Μοναχικός ταξιδιώτης στον μεγάλο μπαξέ της κρητικής μουσικής παράδοσης είναι ο Στέλιος Φουσταλιεράκης (Φουσταλιέρης). Μεγάλωσε με μικρασιάτικα τραγούδια, έγινε δεξιοτέχνης στο μπουλγαρί, έπαιξε με τους Κρητικούς μαστόρους της μουσικής αλλά -μοναδική περίπτωση- ταίριαξε και με τους μεγάλους ρεμπέτες. Ο απόηχος της μουσικής του παραμένει ζωντανός, παρότι πολλοί πήραν τα τραγούδια του δανεικά και... αγύριστα.
Ο Στέλιος Φουσταλιεράκης γεννιέται το 1911 στο Ρέθυμνο. Παίρνει το όνομα του πατέρα του, που δεν γνώρισε αφού σκοτώθηκε σε δυστύχημα όταν η μητέρα του, Κυριακούλα, ήταν πέντε μηνών έγκυος. Πηγαίνει στο νυχτερινό σχολείο ως τα 11, στην τρίτη δημοτικού, κ'ύστερα αρχίζει τη μαθητεία του στην τέχνη του ρολογά. Αυτό θα είναι και το «κανονικό» του επάγγελμα. Η αγάπη του, όμως, για τη μουσική ξυπνάει πολύ νωρίς και με το πρώτο του μισθό, δυο χρόνια αργότερα, αγοράζει ένα μπουλγαρί που είχε ξεμείνει σε κάποια ταβέρνα. «Εκείνη την εποχή το Ρέθυμνο ήταν γεμάτο από μπουλγαριά. Κάθε ταβέρνα είχε κι από ένα. Εκεί πήρα τα πρώτα μου ακούσματα.
Έβλεπα τους άλλους που παίζανε και -στο λόγο της αντρικής μου τιμής- έκλαιγα!» Θείος του ήταν ένας ξακουστός λυράρης, ο «Καρεκλάς». Σ'αυτόν ξεκινάει τη μαθητεία στη μουσική. Το μπουλγαρί μαζί με το λαγούτο ήταν όργανα «συνοδευτικά» της λύρας. Πηγαίνει μαζί με τον Καρεκλά, λοιπόν, σε γάμους και γλέντια και τον συνοδεύει με το μπουλγαρί.
Γάμοι, γλέντια, πανηγύρια, παντού η μουσική. Και μόνο «ζωντανή» μουσική υπήρχε εκείνα τα χρόνια. Είναι η αφορμή για να ξεδίνουν λίγο οι άνθρωποι. Όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο ειδυλλιακά για τους μουσικούς όσο ίσως φανταζόμαστε: «Στα χωριά ζητούσαν τότε χωραΐτικα όργανα, από το Ρέθυμνο δηλαδή, όμως οι γάμοι ήτανε σκληροί, ζόρικοι. Με τα δάχτυλα μετρούσα το πότε είχα κοιμηθεί στο σπίτι μου. Το γαμήλιο γλέντι κρατούσε 5-6 νύχτες.
Στα Σφακιά έφτανε και τις 15! Εγώ ήμουνα χλομός από τα ξενύχτια, τα δάχτυλα μου πρήζονταν και τα νύχια μου σκίζονταν. Έπαιζα και μ'έπαιρνε ο ύπνος πάνω στο όργανο. Ο Καρεκλάς τότε, που 'χε τη μεγαλύτερη αντοχή απ'όλους μας, μου 'παιζε μια με το πόδι του, ξυπνούσα και συνέχιζα. Κι από λεφτά λίγα πράγματα.
Ο κόσμος τότε ήταν φτωχός. Με τη βία βγάζαμε σε κάθε γάμο από τρία ως οχτώ κατοστάρικα, όλοι μαζί. Ήταν σαν χαρτζιλίκι. Πού τα λεφτά που παίρνουν οι σημερινοί! και μετά περιμέναμε κανένα κάρο για να μας γυρίσει στο Ρέθυμνο!» Όσο, όμως, μαθαίνει καλύτερα το μπουλγαρί τόσο λαχταράει να κάνει κάτι περισσότερο από το να κρατά το μπάσο του λυρατζή. Δεν γίνεται λυράρης, μένει πιστός στο μπουλγαρί και το αναδεικνύει, αυτός για πρώτη φορά, ως βασικό όργανο στις μελωδίες που έφτιαχνε. «Σιγά σιγά πήρα δρόμο, πετάχτηκα, έφυγα, απομακρύνθηκα από τη λύρα και έκανα δικιά μου κυβέρνηση, δικό μου συγκρότημα». Έτσι γίνεται ο πρώτος που ηχογραφεί τραγούδια με «μπροστινό» όργανο το μπουλγαρί.
Ένας Κρητικός στον Περαία
Η ξεχωριστή του πορεία, όμως, στην ιστορία της κρητικής μουσικής δεν σφραγίστηκε μόνο από αυτό ούτε από τις επιδράσεις που δέχτηκε από Μικρασιάτες μουσικούς που είχαν έρθει στο Ρέθυμνο με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Είναι, ίσως, ο μοναδικός παραδοσιακός μουσικός της Κρήτης που θα «μπλέξει» με τους ρεμπέτες.
Αυτό θα γίνει την περίοδο ανάμεσα στο 1933 και το 1937, όταν έζησε στον Πειραιά. Το «Στελάκι από την Κρήτη», όπως τον βάφτισαν οι μάγκες εκεί, γνωρίστηκε και έπαιξε με τον Μάρκο, τον Δελλιά, τον Παγιουμτζή, τον Μπαγιαντέρα και τον Μπάτη, που ήταν ο συνδετικός κρίκος. Είχαν γνωριστεί όταν ο Μπάτης είχε κατεβεί στην Κρήτη ως... βοηθός πλανόδιου οδοντίατρου, και σμίξανε ξανά στον Πειραιά. Τα τραγούδια, λοιπόν, του Φουσταλιέρη, χωρίς να είναι αποκομμένα από τον βασικό κορμό της κρητικής μουσικής, έχουν ολοφάνερες τις επιδράσεις από τα χρόνια που έζησε κοντά στους μεγάλους ρεμπέτες.
Πολύ αργότερα, όταν το «Στελάκι» έχει γυρίσει στην Κρήτη, ο Γιάννης Παπαϊωάννου θα πει, σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άλφα (Μάιος 1968): «...Έξω από τον Χαλκιά γνώρισα και έναν Κρητικό. Στέλιος Φουσταλιεράκης λεγόταν. Ήταν τσαγκάρης. Έφαγα τον κόσμο να τον βρω. Έπαιζε κάτι κρητικά στο μπουζούκι και τρελαινόμουν... Τον έχασα όμως...»
Εκείνη την περίοδο μπαίνει και στη δισκογραφία με τρεις δίσκους 78 στροφών. Στις ετικέτες τους αναγράφεται ότι παίζει μπουζούκι, καθώς το μπουλγαρί ήταν άγνωστο όργανο για τους υπεύθυνους των δισκογραφικών εταιρειών στην Αθήνα. Η αλήθεια είναι, όμως, πως και στην Κρήτη συχνά το ονόμαζαν μπουζούκι ή και τουρκομπούζουκο. Εκεί, στα στούντιο της Columbia, είναι καλλιτεχνικός διευθυντής ο συνθέτης Παναγιώτης Τούντας.
Κάποια τραγούδια από τις ηχογραφήσεις του Φουσταλιέρη περνούν στη δισκογραφία με το όνομά του, χωρίς να έχουν καμμία σχέση με την έτσι κι αλλιώς αξιόλογη καριέρα του λαϊκού συνθέτη. Ούτε πριν ούτε μετά έφτιαξε τραγούδια που το ηχόχρωμά τους να θυμίζει αυτά που αργότερα διεκδίκησε ο Φουσταλιέρης – αλλά αυτή είναι μια συνηθισμένη ιστορία, τουλάχιστον για την εποχή εκείνη. Το χειρότερο βέβαια είναι, πέρα από την ιστορία με τον Τούντα, ότι έγιναν κι αργότερα ηχογραφήσεις τραγουδιών του (και μάλιστα την εποχή που ζούσε ακόμη ο δημιουργός τους) από τραγουδιστές γνωστούς και άγνωστους, οι οποίοι πήραν τραγούδια του Φουσταλιέρη και τα βάφτισαν παραδοσιακά.
Ειδικά το Όσο βαρούν τα σίδερα έχει ηχογραφηθεί πολλές φορές, μόνο που κάποιοι είτε από άγνοια είτε από «ευκολία» το αναφέρουν ως παραδοσιακό – και ξεμπερδεύουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Φουσταλιέρης δεν είχε, όπως είναι φυσικό, επιρροές από τα παραδοσιακά• εννοείται ότι είχε. Τα λόγια του περιγράφουν κρυστάλλινα τη σχέση του με την κρητική μουσική: «Το μπουλγαρί το αγάπησα και το αγαπώ. Παίζω πάνω του όποιον σκοπό θέλω: βάλε ζεϊμπέκικο, τσιφτετέλια, νησιωτικά κρητικά, ό,τι θέλεις παίζω. Αλλά ή αγαπημένη μου μουσική είναι η κρητική. Την στέριωσα, την τίμησα, την πλούτισα και τη διατηρώ ακόμη. Πολλά συρτά που παίζονται σήμερα είναι δικά μου».
Με μπουλγαρί και με ψυχή
Επίσημα έχουν καταγραφεί 24 δίσκοι του των 78 στροφών, αλλά ο ίδιος έλεγε ότι συνολικά είχε ηχογραφήσει 36. Από το 1937 που γύρισε στην Κρήτη συνεργάζεται με έναν από τους πιο σημαντικούς τραγουδιστές που έζησαν στο νησί, τον Γιάννη Μπερνιδάκη, γνωστό με το παρατσούκλι Μπαξεβάνης – γιατί ήτανε η φωνή του, λέει, σαν μπαξές. «Με τον Μπαξεβάνη συνεργαζόμουν πιο πολύ, τον είχα τραγουδιστή κ'εγώ έπαιζα ψιλό όργανο. Είχα βγάλει το γνωστό καλαματιανό Κρητικοπούλα, κι όταν το παίξαμε έβαλα τον Μπαξεβάνη πρίμο στη φωνή, τον Στελάκη Περπινιάδη σεκόντο, πρίμο σεκόντο εγώ με το μπουλγαρί, σεκόντο τον συχωρεμένο τον Ντάβο (έπαιζε μαντόλα) και μπάσο τον Kαρύδη.
Ήτανε μια ανεπανάληπτη δημιουργία». Έτσι μας χάρισαν κομμάτια όπως το Όσο βαρούν τα σίδερα, Μερακλήδικο πουλί, Τα βάσανά μου χαίρομαι, που ακόμη και σήμερα δεν λείπουν από τα πραγματικά (κι όχι τα ιμιτασιόν των διάφορων γελωτοποιών της μουσικής παράδοσης του νησιού) κρητικά γλέντια. Κάποια τραγούδια ερμηνεύει και η αδελφή του Μπαξεβάνη, η Λαυρεντία Μπερνιδάκη, που η υπέροχη φωνή της ήταν η πρώτη γυναικεία φωνή από την Κρήτη που ηχογραφήθηκε σε δίσκο.
Από τη δεκαετία του 1950, με αφορμή ένα ατύχημα, αραιώνει τις εμφανίσεις του στα γλέντια αλλά και τις ηχογραφήσεις και αφοσιώνεται περισσότερο στην οικογένειά του, τη γυναίκα του τη Σόνια, τον γιο του Νίκο, και το κατάστημά του, το ρολογάδικο που είχε ανοίξει – σήμερα ο γιος του έχει στο ίδιο σημείο κοσμηματοπωλείο. Δεν σταμάτησε, όμως, να παίζει μουσική ως τον θάνατό του, το 1992. Αρκετές τιμητικές διακρίσεις γνώρισε, προς το τέλος κυρίως της ζωή του, μα και πάλι δεν αναγνωρίστηκε όσο θα έπρεπε. Το παράπονό του, όμως, δεν ήταν ούτε αυτό ούτε καν πως τα τραγούδια του κάποιοι τα οικειοποιήθηκαν:
«Στα χέρια μου κρατώ την παλιά κρητική μουσική. Άμα πεθάνω κ'εγώ δεν θα υπάρχει κανείς που να μπορεί να παίζει ατόφιους παλιούς κρητικούς σκοπούς. Δυστυχώς. Ένας ένας από μας, την παλιά φρουρά, φεύγει και μαζί χάνεται η ελπίδα για να διατηρηθούν και ν'ακουστούν από τους μεταγενέστερους έτσι όπως πρωτοπαίχτηκαν οι σκοποί της κρητικής μουσικής. Ποιος φταίει γι'αυτό; Ούτε κανείς ιδιώτης ούτε κ'η πολιτεία ενδιαφέρθηκαν ποτέ να καταγράψουν και να διατηρήσουν τις κρητικές μελωδίες όπως βγήκαν ατόφιες από το δοξάρι του Ροδινού, ή του Καρεκλά, ή από το μπουζούκι του Μπαξεβάνη, και το μπουλγαρί το δικό μου...»
Ευτυχώς τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως φοβόταν ο μεγάλος δεξιοτέχνης. Πέρυσι η αίθουσα του Ωδείου (Νερατζέ Τζαμί) στο Ρέθυμνο πλημμύρισε κόσμο και μουσικές δύο μέρες στη σειρά στο αφιέρωμα για τον Φουσταλιέρη. Και τα τραγούδια του, ανέγγιχτα από τον χρόνο, συντροφεύουν τις στιγμές που αληθινά χαίρεται η ψυχή του Κρητικού. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή για το «Στελάκι από την Κρήτη».