Τα ίχνη ενός μινωικού ανακτορικού συγκροτήματος του οποίου την ύπαρξη αγνοούσαμε μέχρι σήμερα, με εμβαδόν περί τα 900 τ.μ., ανακαλύπτει η αρχαιολογική σκαπάνη στη θέση Μπούφος, στο Σίσι Κρήτης. Πρόκειται για μικρό παραθαλάσσιο χωριό στην κοινότητα Βραχασίου του Δήμου Αγ. Νικολάου, όπου διεξάγονται ανασκαφές από τη Βελγική Σχολή Αθηνών.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού η Σχολή διεξήγε ανασκαφική έρευνα με μία ομάδα από το Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λουβέν Λα Νεβ, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή J. Driessen.
Πρόκειται για το πρώτο μέρος ενός νέου πενταετούς προγράμματος ανασκαφικών ερευνών. Εκτός από τις δοκιμαστικές τομές που πραγματοποιήθηκαν για να αποσαφηνιστεί η πρωιμότερη ιστορία του χώρου, ο οποίος ερευνάται ήδη από το 2007, οι ανασκαφές επικεντρώθηκαν στη διερεύνηση του συγκροτήματος της Υστερης Εποχής του Χαλκού (16ος αι. π.Χ.), του οποίου κάποια στοιχεία ήδη ορατά από την ερευνητική περίοδο του 2011 επέτρεπαν την υπόθεση ότι πρόκειται για κτίριο με κεντρική αυλή.
Όπως λέει η Σχολή, «στη θέση μίας ορθογώνιας αυλής περιβαλλόμενης από πτέρυγες, αποκαλύφθηκε μέρος μίας μεγάλης τραπεζοειδούς αυλής, έκτασης 250 τ.μ. κατασκευασμένης από καλής ποιότητας λευκό κονίαμα, με τρεις πτέρυγες που έχουν ελαφρώς αποκλίνοντα προσανατολισμό. Η μνημειακή πρόσοψη της αυλής, στα δυτικά, έχει κατασκευαστεί στο κατώτερο τμήμα από πελεκητούς λίθους από ασβεστόλιθο πάνω στον οποίο σώζεται εν μέρει ένα δεύτερο τμήμα ξεστής λιθοδομίας από ψαμμίτη».
«Ήρθε στο φως επίσης ένα δωμάτιο με επιμελημένα επιστρωμένο κονίαμα στο δάπεδο και στους τοίχους, καθώς και με εγκαταστάσεις από κονίαμα, με προσανατολισμό τον άξονα Βορράς-Νότος της αυλής, δίπλα από μία σειρά αναβαθμών ξεστής λιθοδομίας από ψαμμίτη που καταλήγει σε ένα άνδηρο. Τόσο το δωμάτιο όσο και οι αναβαθμοί είχαν κτιστεί αντιστηριζόμενοι σε έναν τοίχο του ανδήρου που χρονολογείται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (περ. 2.500 π.Χ.) και διαμορφώνουν ένα είδος στοάς που οδηγεί στην αυλή», συνεχίζουν οι ανασκαφείς.
Δωμάτια με κονιάματα καθαρίστηκαν στη δυτική και τη βόρεια πτέρυγα. Το πρώτο δεν διατηρείται σε καλή κατάσταση λόγω των σύγχρονων αγροτικών καλλιεργειών. Ερευνήθηκε επίσης μικρή μνημειακή κατασκευή, στα νοτιοδυτικά του συγκροτήματος, η οποία πιθανόν σχετιζόταν με την άντληση ύδατος. Τα στοιχεία, σε συνδυασμό με εκείνα του 2011, «επιτρέπουν την ταύτιση ολόκληρου του συγκροτήματος ως κτιρίου με κεντρική αυλή έκτασης περίπου 900 τ.μ., το οποίο εγκαταλείφθηκε κατά την πρώιμη φάση της Υστερης Μινωικής ΙΑ περιόδου (16ος αι. π.Χ.).
Η ιδιότυπη κάτοψη του συγκροτήματος ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της σκόπιμης ενσωμάτωσης κατασκευών της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, αλλά και της ανωφέρειας του φυσικού βράχου, εντός του μεταγενεστέρου κτηρίου» καταλήγουν οι αρχαιολόγοι. Μπορεί να μην είναι τεράστιο το κτίριο που εντοπίζεται, είναι όμως πολύ σημαντικό, καθώς θα δώσει πληροφορίες για τυχόν σχέσεις με άλλα ανακτορικά κέντρα, όπως π.χ. της Κνωσού «όπου βρισκόταν ο μυθολογικός Μινώταυρος». Όπως τονίζει με κάθε ευκαιρία ο καθηγητής Driessen, μια καλύτερη κατανόηση των σχέσεων ανάμεσα σε γειτονικές θέσεις «βοηθά σταδιακά να αποσαφηνιστεί η λειτουργία του μινωικού ανακτόρου».
ΑΠΟ ΤΟ 2500 π.X.
Ο λόφος Κεφάλι, όπου διεξάγονται οι ανασκαφές, έχει πλάτωμα στην κορυφή και διάφορες αναβαθμίδες, που εντοπίζονται. Η προκαταρκτική έρευνα έδειξε ότι ο οικισμός βρισκόταν σε χρήση ήδη από το 2.500 π.Χ. και φαίνεται ότι καταστράφηκε στα 1.200 π.Χ. Δείγματα μεταγενέστερης χρήσης του χώρου είναι μάλλον σποραδικά, αποτελούμενα από ζωόμορφα ειδώλια Γεωμετρικής περιόδου και κάποια υπολείμματα πολεμικού υλικού του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Πηγή: Έθνος