Η τζιμπραγιά μπαντούρα αρμοσμένη σε ξύλινο θηκάρι και προσαρμοσμένη με κατάλληλο τρόπο σε δέρμα από αρνί ή ρίφι (κατσικάκι) μας δίνει στην Κρήτη την ασκομπαντούρα ή ασκομαντούρα και φλασκομπαντούρα, που είναι η γνωστή νησιώτικη τσαμπούνα και διαφέρει από τον άλλο τύπο ελληνικού άσκαυλου, τη γκάιντα.
«Η ασκομπαντούρα γίνεται από λιανό καλάμι διπλό. Το κάθε καλάμι έχει το καπάκι στον κόντυλο και μια σειρά τρύπες, όλες 5, όσα είναι και τα δάχτυλα της μιας χέρας. Τις τρύπες τις καίνε με αφτούμενο κάρβουνο για να γίνουν στρογγυλές. Τις δυο καλαμένιες μπαντούρες κάνουν να ταιριάζουν στη φωνή και τσοι βάνουν μέσα σ’ ένα ξύλο σκαλισμένο κούφιο σα σωλήνα από σφάκα γή ασφένταμο. Επειδής χαλούν τα καπάκια εύκολα, είναι χωριστά γινωμένα και ταιριάζουν ύστερα στο σωλήνα του καλαμιού πού ’χει τσοι τρύπες. …
Η ασκομαντούρα βγάνει βοή πολλή και δίδει ζωή στους χορευτές, μα ταιριάζει σε γλέντι μεθυσιού και όχι σε γλέντι σοβαρό και ευγενικό. Για κείνο δεν την πολυμεταχειρίζονται στο χορό και στο τραγούδι καθόλου. Ο μπαντουράρης φράσει τες δύο πρώτες τρύπες της μπαντούρας με το πρώτο και δεύτερο δαχτύλι του δεξιού χεριού και τσοι άλλες τρεις προς τον πόρο τση μπαντούρας με τα τρία πρώτα δαχτύλια της ζερβής χέρας».
Η ασκομαντούρα βγάνει βοή πολλή και δίδει ζωή στους χορευτές, μα ταιριάζει σε γλέντι μεθυσιού και όχι σε γλέντι σοβαρό και ευγενικό. Για κείνο δεν την πολυμεταχειρίζονται στο χορό και στο τραγούδι καθόλου. Ο μπαντουράρης φράσει τες δύο πρώτες τρύπες της μπαντούρας με το πρώτο και δεύτερο δαχτύλι του δεξιού χεριού και τσοι άλλες τρεις προς τον πόρο τση μπαντούρας με τα τρία πρώτα δαχτύλια της ζερβής χέρας».