Το όνομα του Νίκου Καζαντζάκη το άκουσα για πρώτη φορά από τον πατέρα μου, στη δεκαετία του Πενήντα. Τα χρόνια εκείνα εζούσαμε ακόμη στο χωριό, ο πατέρας μου ήταν οδηγός στο ΚΤΕΛ Ηρακλείου αργότερα έχασε το λεωφορείο από χρέη και έγινε μισθωτός οδηγός σε φορτηγά - λεωφορεία. Ετσι και πέθανε: ελάχιστος και αφανής οδηγός βαρέων οχημάτων. Ομως στις αρχές της δεκαετίας του Πενήντα τα πράγματα του βίου μας (παρά τη φτώχεια και τα πολιτικά) διατηρούσαν λάμψη και ευγένεια.
Η ζωή μικρών και μεγάλων ήταν, όπως ένιωθα τότε, αθώα και ανέμελη και ο χρόνος απέραντος και άφθονος για όλους. Αυτά τα χρόνια του δύσκολου και συνάμα του ερατού, ο πατέρας μου, που δεν αξιώθηκε να τελειώσει το επαρχιακό Γυμνάσιο, παρά τον ζήλο του για τα γράμματα, είχε καταφέρει να καταρτίσει μια στοιχειώδη βιβλιοθήκη, μοναδική στο χωριό και για τούτο αξιοπερίεργη. Η βιβλιοθήκη αυτή περιελάμβανε πολλά και ποικίλα που δεν τα θυμάμαι πια. Θυμάμαι πάντως την Εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου, κάποιες κρητικές ιστορίες (νάκλια), τον Πατούχα, μια παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού, το Πολιτισμός πηγή δυστυχίας, ένα-δυο Γιουγκ και Φρόυντ, μια Σεξολογία (όπου την άνοιγα μυστικά και με έντονο παλμό καρδιάς εμελετούσα). Καζαντζάκη πάντως δεν είχαμε τότε. Ομως εκεί στις αρχές του Πενήντα, με τον θόρυβο που ξέσπασε σχετικά με τον διωγμό του και με όλα τα επακόλουθα, ο Καζαντζάκης έγινε (και όχι μόνο για τον πατέρα μου) ο μεγάλος λαϊκός συγγραφέας, σύμβολο πολιτικής αντίστασης, κατήγορος της υποκρισίας και της διαφθοράς του κλήρου και τροφοδότης της κρητικής μας υπερηφάνειας.
Ο Καπετάν Μιχάλης, Ο Αλέξης Ζορμπάς, Ο Φτωχούλης του Θεού και κυρίως Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται και Ο Τελευταίος Πειρασμός
... έγιναν το αγαπημένο ανάγνωσμα του πατέρα μου και αντικείμενο ατελείωτων συζητήσεων στα καφενεία, στις οικογενειακές εσπερίδες (βεγγέρες, τις λέγαμε εμείς) και (πράγμα ακόμη πιο ασυνήθιστο) στα καθημερινά του δρομολόγια από το χωριό στο Ηράκλειο και πίσω. Ετσι όσοι έμπαιναν στο λεωφορείο πρωί και απόγευμα έπαιρναν υποχρεωτικά ένα μάθημα για τον Καζαντζάκη και το έργο του, και άκουγαν για τον Ζορμπά (χωρίς ίχνος φολκλορισμού, ακόμη), το Μιχαλιό, τη μαντάμ Ορτάνς, τη χήρα, τον πασά, το Γιουσουφάκι κλπ. Καθώς μάλιστα την εποχή αυτή οι πολιτικές συζητήσεις ήταν απαγορευμένες στα μέσα μαζικής μεταφοράς, ο πατέρας μου έβρισκε την ευκαιρία ανάμεσα στις αλλεπάλληλες στάσεις στον επαρχιακό δρόμο στις επιβιβάσεις και αποβιβάσεις των επιβατών και στα φορτώματα και ξεφορτώματα καλαθιών και δεμάτων να αναλύει (οδηγώντας) κάποιες επίμαχες φράσεις του Καζαντζάκη με όλους τους απαραίτητους υπαινιγμούς. Πάντως εκείνος ο επίμαχος όρος «μετακομμουνιστής» δεν θυμάμαι να τον απασχόλησε ποτέ.
Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή τουλάχιστον δεν πολυάρεσε στον πατέρα μου η ενασχόλησή μου με τον Καζαντζάκη. Πιθανώς πίστευε πως ήμουν μικρός ακόμη για να διαβάζω βιβλία με τόσο τολμηρές και αυθάδεις σκηνές, ερωτικού και θεολογικού περιεχομένου. Δέχτηκε πάντως να αρχίσω με τον Καπετάν Μιχάλη, λόγω, οπωσδήποτε, και του πατριωτικού περιεχομένου του. Τα υπόλοιπα μυθιστορήματά του, όσα διέθετε η βιβλιοθήκη μας, τα διάβασα κρυφά χωρίς να τον ερωτήσω. Εξάλλου τα χρόνια είχαν περάσει πια, ήμουν κιόλας μαθητής Γυμνασίου στο Ηράκλειο και διάβαζα ώρες ατελείωτες στα μεγάλα τραπέζια της Βικελαίας Βιβλιοθήκης ό,τι μου άρεσε και χωρίς να δίνω λογαριασμό σε κανέναν. Εκεί διάβασα την Ασκητική και την Αναφορά στον Γκρέκο (την Οδύσσεια δεν τολμούσα να την αρχίσω ακόμη) και γεμάτος θαυμασμό αποστήθιζα κατεβατά ολόκληρα και απαρνήθηκα κάθε άλλο συγγραφέα, ακόμη και τον Σοπενχάουερ, που ταίριαζε τότε στις μαθητικές μελαγχολίες μου. Ο Καζαντζάκης ήταν ηρωικός και τραγικός, απροσδόκητος και ακατανίκητος. Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο.Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή,ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός. Κάθε στιγμή πεθαίνομε...
Σε αυτά τα ευφρόσυνα και τόσο αδικαιολόγητα (όπως τελικά αποδείχθηκε) αισιόδοξα χρόνια στο Β΄ Γυμνάσιο Αρρένων Ηρακλείου κάθε γούστο και προτίμηση λογοτεχνικής, φιλοσοφικής και πολιτικής φύσεως άρχιζε και τελείωνε για μένα με τον Καζαντζάκη. Το κεφάλι μου ήταν γεμάτο από τις προαιώνιες κραυγές, την κρητική ματιά, το λασπερό αίμα των προγόνων, την υπέρτατη Ευθύνη και (φυσικά) συνομιλούσα συνεχώς με τους τέσσερις μεγάλους οδηγητές, τα «σκαλοπάτια» του στοχασμού, τα «ιερά» ονόματα, τον Χριστό, τον Λένιν, τον Βούδα και τον Οδυσσέα. Λέξεις όπως γέψη, αρίφνητος, παλαίβω, γροικώ,ξακλουθώ, αφουγκράζομαι, κιντυνεύω, το Σύμπαντο και ό,τι άλλο σχετικό με έθελγε από τον λόγο και το πνεύμα του Καζαντζάκη έκαναν την εμφάνισή τους στις Εκθέσεις μου και στα γραπτά μου, με αποτέλεσμα να προκαλώ συνεχώς τις παρατηρήσεις και τα σχόλια των φιλολόγων του Γυμνασίου, που επέμεναν να γράφω σε μια «στρωτή καθαρεύουσα». Χρόνια πολλά μετά ανακάλυπτα στην άκρη της καλάμου αλλά και της γλώσσας μου λέξεις και φράσεις του Καζαντζάκη, παλαιά κατάλοιπα, στοιχειωμένα εντός μου. Το Λειμωνάριο, που γράφτηκε στα χρόνια της Δικτατορίας στα Κύθηρα, στην πρώτη τουλάχιστον γραφή του έφερε επάνω του σαφή τα γλωσσικά ίχνη από τη μαθητεία μου στον Καζαντζάκη. Παρ'όλο που δημοσιεύθηκε χρόνια μετά και είχε μεσολαβήσει η περίοδος του Λονδίνου (όπου πολλά άλλαξαν μέσα μου), σε κάποια σημεία του νιώθω ακόμη αυτήν τη χαρακτηριστική μυρουδιά του λόγου και του ύφους του Καζαντζάκη που ανεπαισθήτως με είχε διαβρώσει. Επειδή ο λόγος του Καζαντζάκη είναι έντονα διαβρωτικός και είναι πολύ λίγοι οι συγγραφείς μας που έχουν επιτύχει να δημιουργήσουν τόσο έντονο προσωπικό λόγο, τόσο ευδιάκριτο λεκτικό και ύφος, όπως ο Καζαντζάκης. Και τούτο είναι (άσχετα με τις προτιμήσεις μας) γεγονός πολύ σημαντικό και ιδιαιτέρως αξιοθαύμαστο.
Την περίοδο του έρωτα και του θαυμασμού μου για τον Καζαντζάκη την ακολούθησε αρχικά αδιαφορία και αποξένωση από το έργο του. Αλλα ενδιαφέροντα, άλλα κείμενα και άλλες ασχολίες με απομάκρυναν από τον ηρωικό και (πιστεύω) απλοϊκό και ρομαντικό κόσμο του Καζαντζάκη. Η Κρήτη η ίδια, που με γέννησε και με ανάθρεψε, είχε κιόλας πάρει μέσα μου μια θέση φυσικότερη, κάποιες συναισθηματικές υπερβολές και μεγαλοποιήσεις περιορίστηκαν και φάνηκε καθαρά η διάσταση ανάμεσα στο πραγματικό και στο τάχα ιδεατό. Η περίοδος των φοιτητικών χρόνων, όπως και ολόκληρη η δεκαετία του Εξήντα δεν ταίριαζε (τουλάχιστον για μένα) με τον εξωτισμό και τη μεγαλοστομία του Καζαντζάκη, ενώ, περιέργως ίσως, η Δικτατορία με απομάκρυνε ακόμη περισσότερο από το πνεύμα και τους ήρωές του. Η κινηματογραφική μεταφορά του Ζορμπά μπορεί να συνέβαλε στον τουρισμό χιλιάδες ταβέρνες πήραν το όνομα του ομώνυμου ήρωα αλλά προσωπικά θεωρώ ότι η προσπάθεια υπήρξε αποτυχημένη καλλιτεχνικά και κυρίως ιδεολογικά, καθώς μάλιστα προβλήθηκε σε ντόπιους και ξένους μια εντελώς εξωπραγματική και φολκλορική εικόνα της Κρήτης. Ο ίδιος ο Ζορμπάς είναι έργο «στημένο», θα έλεγα, αλλά ο ομώνυμος ήρωας παραμένει και θα παραμείνει κλασική μορφή της λογοτεχνίας μας. Ομως πόσο αυθεντικός είναι ο Ζορμπάς Κουίν όταν (υποτίθεται) μαθαίνει στον διστακτικό συγγραφέα Αλαν Μπέιτς να χορεύει συρτάκι σε κάποια παραλία;
Την απομάκρυνσή μου από τον Καζαντζάκη ακολούθησε η συνειδητή αμφισβήτηση και η άρνηση, που έφτασε ακόμη και στην απόλυτη απόρριψη. Ξαφνικά ανακάλυψα ότι μου ήταν εντελώς ξένα και ανυπόφορα η ιδεολογία, η αισθητική, η προφανής μεγαλοστομία του και η αφελής φιλοσοφία του, κυρίως όμως η γλώσσα και το ύφος του. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί λ.χ. όταν εκείνος παίρνει στα χέρια του μια Ταναγραία καίγουνται τα δάκτυλά του, ενώ κάποιου άλλου δεν παθαίνουν τίποτε. Ούτε φυσικά μπορούσα να βρω οποιοδήποτε νόημα ή χάρη σε στίχους όπως Ο μακροχέρης ο παππούς, με αντράλα, / στο καφτερό βογκώντας μεσημέρι, / σήκωσε αργά τη σκοτεινή κεφάλα, καθώς μάλιστα έχει προηγηθεί στην ποίησή μας ο θεσπέσιος και ηδονικός λόγος του Σολωμού και του Κ.Π. Καβάφη, τους οποίους, αν δεν κάνω λάθος, ουδέποτε αναφέρει ο Καζαντζάκης. Οπως επίσης αποσιωπά και τον Παπαδιαμάντη. Σε τούτη τη μεταβολή συνετέλεσε πιστεύω όχι μόνο η (καθυστερημένη έστω) ανάπτυξη ενός προσωπικού γούστου αλλά και η σαρκαστική κριτική και οι υπαινιγμοί του Σεφέρη. Κάθε φορά που ο Σεφέρης αναφέρεται στον Καζαντζάκη (στις Δοκιμές και στιςΜέρες, κυρίως) φαίνεται απορριπτικός και ειρωνικός. Εξακολουθώ μάλιστα να έχω την (εσφαλμένη ίσως) εντύπωση ότι ο Λογκομάνος στις Εξι νύχτες στην Ακρόπολη, που λέει «Τζαζ» σα να 'σπαζε με τα δόντια του φουντούκι, και κοιτάζει γύρω του σα νικηφόρος κόκορας έχει σχέση με τον Καζαντζάκη!
Ευνόητα, θα πει κάποιος, και συνηθισμένα. Ιδού μια άλλη προσπάθεια ασεβούς και ανόητης πατροκτονίας. Να πάλι που ένας νεότερος συγγραφέας, και μάλιστα τόσο χαμηλός, τολμά να βγάλει τη γλώσσα του σε ένα συγγραφέα συντοπίτη του με παγκόσμια ακτινοβολία, με αεροδρόμιο και πολυτελές οχηματαγωγό στο όνομά του, με δρόμους σε όλη την Ελλάδα και ένα λόφο, το Μαρτινέγκο στο κέντρο του Ηρακλείου για τάφο του ιδιωτικό, καύχημα και κορώνα για τους Κρητικούς και δη τους Ηρακλειώτες...
Ευνόητα, αλλά για τούτο ακριβώς χωρίς νόημα. Η μαθητεία μου στον Καζαντζάκη, ο υπέρμετρος εφηβικός θαυμασμός μου, ακόμη και η καταλυτική του επενέργεια στα πρώτα γραπτά μου με κανέναν τρόπο δεν δηλώνουν ότι πράγματι με είχε κατακτήσει ψυχικά και αισθητικά. Ούτε η όποια μου αντίδραση δηλώνει πως θέλω να αντιπαραβληθώ μαζί του και να τον πολεμήσω. Ο,τι έχει σημασία για τους συγγραφείς (και όχι μόνο) είναι οι προσωπικές τους επιλογές, η επίπονη χάραξη του δικού τους δρόμου και η δυνατότητά τους να διακηρύσσουν καθαρά την αυθαιρεσία του προσωπικού τους γούστου, αυτό έχει σημασία, όχι η (συνειδητή ή ασυνείδητη) αντιπαράθεσή τους με προγενέστερους ομοτέχνους. Αλλωστε για μένα ο Καζαντζάκης είναι ένας συγγραφέας που δεν μπορεί να αγνοηθεί από κανέναν και για κανένα λόγο. Μπορεί να αρέσει, μπορεί όχι, όμως είναι αδύνατον να διαγραφεί και να αγνοηθεί. Υπήρξε (ίσως και με την εύνοια της λογοτεχνικής τύχης) εκείνος που άνοιξε τα στενά όρια του λογοτεχνικού μας ορίζοντα. Υπήρξε συνεχώς ταγμένος και ολοσχερώς αφοσιωμένος στο Εργο, στο μεγάλο χρέος του να διαλαλήσει με τον δικό του τόνο τις απόψεις του στον οικουμενικό χώρο. Κανένας έλληνας συγγραφέας δεν έχει αποπειραθεί και δεν έχει επιτύχει κάτι ανάλογο. Καθώς λοιπόν από τη φύση μου δεν προκαλώ κανέναν, ούτε και τη Μοίρα, για να κερδίσω κάτι περισσότερο, η ιδέα να προκαλέσω (βλάσφημα ή όχι) τον Καζαντζάκη μού είναι εντελώς ξένη. Μπορώ να πω όμως ότι από μια εποχή και πέρα ο Καζαντζάκης έγινε για μένα οδηγός και κανόνας όχι για εκείνο που πρέπει να κάμω (πάντα στη λογοτεχνία αναφέρομαι) αλλά ό,τι δεν πρέπει να κάνω. Γι'αυτό λ.χ. στην Ιστορία μου, που διαδραματίζεται φυσικά στην Κρήτη και εμπλέκεται σε ζητήματα προφανέστατα εντόπια, ουδέποτε δηλώνεται το όνομα του νησιού και πουθενά (όπως πιστεύω) δεν εμφανίζεται κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να παραπέμψει στον μεγάλο κρητικό συγγραφέα. Κοντολογίς ό,τι μου δείχνει ο Καζαντζάκης είναι ένας λογοτεχνικός δρόμος, ακριβώς αντίθετος από αυτόν που ο ίδιος πήρε, μου «δείχνει» τι να αποφεύγω γράφοντας. Ακολουθώ με συνέπεια αυτόν τον δρόμο ακόμη κι αν αποδειχθεί παραπλανητικός.
Τον Καζαντζάκη τον είδα μία φορά εντελώς τυχαία. Ηταν η εποχή που Ο Χριστός ξανασταυρώνεται γυριζόταν ταινία από τον Ντασσέν στην Κριτσά, με τη λαμπερή Μελίνα να πρωταγωνιστεί. Ενα μεσημέρι περνώντας από την πλατεία Ελευθερίας στο Ηράκλειο, έξω από το ονομαστό τότε Ντορέ είδα κόσμο μαζωμένο. «Είναι ο Καζαντζάκης», μου είπαν,«και η Μερκούρη και βγάζουν φωτογραφίες». Ούτε καν θέλησα να πλησιάσω. Στην κηδεία του όμως, μια ηλιόλουστη μέρα αρχές Νοεμβρίου, βρέθηκα πολύ κοντά του. Θυμάμαι τη συγκίνηση και την έξαψη εκείνης της ημέρας. Ολόκληρη η πόλη ήταν στο πόδι και όλοι αγωνιούσαμε αν θα δοθεί άδεια να τοποθετηθεί ο νεκρός στον Αγιο Μηνά για τη νεκρώσιμη ακολουθία. Ομως όλα τελικά πήγαν καλά και όταν η μεγάλη πομπή κίνησε για το Μαρτινέγκο, κανένας δεν έμεινε μακριά. Εγώ, όπως και άλλοι συμμαθητές μου, είχα ντυθεί κρητικά και ακολουθούσα την πομπή μέσα στη ζέστη και στη σκόνη. Οταν ολοκληρώθηκε η ταφή, με τον σταυρό στημένο ανάμεσα στα στεφάνια και στα λουλούδια, κι ο κόσμος είχε κιόλας σκορπίσει, ένας από τους πολλούς φωτογράφους μάς περιμάζεψε οκτώ μαθητές ντυμένους κρητικά και μας έστησε πάνω στον τάφο. Μας τοποθέτησε σε δύο σειρές, ανάλογα με το ύψος μας και την ωραιότητα της στολής, μας είπε να δείχνουμε σοβαροί και μας φωτογράφησε. Εγώ στέκω δεξιά, προτελευταίος. Ετσι ενωθήκαμε κατά κάποιον τρόπο με τον νεκρό, αλλά η φωτογραφία δεν έχει, πιστεύω, κανένα βαθύτερο νόημα ή συμβολισμό. Βρέθηκα εκεί, μαζί με άλλους επτά συμμαθητές μου που ούτε καν τους αναγνωρίζω σήμερα σ'αυτή τη μακρινή φωτογραφία.
Δεν θυμάμαι αν ο πατέρας μου είχε έρθει στην κηδεία. Μάλλον όχι όμως, γιατί τον πίεζε η δουλειά. Ούτε θυμάμαι αν μετά τον θάνατο του Καζαντζάκη συνεχίστηκαν τα ημερήσια μαθήματα στο λεωφορείο. Αλλωστε τα χρόνια γίνονταν πιο δύσκολα και τα δρομολόγια πιο βιαστικά. Ο ίδιος ελάχιστες φορές ανέβηκα έκτοτε στο Μαρτινέγκο, κυρίως για να ξεναγήσω φίλους. Η τελευταία φορά ήταν πριν από λίγα χρόνια. Επρεπε να μείνω στο Ηράκλειο κάμποσες ώρες για μια συνάντηση και επειγόμουν να βρω τρόπο να τις περάσω χωρίς δυσφορία. Μπήκα στο Μουσείο, προσκύνησα στον Αγιο Μηνά και ξαφνικά, σχεδόν τυχαία, βρέθηκα να ανεβαίνω το Μαρτινέγκο. Ολα σχεδόν κάτω ήταν αλλαγμένα και τα παλιά σημάδια της πόλης άφαντα. Πού ο ονομαστός Λάκκος με τα πορνεία και τα φτωχομάγαζα, πού το Πανάνειο Νοσοκομείο, όπου ξεψύχησε πένης ο Κονδυλάκης, πού η καθαρότητα των τειχών; Ακόμη και ο Αγιος Μηνάς μειωμένος ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Μονάχα το πέλαγος απροσμάχητο πάντα και λευκασμένο από τον βοριά και λίγο δεξιά η νήσος Ντία. Ο πατέρας μου σχεδίαζε κάποτε να μας πάει εκδρομή εκεί, αλλά ποτέ δεν πήγαμε. Σχεδόν τίποτε δεν κατάφερε ο άνθρωπος εκείνος. Η ώρα της συνάντησης πλησίαζε και έπρεπε να κατέβω στην πόλη. Τότε παρατήρησα τον τάφο. Σκονισμένος μού φάνηκε και αφρόντιστος. Ενας κοινός τάφος στο πλάτωμα ενός λόφου.
http://www.tovima.gr/