. Επίσης είδαμε το χωνί στο λιοτρίβι, να βάζουν οι μυλωνάδες το λάδι στο ασκί για να το μεταφέρουν στο σπίτι. Κατά τον ίδιο τρόπο στο πατητήρι με το χωνί να βάζουν στο ασκί το μούστο για να τον βάλουν στο βαρέλι.
Μετά από χρόνια σιγά - σιγά υπήρξανε πολλές αλλαγές στη ζωή του ανθρώπου χρησιμοποιώντας πάλι τη νοημοσύνη του, τα κατάφερε να αντικατασταθούν όλα τα αυτοσχέδια μέσα με αντίστοιχα τεχνικά και στη συνέχεια η διαβίωσή του να γίνεται πιο άνετη και να πιστεύει ακόμα σε ένα πιο καλύτερο και λαμπρό μέλλον, αγνοώντας τα όσα γνώρισε στο παρελθόν, οι δε νεότεροι να μην έχουν την τύχη να γνωρίσουν παρόμοια εποχή.
Και σήμερα συνεχίζεται η καλλιέργεια της φλάσκας, μόνο για ορισμένα είδη σε μέγεθος και σχήμα που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τον καλλωπισμό σπιτιών, καταστημάτων και ξενοδοχείων, δίνοντάς τους διάφορους χρωματισμούς.
*Ο Γιάννης Τσακπίνης, είναι απόστρατος αξιωματικός
ΠΗΓΗ: http://www.rethnea.gr/