Σ’ ένα χώρο με διάσπαρτες μνήμες από άλλες εποχές, στα ερείπια μιας πόλης που φαίνεται να υπήρχε από τα προϊστορικά χρόνια, ένα λιτό περίφραγμα περικλείει τη σύνοψη της ιερής τοποθεσίας: το ιερό δέντρο, τον τρυπημένο βράχο, το εικονοστάσι στο οποίο άναβε σχεδόν πάντα το καντήλι του Αγίου Φανουρίου. Μορφές αρχέγονης λατρείας στο Μυλοπόταμο. Οικισμός Αχλαδέ, θέση Γρίβιλα, ναός Αγίου Φανουρίου…
Στην ανακοίνωσή μου που δημοσιεύτηκε στα πολύτιμα Πρακτικά του Επιστημονικού Συμποσίου Ο Μυλοπόταμος από την αρχαιότητα ως σήμερα, το οποίο πραγματοποιήθηκε το 2003 στο Πάνορμο, είχα την ευκαιρία να αναφερθώ σε μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις λανθάνουσας δενδρολατρίας που παρατηρείται στην επαρχία αυτή.* Μεταξύ άλλων είχα αναφερθεί στην περίπτωση της τρεμιθιάς (pistacia terebinthus) του Αγίου Φανουρίου στον Αχλαδέ, μια από τις πιο εντυπωσιακές περιπτώσεις που, παρά τις ποικίλες αντιξοότητες, επιβιώνει ακόμη και σήμερα. Ωστόσο, χρειαζόταν μια εκτενέστερη αναφορά και μια ειδικότερη μελέτη καθώς η (λανθάνουσα) δενδρολατρία συνδυάζεται με άλλες εντυπωσιακές πρακτικές. Με δεδομένη την πολυετή ενασχόλησή μου με τα ιερά δέντρα και με την παρακίνηση του συναδέλφου και φίλου Γιώργου Πατρουδάκη, διευθυντή του «Κρητικού Πανοράματος», αποφάσισα να προχωρήσω στο παρόν δημοσίευμα προσπαθώντας να συνδυάσω την έρευνα με μια έκκληση προς τις τοπικές αρχές, εκκλησιαστικές και πολιτικές, προς τον Δήμο Γεροποτάμου, προς την κοινωνία του Αχλαδέ, τον Πολιτιστικό Σύλλογο και προς όποιους ιδιώτες εμπλέκονται στην υπόθεση. Και το πράττω με τη μεγαλύτερη δυνατή ευγένεια: Ας βρεθεί μια λύση και ας αφήσουν ανοιχτό το δρόμο προς ένα από τα πιο σημαντικά προσκυνήματα της περιοχής, την αποκαλούμενη «Εύρεση», τον τόπο όπου κατά την παράδοση βρέθηκε η εικόνα του Αγίου Φανουρίου. Δεν το υπαγορεύουν λόγοι μόνο θρησκευτικοί, αν και αυτοί θα αρκούσαν από μόνοι τους να ελευθερωθεί από τα συρματοπλέγματα ο ιερός χώρος. Το υπαγορεύει και η ίδια η ανάγκη να διατηρηθεί ένα αληθινό μνημείο λατρευτικής συμπεριφοράς, ένα από τα ελάχιστα ζωντανά παραδείγματα επιβίωσης εντυπωσιακών εθίμων που πηγάζουν από αρχέγονες αντιλήψεις και πανάρχαιες συνήθειες.
Έχω επισκεφτεί τα τελευταία χρόνια πολλές φορές (ίσως και δεκάδες) την περιοχή. Από το 2004 και μετά είναι σχεδόν αδύνατη η πρόσβαση. Συρματοπλέγματα κλείνουν το παλιό μονοπάτι, ακριβώς δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Φανουρίου. Τις περισσότερες φορές δεν μπόρεσα καν να πλησιάσω. Δυο φορές συνέπεσε να συναντήσω προσκυνητές από το Ρέθυμνο και από την Αθήνα που είχαν έρθει ειδικά για να επισκεφτούν την «Εύρεση» και έφυγαν άπρακτοι και απογοητευμένοι.
Είναι δείγμα πολιτισμού να σεβόμαστε τους ιερούς χώρους. Στην αρχαιότητα οι προσκυνητές που μετέβαιναν στα ιερά των θεών ήταν πρόσωπα που απολάμβαναν τον απόλυτο σεβασμό της κοινωνίας. Μπορούσαν να διέλθουν χωρίς φόβο και χωρίς κίνδυνο ακόμη και από εμπόλεμες περιοχές χωρίς να τους πειράξει κανείς. Το ίδιο γινόταν μέχρι πρόσφατα στον τόπο μας. Στην περίπτωση του Αχλαδέ, το ελληνικό (συχνά και παγκόσμιο) ήθος καταργείται χωρίς ουσιαστική ευθύνη της εκκλησίας και της τοπικής κοινωνίας. Το αποτέλεσμα είναι οδυνηρό: Μια αρχαία συνήθεια ξεχνιέται. Σε λίγα χρόνια ίσως να αποτελεί παρελθόν. Το ιερό προσκύνημα του Μυλοποτάμου είναι ανοικτό και προσβάσιμο μόνο κατά την παραμονή και ανήμερα του Αγίου Φανουρίου. Ας μην σφραγίζει η δική μας γενιά τη βίαιη και ασυγχώρητη αποκοπή από κάθε τι που μας συνδέει με τις ρίζες και την παράδοσή μας. Ας σταματήσουμε να αντιμετωπίζομε την «παράδοση» ως εμπόρευμα, ας καταλάβομε ότι μνημεία δεν είναι μόνο τα κτήρια, τα ερείπια του αρχαίου πολιτισμού, τα ευρήματα των ανασκαφών. Μνημεία είναι και οι τελετουργίες και τα έθιμα και η γλώσσα.
Ο ΙΕΡΟΣ ΠΕΡΙΒΟΛΟΣ (ΣΗΚΟΣ)
Στον Αχλαδέ η διευθέτηση του χώρου ακολουθεί τις σταθερές που γνωρίζομε ακόμη και από την προϊστορική Κρήτη. Ένας ιερός περίβολος αποτελεί αυστηρή οριοθέτηση του ιερού ξεχωρίζοντάς το αυστηρά από τον υπόλοιπο χώρο. Για την ύπαρξή του θα μπορούσε να επικαλεστεί κανείς καθαρά πρακτικούς λόγους: Γύρω από το ιερό δέντρο και τον βράχο με το εικονοστάσι χτίστηκε ξερολιθιά σχεδόν κυκλικού σχήματος και πάνω σ’ αυτήν τοποθετήθηκε συρματόπλεγμα για να προστατεύει τον χώρο από τα ζώα που βόσκουν εκεί. Μήπως, όμως, παρόμοιοι λόγοι επέβαλαν από τα μινωικά χρόνια τη δημιουργία περιβόλων και περιφραγμάτων γύρω από τα ιερά δέντρα; Μήπως ο σαφής διαχωρισμός του ιερού ξεκινά από την ανάγκη στοιχειώδους προστασίας του; Και μήπως οι ίδιοι ακριβώς λόγοι, σε αρμονικό συνδυασμό με την έννοια της ιερότητας, της ιεροφάνειας και του υποχρεωτικού σεβασμού τους, επαναλαμβάνονται σε όλες τις εποχές; Το παράδειγμα του Αχλαδέ διατηρεί το άρωμα της αρχέγονης πίστης, η λαϊκή λατρεία περνά άλλοτε από τους λιθόστρωτους δρόμους του καθιερωμένου εθιμικού τυπικού και άλλοτε από τους άδηλους ατραπούς των προσωπικών επιλογών, της ατομικής έμπνευσης και του αυθορμητισμού. Ίσως όπως συνέβαινε πάντα…
Στις μινωικές και μυκηναϊκές παραστάσεις με θέμα τα ιερά δέντρα και τις λατρευτικές σκηνές που εκτυλίσσονται κάτω απ’ αυτά, το περίφραγμα δηλώνει τη σαφή διάκριση του ιερού από τον υπόλοιπο χώρο. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει σε όλες τις μεταγενέστερες περιόδους. Η αρχαία γραμματεία μας διαφωτίζει ικανοποιητικά και οι υπόλοιπες μαρτυρίες, επιγραφικές και εικονογραφικές, παρέχουν μια σαφή εικόνα της θέσης του ιερού δέντρου της αρχαίας Αθήνας και των μέτρων που είχαν ληφθεί για την προστασία του. Ακόμη και τα διάσπαρτα ελαιόδεντρα που εθεωρούντο κλώνοι του αρχικού, του μητρικού, εκείνου που είχε φυτέψει η Αθηνά στην Ακρόπολη, ήταν περιφραγμένα με σηκούς. Ένας ξύλινος φράκτης διαχώριζε τον ιερό χώρο της ελιάς από τον υπόλοιπο. Όποιος τον παραβίαζε ή τον κατέστρεφε κινδύνευε με αυστηρή τιμωρία, ακόμη και θανατική.
Στον Αχλαδέ, στη δυτική πλευρά του σηκού, ακριβώς απέναντι από τον ναό, υπάρχει μια πρόχειρη θύρα. Ο περίκλειστος χώρος ανοίγει εύκολα και είναι προσβάσιμος σε όποιον επιθυμεί να προσέλθει (μιλάμε πάντα για μια πρόσφατη αλλά προγενέστερη εποχή, πριν από την τοποθέτηση του συρματοπλέγματος). Ωστόσο, το σχήμα και στο εσωτερικό του σηκού είναι αρχετυπικό, θυμίζοντας ανάλογες σκηνές από την εικονογραφία. Θα υπενθυμίσομε εδώ ότι στα μινωικά δακτυλίδια όπου εικονίζονται σκηνές δεντρολατρίας η παρουσία του ιερού δέντρου συνδυάζεται, εκτός από τις κατασκευές – περιφράγματα, με ωοειδή αντικείμενα τα οποία ερμηνεύονται άλλοτε ως λίθοι και άλλοτε ως πίθοι. Οι μελετητές που υποστηρίζουν είτε τη μια είτε την άλλη άποψη επισυνάπτουν λογικά επιχειρήματα που συνήθως σχετίζονται με το βαθύτερο νόημα της βλαστικής λατρείας. Ωστόσο, δεν πρέπει να αγνοήσομε ένα κυρίαρχο ινδοευρωπαϊκό σχήμα που προβάλλει δυναμικά σε πολλούς πολιτισμούς: το σύμπλεγμα δέντρο – πέτρα, ως δηλωτικό ενός πρότυπου ιερού χώρου. Μια πέτρα, ένα δέντρο και ένας βωμός αποτελούν συνοπτικό ορισμό της ιερότητας και συνδέονται με λατρευτικές τελετές τις οποίες γνωρίζομε σε ικανοποιητικό βαθμό σήμερα. Τόσο η αρχαιολογική όσο και η εθνολογική έρευνα έχει κομίσει τεράστιο υλικό που πρέπει να συνεξεταστεί. Γιατί, λοιπόν, πίθοι; Προφανώς έχομε μπροστά μας ένα σχήμα που φαίνεται να στηρίζεται στην αρχαιότατη αντίληψη για την ιερή τοποθεσία και στην ανάγκη πρόκλησης της γονιμότητας. Και παράλληλα, μια «σύνοψη» του κοσμικού Όλου, ένα μικρόκοσμο περιβεβλημένο με ιερότητα που αντιπροσωπεύει την ολότητα. Στο παράδειγμα του Αχλαδέ απαντώνται και τα τρία παραπάνω στοιχεία: δέντρο, πέτρα, βωμός (ιερό, εικονοστάσι, μικρογραφία χριστιανικού ναού). Πρώτος ο σπουδαίος Σουηδός θρησκειολόγος Martin Nilsson είχε επισημάνει τον συνδυασμό στον ελληνικό χώρο, τονίζοντας ότι από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι τα ρωμαϊκά το ιερό δέντρο βρισκόταν πάντα δίπλα σε ένα βράχο. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει σε πολλές άλλες περιοχές, με τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα να έρχονται από την Ανατολή, κυρίως από την Ινδία. Ίσως η μεγάλη ινδοευρωπαϊκή μήτρα να κληροδότησε σε πολλούς λαούς μια πανάρχαια αντίληψη για την ιερότητα του χώρου στην οποία κυριαρχούν τα πιο συνηθισμένα στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου, η πέτρα και το δέντρο. Συχνά και το νερό.
ΤΟ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΟ – ΕΘΙΜΙΚΟ ΤΥΠΙΚΟ
Η «Εύρεση» απέχει γύρω στα 100 μέτρα από το ναό του Αγίου Φανουρίου της ενορίας Αχλαδέ. Στο κέντρο του περιφραγμένου χώρου βρίσκεται λαξευμένος βράχος, ίσως κατάλοιπο αρχαίου τάφου. Τον βράχο επιστέφει ένα αρκετά μεγάλο δέντρο τρεμιθιάς και ένα μαρμάρινο εικονοστάσι με την εικόνα του Αγίου Φανουρίου. Για άγνωστους λόγους δίπλα στην εικόνα του τιμωμένου αγίου υπάρχει και μια μικρή εικόνα της Αγίας Βαρβάρας. Λίγο λάδι σε ένα μπουκάλι για το άναμμα του καντηλιού, ένα θυμιατήρι και μερικά καρβουνάκια βρίσκονται επίσης μέσα στο εικονοστάσι. Ένα δεύτερο εικονοστάσι είναι χτισμένο στη βορειοανατολική πλευρά του περιφράγματος.
Οι ανθρώπινες παρεμβάσεις στο χώρο είναι ευδιάκριτες. Ο πέτρινος περίβολος, η τσιμεντόστρωση του εσωτερικού και η τοποθέτηση κεραμικών πλακών στο εσωτερικό του λαξευμένου διαμπερώς βράχου (της οπής), φανερώνουν προσπάθεια διευκόλυνσης των επισκεπτών. Δεκάδες κέρματα μικρής αξίας βρίσκονται πεταμένα στο έδαφος ολόγυρα από το δέντρο. Κανείς δεν τα μαζεύει. Μόνον ο ιερέας κι αυτός σε αραιά χρονικά διαστήματα.
Από τα κλαδιά του δέντρου κρέμονται υφάσματα, μερικά από τα οποία έχουν λιώσει λόγω της πολυετούς έκθεσης στη βροχή και στον ήλιο. Τα περισσότερα είναι ενδύματα. Υπερτερούν, όμως, τα εσώρουχα, ανδρικά και γυναικεία. Λίγοι γυναικείοι στηθόδεσμοι είναι αναρτημένοι ανάμεσα σε φανελάκια και μεγάλα κομμάτια υφάσματος. Ακόμη και υποδήματα βρίσκονται αναρτημένα ή τοποθετημένα στον κορμό του δέντρου, συνήθως παιδικά. Πριν από λίγα χρόνια το θέαμα ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακό. Μεγάλες πολύχρωμες μαντήλες, κορδέλες και άλλα υφάσματα, που σήμερα έχουν καταστραφεί, διακρίνονταν από μεγάλη απόσταση. Προ ολίγων μόλις ετών είχε παρατηρηθεί από φίλο επισκέπτη (Γ. Πατρουδάκη) ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον φαινόμενο κατά την παραμονή του Αγίου Φανουρίου. Μια γυναίκα που είχε μεταβεί στο χώρο έβγαλε το κάτω εσώρουχό της και το ανάρτησε στα κλαδιά του δέντρου, μόλις απομακρύνθηκαν οι άλλοι από δίπλα της!
Εκτός από τα ενδύματα, παρατηρούμε πλήθος προσωπικών αντικειμένων και μικροαντικειμένων: κομπολόγια, πιαστράκια, ρολόγια, κοσμήματα (συνήθως μικρής αξίας), αναπτήρες και παιδικά παιγνίδια. Κάποιες γυναίκες έχουν αφιερώσει χειροτεχνήματα, πλεκτά και κεντήματα. Μερικές σφαίρες κυνηγετικού όπλου βρίσκονται μπροστά στο εικονοστάσι και στη ρίζα του δέντρου, δεμένες με κλωστή. Πριν από το 2004 υπήρχαν χαρτομάντιλα και χαρτοπετσέτες, κι αυτά κρεμασμένα στα κλαδιά του δέντρου. Σε δυο σημεία τα κλαδιά είναι δεμένα σε σχήμα σταυρού με κορδέλες πολύχρωμες. Τουλάχιστον τέσσερις φορές έχομε δει τούφες από μαλλιά αναρτημένα είτε στο σταυρό του εικονοστασίου είτε στα κλαδιά της τρεμιθιάς. Σε ένα κλαδί κρέμεται ένα κουδούνι από κοπάδι αιγοπροβάτων. Παραδίπλα, πάνω στο εικονοστάσι, μια λαιμουδαριά κατοικίδιου ζώου ή σκύλου.
Δυο φορές έχομε γίνει αυτόπτες μάρτυρες των λατρευτικών πρακτικών που ασκούνται εδώ. Και παράλληλα έχομε συγκεντρώσει προφορικές μαρτυρίες από δεκάδες κατοίκους τόσο του Αχλαδέ όσο και των άλλων οικισμών του Μυλοποτάμου. Την πρώτη φορά, απόγευμα Κυριακής του φθινοπώρου του 2003, μια ομάδα προσκυνητών πλησίασε τον περιφραγμένο χώρο. Σταυροκοπήθηκαν, άναψαν το θυμιατήρι και άρχισαν να θυμιάζουν κυκλοτερώς το δέντρο και τον βράχο, προσέχοντας να καλύψουν με τον καπνό του θυμιάματος ακόμη και τα πιο ακρινά κλαδιά. Η διαδικασία αυτή επαναλήφθηκε από όλους. Προσκύνησαν το μάρμαρο του εικονοστασίου, μια γυναίκα έβγαλε και το εικόνισμα από τη θέση του για να προσκυνήσει, σταμάτησαν ο ένας πίσω από τον άλλο και πέρασαν τρεις φορές από το τρυποπέρασμα, χωρίς να ανταλλάσουν πολλά λόγια. Αμέσως μετά άρχισαν να κρεμούν ενδύματα στο δέντρο. Ένα μαντηλάκι, ένα εσώρουχο, ένα μικρό μαχαίρι και ένα ασημένιο κόσμημα με την αλυσίδα του που το φορούσε η πιο νέα γυναίκα της παρέας ήταν αυτά που μπορέσαμε να διακρίνομε καθώς παρακολουθούσαμε από κάποια απόσταση, χωρίς να χρησιμοποιήσομε φωτογραφική μηχανή. Φεύγοντας μια γυναίκα ακούμπησε τον κορμό του δέντρου με τα δυο της χέρια, ψιθυρίζοντας. Έμοιαζε να αγκαλιάζει το δέντρο με απόλυτη σοβαρότητα. Η διαδικασία αυτή κράτησε μερικά δευτερόλεπτα. Στη συνέχεια η ίδια έκοψε λίγα φύλλα από το δέντρο, ξεδίπλωσε ένα μαντήλι, τα έδεσε και τα πήρε μαζί της. Κατευθύνθηκαν στον ναό του Αγίου Φανουρίου, δυτικά της «Εύρεσης», όπου προσκύνησαν επίσης, άναψαν τα καντήλια, θύμιασαν τα εικονίσματα κι έφυγαν.
Τη δεύτερη φορά που παρακολουθήσαμε τους λατρευτές ήταν όταν επισκεφτήκαμε τον χώρο την παραμονή της εορτής του Αγίου Φανουρίου. Η προσέλευση των πιστών τόσο κατά την παραμονή όσο και ανήμερα της εορτής αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά γεγονότα του διημέρου. Σχεδόν όλοι θεωρούν υποχρέωση να περάσουν από το τρυποπέρασμα και σχεδόν όλοι κρεμούν κάποιο αντικείμενο στο δέντρο, ακόμη και μια τρίχα την οποία ξεριζώνουν από τα μαλλιά τους. Κατά την ημέρα της εορτής (27 Αυγούστου) μεταβαίνει και ο ίδιος ο ιερέας στην τρεμιθιά όπου και ευλογεί τις πίτες οι οποίες αφιερώνονται στον Άγιο Φανούριο. Και επειδή δεν υπάρχει αρκετός χώρος ούτε κάποιο τραπέζι πάνω στο οποίο θα μπορούσαν να τις εναποθέσουν, τις κρατούν οι γυναίκες στα χέρια τους. Παλαιότερα η τελετουργία αυτή γινόταν μόνο κάτω από το δέντρο και οι Φανουρόπιτες ήταν εκατοντάδες. Μετά την ανάγνωση της σχετικής ευχής παρατηρείται συνωστισμός. Τα ενδύματα που αναρτώνται στο δέντρο πολλαπλασιάζονται, τα χρώματα είναι πιο έντονα καθώς δεν έχουν ξεθωριάσει· φαίνεται να ανανεώνεται για ένα ακόμη χρόνο αυτή η μυστική σχέση του ανθρώπου με τον ιερό χώρο.
Οι εθιμικές πράξεις που τελούνται στον ιερό χώρο συνθέτουν ένα πολύπλοκο φαινόμενο. Θυμάμαι μια σχετική περιγραφή από τον ακάματο περιηγητή του αρχαίου κόσμου, τον Παυσανία. Στο Ασκληπιείο της Τιτάνης είχε δει ένα άγαλμα της Υγείας αλλά δεν μπόρεσε να το διακρίνει σε ικανοποιητικό βαθμό γιατί το κάλυπταν τούφες από μαλλιά γυναικών τα οποία είχαν κόψει για να προσφέρουν στη θεά και λουρίδες από πολύτιμες βαβυλωνιακές ενδυμασίες. Τόσον τα μαλλιά όσον και τα ενδύματα ήταν κρεμασμένα στο ιερό άγαλμα της Υγείας… Αλλά τα παραδείγματα από τον αρχαίο κόσμο δεν εξαντλούνται, Αναφερθήκαμε ήδη στα μινωικά δακτυλίδια όπου εικονοποιείται το τριμερές σχήμα κατά τρόπον εύγλωττο: ιερό δέντρο, λίθος, επιφάνεια της θεότητας συχνά με τη μορφή πτηνού που εμφανίζεται μέσα από τους κλάδους του δέντρου.
Στον Αχλαδέ συναντάμε τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά: ιερό δέντρο, λίθος, επιφάνεια του ιερού προσώπου ως έκφραση της θεότητας. Κι όλα αυτά συνυπάρχουν μέσα σε έναν χτιστό περίβολο. Συναντάμε, όμως, και τη μαγικοθρησκευτική τελετουργία του τρυποπεράσματος, την οποία έχει μελετήσει επαρκώς η ελληνική επιστημονική Λαογραφία από την εποχή του Νικολάου Πολίτη. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια τυπική περίπτωση, όπως γνωρίζομε από πολλά ανάλογα παραδείγματα του ελλαδικού και του κυπριακού χώρου, όπως γνωρίζομε από πολλές βαλκανικές, γενικότερα ευρωπαϊκές αλλά και ασιατικές χώρες. Ωστόσο, υπάρχουν μερικές διαφοροποιήσεις, σχετικές κυρίως με όσα διαδραματίζονται γύρω από το ιερό δέντρο, τα περισσότερα από τα οποία έχουν ήδη υποχωρήσει. Αναφερόμαστε στην επαφή με το δέντρο, που την έχομε συναντήσει και σε άλλα κρητικά παραδείγματα, όπως και στην κοπή φύλλων ή καρπών που επιμηκύνουν σε χρόνο και παρατείνουν την επαφή με την ιερότητά του. Τα φύλλα και οι καρποί φυλάσσονται για διάφορους λόγους, όπως τελετουργικά θυμιάματα, κατασκευή φυλακτών ή ακόμη και διατήρησή τους στις οικίες των πιστών «για ευλογία». Είναι χαρακτηριστικά τα όσα μας είπε ηλικιωμένη πληροφορήτρια από τον Αχλαδέ: «Ακόμη και στο πορτοφόλι σου να τα βάλεις και να τα έχεις συνέχεια μαζί σου είναι καλό, σε προστατεύουν». Πρόκειται για έναν απλό αλλά και απόλυτα κατανοητό ορισμό του εθιμικού «φυλακτού», το οποίο υποκαθίσταται από τα φύλλα του ιερού δέντρου.
Το δέσιμο με κλωστές ή κορδέλες μικρών κλαδιών σε σχήμα σταυρού, γνωστού επίσης και από άλλες περιπτώσεις δεντρολατρικών εθίμων της Κρήτης, αποτελεί έκφραση θρησκευτικής ευλάβειας και ουσιαστικής επαναπιστοποίησης της ιερότητας μέσω του πιο γνωστού συμβόλου της χριστιανικής θρησκείας. Στο ίδιο ερμηνευτικό πλαίσιο πρέπει να τοποθετήσομε και το θυμίαμα του δέντρου, όπως και όλου του ιερού χώρου.
Παράλληλα με τα παραπάνω έχομε στη διάθεσή μας πληροφορίες για περιπτώσεις που δεν φαίνεται να συνιστούν σήμερα κανόνα. Πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις θρησκευτικής συμπεριφοράς για τις οποίες δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν αν ήταν γενικευμένες σε κάποια περίοδο ή αν πρόκειται για προσωπικές επιλογές των λατρευτών. Δεν μπορούμε, επομένως, να μιλήσομε με βεβαιότητα για γενικευμένη συμπεριφορά μια άλλης εποχής η οποία δεν έχει επιβιώσει μέχρι τις μέρες μας ως τελετουργία στη συλλογική μνήμη. Αναφέρεται η περίπτωση κατοίκου γειτονικού οικισμού που διανυκτέρευσε στην ανατολική πλευρά του βράχου και πέρασε το πρωί από το τρυποπέρασμα. Μια πρώτη σκέψη θα μπορούσε να οδηγήσει σε τελετουργικές εγκοιμήσεις στα ιερά, γνωστές από αρχαία και νεότερα παραδείγματα. Ο πληροφορητής που το περιέγραψε μας είπε ότι το άκουσε πριν από το 1950 και φαίνεται να είχε συμβεί στα τελευταία χρόνια του μεσοπολέμου. Λέγεται πως μια γυναίκα από τα Αγγελιανά (γειτονικός οικισμός) περνούσε εκεί πολλές νύχτες παρακινώντας τον ιερέα να αναζητήσει κάποια παλιά εικόνα, σύμφωνα με τα όνειρα που έβλεπε. Πάντως, κατά την περίοδο που υπηρετούσε ως εφημέριος στον Αχλαδέ κάποιος ιερομόναχος (Μελέτιος) ετελούντο νυχτερινά Σαρανταλείτουργα. Σύμφωνα με μαρτυρίες (Βασ. Κλάδος) έβλεπες παντού ανθρώπους να κοιμούνται. Έξω από το ναό και κάτω από το δέντρο.
Αναφέρεται, ακόμη, η διευθέτηση οικογενειακών διαφορών στον ιερό χώρο της εύρεσης, όπως φαίνεται να συμβαίνει και στο ναό του Αγίου Φανουρίου. Δυστυχώς δεν είναι δυνατή καμιά περαιτέρω διερεύνηση, αν και αποσπασματικές πληροφορίες παραπέμπουν σε μια διαφορετική διάσταση του ιερού περιβόλου, που φαίνεται να έχει λειτουργήσει κατά το παρελθόν όχι μόνο ως καθαρά θεραπευτική διαδικασία (απαλλαγή από ασθένειες) αλλά και ως διαδικασία εξομάλυνσης διαφορών προσλαμβάνοντας κοινωνικές διαστάσεις.
Άλλοι πληροφορητές αναφέρουν ότι τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει ως έθιμο να περνούν οι κυνηγοί τα σκυλιά τους κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής τους από τον τρυπημένο βράχο. Και πάλι οι πληροφορίες αυτές δεν είναι σαφείς. Λέγεται ότι αυτό πρέπει να γίνει τη νύχτα, με το φως του φεγγαριού και με μυστικότητα. Το γεγονός ότι υπάρχουν σφαίρες κυνηγετικού όπλου είτε αναρτημένες στο δέντρο είτε τοποθετημένες στο εικονοστάσι, δείχνει ότι τελούνται στον ίδιο χώρο έθιμα σχετικά με το κυνήγι. Δεδομένου ότι μας είναι γνωστές και άλλες περιπτώσεις τέτοιων κυνηγετικών εθίμων και περάσματος των σκυλιών από οπές δέντρων ή βράχων προκειμένου να αποκτήσουν κυνηγετικές ικανότητες, μπορούμε να υποθέσομε ότι σε ένα αρχικό τελετουργικό σχήμα έχουν προστεθεί στο πέρασμα του χρόνου και άλλα εθιμικές πρακτικές. Είναι πιθανόν η μεγάλη φήμη τόσον του τιμωμένου αγίου όσον και του ιερού χώρου της «Εύρεσης» να μετέφερε εδώ και έθιμα που τελούνταν αρχικά σε άλλους χώρους. Η μυστικότητα, χαρακτηριστικό των νεότερων κυνηγετικών εθίμων, δεν επιτρέπει να γνωρίζομε αν πρόκειται πράγματι για έθιμο των τελευταίων χρόνων ή αν γινόταν και κατά το παρελθόν.
ΤΟ ΤΡΥΠΟΠΕΡΑΣΜΑ
Σήμερα η πιο συνηθισμένη (και σε πολλές περιπτώσεις μοναδική) εθιμική τελετουργική πράξη που τελείται στο χώρο της «Εύρεσης» είναι αναμφισβήτητα το πέρασμα από την τρύπα του βράχου (τρυποπέρασμα), σε συνδυασμό με την εναπόθεση ενδυμάτων, το θύμιασμα και την προσκύνηση της εικόνας. Το ίδιο συμβαίνει στις περιπτώσεις δυο τουλάχιστον άλλων αγιασμάτων που απαντώνται στην επαρχία Μυλοποτάμου. Μπορούμε, επομένως, να μιλήσομε για μια γενικευμένη μαγικοθρησκευτική αντίληψη που έχει ως αποκλειστικό στόχο την απαλλαγή από ασθένειες, σύμφωνα και με τα όσα γνωρίζομε από πολλές άλλες περιοχές. Όμως, κατά το εορταστικό διήμερο του Αγίου Φανουρίου (παραμονή και ανήμερα) η διαδικασία αυτή προσλαμβάνει μαζικό χαρακτήρα. Δεν επιχειρούν διέλευση από την οπή του βράχου μόνον όσοι πάσχουν από κάποιο νόσημα, αλλά εκατοντάδες προσκυνητές οι οποίοι καταφτάνουν εδώ προκαλώντας αληθινό συνωστισμό. Πριν ακόμη αρχίσει ο εσπερινός προσέρχονται στην «Εύρεση» και σχηματίζουν ουρές είτε στην ανατολική είτε στη δυτική πλευρά του βράχου. Παρατηρήσαμε, μάλιστα, ότι οι απόψεις για την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει ο προσκυνητής διίστανται. Άλλοι υποστηρίζουν πως πρέπει να περάσουν από τα ανατολικά προς τα δυτικά και άλλοι αντιστρόφως. Μερικοί επικαλούνται την πορεία του ήλιου θεωρώντας ότι αυτή είναι η σωστή πορεία (παρακολουθήσαμε μια σχετική συζήτηση).
Οι περισσότεροι περνούν έρποντας, ιδιαίτερα οι μεγαλύτεροι σε ηλικία και οι εύσωμοι που χωρούν όχι και τόσο εύκολα στην οπή του βράχου. Περνώντας θεωρούν υποχρέωσή τους να μην κοιτάξουν ούτε για μια στιγμή πίσω αλλά να αφήσουν κάτι δικό τους στο δέντρο και να φύγουν αφού σταυροκοπηθούν και επικαλεστούν τη βοήθεια του αγίου. Γενικά, θεωρούν ευεργετική την όλη διαδικασία και μας πληροφορούν ότι την επαναλαμβάνουν τουλάχιστον μια φορά το χρόνο. Δικαιολογούν την ετήσια ανανέωση της τελετουργίας λέγοντας ότι είναι «καλό» και ότι «προστατεύει από αρρώστιες, από το κακό, ακόμη και από το κακό μάτι».
Εκτός από τις δυο μέρες του Αυγούστου, πολλοί επαναλαμβάνουν τη διαδικασία όταν επισκέπτονται για κάποιο τάμα τον ναό, συνήθως για να ανάψουν τα καντήλια, και πιο συχνά όταν θέλουν να απαλλαγούν από κάποιο νόσημα. Οι πληροφορητές μας διηγούνται πως το πέρασμα από την τρύπα στην Εύρεση μπορεί να απαλλάξει από όλες τις ασθένειες ή ακόμη και από ό,τι ανεπιθύμητο ή αντίξοο βαραίνει τους προσκυνητές. Ανάμεσα σ’ αυτά είναι η αδυναμία τεκνοποίησης. Αναφέρθηκαν, μάλιστα, παραδείγματα γυναικών που γέννησαν μετά την τελετουργία του τρυποπεράσματος. Η δοξασία αυτή δεν είναι καινούργια και μπορούμε να συναντήσομε πολλά εθνολογικά παράλληλα από πολλούς αρχαίους ή και νεότερους πολιτισμούς· η επαφή με την ιερή πέτρα ή με το δέντρο μπορεί να μεταβιβάσει γονιμότητα, τη γονιμότητα της ίδιας της γης, σύμφωνα με το νόμο της ομοιότητας.
Αν και το υπόστρωμα τους τελετουργικού περάσματος από τρυπημένες πέτρες είναι περίπλοκο, θα αναφερθούμε στη σχεδόν γενική παραδοχή των θρησκειολόγων: Πρόκειται για μια μίμηση της διαδικασίας της γέννας. Ο άνθρωπος που περνά από την οπή γεννιέται για δεύτερη φορά, εγκαταλείποντας πριν από το γεγονός αυτό τον παλιό εαυτό του. Η καινούργια γέννηση δεν είναι άσχετη με το ρόλο της ίδιας της γης στην οποία ανήκει ο βράχος, δηλαδή δεν είναι άσχετη με τη μεγάλη κοινή μήτρα μια και η γη θεωρείται μητέρα όλων. Έχομε λοιπόν ένα συμβολικό θάνατο (του παλιού εαυτού) και μια επίσης συμβολική – εικονική γέννηση. Ο άνθρωπος που γεννιέται για δεύτερη φορά είναι απαλλαγμένος από τις προηγούμενες αρρώστιες ή τα προβλήματα που αντιμετωπίζει και ένα από τα οποία είναι η ατεκνία (μη γονιμότητα).
Κάθε τρύπα, κάθε χάσμα, κάθε βάραθρο ή σπήλαιο αποτελεί και πέρασμα προς τις χθόνιες δυνάμεις που ενεργοποιούν τη γονιμοποιό δύναμη της γης, ή και συμβολική έκφραση του γυναικείου κόλπου από τον οποίο προέρχεται (αναδύεται) η νέα ζωή. Σε όλους σχεδόν τους ανθρώπινους πολιτισμούς μπορούμε να συναντήσομε τελετουργίες σχετικές με τη γη, τη μεγάλη κοινή μάνα. Σε πολλές περιοχές, από την Ευρώπη μέχρι την Άπω Ανατολή, η γη αποτελεί τον πρώτο κοιτώνα για κάθε νεογέννητο. Ξαπλώνουν τα παιδιά στη γη, πολλές φορές πριν ακόμη τα πάρει στην αγκαλιά ή τα ανασηκώσει ο ίδιος ο πατέρας τους. Στην ανθρώπινη σκέψη η γη ταυτίζεται με τη μεγάλη κοινή μάνα που ενώνει. Επομένως από αυτήν πηγάζει η ζωή. Η απόθεση του παιδιού στη γη μπορεί να ερμηνευτεί σαν σημάδι αναγνώρισης, σαν τόνωση του μητρικού δεσμού ή σαν σημάδι αιώνιας εξάρτησης από τις δυνάμεις που ορίζουν τον φυσικό κόσμο. Αλλά και ο ίδιος ο τοκετός συνδέεται με τη γη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι σε πολλές περιοχές του πλανήτη οι επίτοκες γυναίκες ξαπλώνουν στη γη όταν αρχίζουν οι ωδίνες του τοκετού. Και αλλού η διαδικασία της υιοθεσίας αποτελούσε μια διαδικασία που εκτυλισσόταν στη γη. Άφηναν το παιδί σε ένα λάκκο που έσκαβαν και από εκεί το παραλάμβαναν οι θετοί γονείς του. Αλλά ο λάκκος δεν εκπροσωπεί τίποτα περισσότερο από μια συμβολική δεύτερη γέννηση. Είναι η ίδια διαδικασία που συναντούμε στις τελετουργίες διέλευσης μέσα από τρυπημένους βράχους.
Στην περίπτωση του τρυποπεράσματος η τελετουργία μπορεί να χωριστεί σε δυο στάδια. Στο πρώτο ο ασθενής εισέρχεται στο χάσμα αποδεχόμενος έναν συμβολικό ενταφιασμό. Στο δεύτερο στάδιο εξέρχεται από το χάσμα, δηλαδή ξαναγεννιέται.
Στον Άγιο Φανούριο Αχλαδέ η ετήσια αναγέννηση δημιουργεί συνειρμούς σχετικούς με την ετήσια αναγέννηση της βλάστησης και μάλιστα σε μια περίοδο που η φύση παραμένει ξερή και αναμένονται οι πρώτες ευεργετικές βροχές του φθινοπώρου. Ούτως ή άλλως το νέο παραγωγικό έτος (και το εκκλησιαστικό) αρχίζει λίγες ημέρες μετά, την πρώτη Σεπτεμβρίου.
Και για να επανέλθομε στο θέμα της γονιμότητας: Μήπως η αδυναμία τεκνοποίησης καταργείται διά της ομοιότητας με τη συμβολική νέα γέννηση μέσα από τη μεγάλη μήτρα της μάνας γης;
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ
Η τρεμιθιά του Αγίου Φανουρίου καθαγιάζεται από τη σύνδεσή της με τον άγιο. Η ιερότητα του δέντρου δεν οφείλεται σε κάποια ιδιότητά του, δεν είναι ιερό από μόνο του αλλά καθαγιάζεται από τη σχέση του με τον άγιο από τον οποίο αντλεί ιερότητα. Η παράδοση έρχεται να δικαιολογήσει αυτή τη σχέση τονίζοντας ότι στη ρίζα του δέντρου, όπου άλλοι λένε ότι υπήρχε κάποιος βάτος, βρέθηκε η εικόνα του Αγίου Φανουρίου και γι’ αυτό χτίστηκε εκεί κοντά ο ναός του. Πρόκειται, επομένως, για μια τυπική περίπτωση θεοφάνειας. Ο άγιος εμφανίζεται κατά τρόπο θαυματουργικό στο δέντρο και ορίζει ο ίδιος τον τόπο στον οποίο επιθυμεί να αναγερθεί ο ναός. Η εμφάνιση καθαγιάζει τον χώρο, δηλαδή όλα όσα ευρίσκονται κοντά στο εικόνισμα ή έχουν έρθει σε επαφή με αυτό. Ο βράχος και το δέντρο συνθέτουν εδώ το ιερό σύνολο. Χωρίς το εικόνισμα το δέντρο θα ήταν όπως τα άλλα και ο βράχος το ίδιο.
Η ανάρτηση ρακών και ενδυμάτων επιτελούν μια συγκεκριμένη όσο και γνωστή λειτουργία: Αφήνοντας ο ασθενής κάποιο προσωπικό αντικείμενό του στο δέντρο μεταβιβάζει σ’ αυτό και εκείνα που τον βάραιναν μέχρι εκείνη την ώρα, κυρίως ασθένειες. Το παράδειγμα της αναρτήσεως ρακών είναι κοινό και απαντάται ακόμη σε δεκάδες περιπτώσεις σε όλη την Ελλάδα, με πιο γνωστά παραδείγματα εκείνο του Αγίου Θεράπη στη Μυτιλήνη και της Αγίας Σολομονής στην Κύπρο. Δεν είναι, όμως, τόσο απλή η ερμηνεία του φαινομένου. Δεν αρκεί η παγιωμένη αντίληψη σύμφωνα με την οποία μαζί με το ένδυμα απορρίπτονται και τα νοσήματα, αν και φαίνεται να ισχύει σε κάποιο βαθμό.
Τα αναρτημένα ενδύματα κάνουν το ίδιο το δέντρο να διαφοροποιείται από όλα τα υπόλοιπα. Το επισημαίνουν και το διαχωρίζουν. Το καθιστούν ορατό από μακριά. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα δέντρων που εικονίζονται με υφάσματα τυλιγμένα επιμελώς γύρω από τους κορμούς τους. Η διαδικασία αυτή, γνωστή από την αρχαιότητα, έχει επιβιώσει στα βυζαντινά χρόνια ως τελετουργία και ως παράδοση. Είναι γνωστή η μικρογραφία χειρόγραφου του 14ου αιώνα που φυλάσσεται στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας και στο οποίο εικονίζεται ο Μέγας Αλέξανδρος εισερχόμενος στο ναό του Ηλίου και της Σελήνης. Μπροστά στην είσοδο εικονίζονται δυο οξυκόρυφα δέντρα (σαν κυπαρίσσια) τυλιγμένα με υφάσματα. Τα δέντρα αυτά έχουν την ιδιότητα να χρησμοδοτούν, όπως αναφέρεται και στο σχετικό κείμενο: «Ο Αλέξανδρος εισέρχεται εις ιερόν του Ηλίου και της Σελήνης, όπου δύο δένδρα όμοια με κυπαρίσσους εχρησμοδότουν». Το δέντρο που χρησμοδοτεί διαφέρει από τα άλλα, δεν είναι σαν τα υπόλοιπα. Για το λόγο αυτό και ο άνθρωπος έχει υποχρέωση να το διαχωρίσει τυλίγοντάς το με υφάσματα ή αναρτώντας κορδέλες. Τα δέντρα με τις αναρτημένες κορδέλες και τα υφάσματα φαίνεται να έχουν μακρά ιστορία. Στην Ελλάδα έχει διασωθεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εικονογραφικής μαρτυρίας. Σε ταφική λήκυθο που βρέθηκε στην Ανάβυσσο της Αττικής εικονίζεται δέντρο με πολύχρωμες (κυρίως ερυθρές) ταινίες και περιζώματα.
Αλλά ας σταματήσομε στην παραδεδεγμένη αντίληψη ότι το δέντρο λειτουργεί ως αποδέκτης των δεινών που έπληξαν τον άνθρωπο. Αφήνοντας ένα κομμάτι ενδύματος στο δέντρο ή κάποιο προσωπικό του αντικείμενο ο πάσχων άνθρωπος αφήνει εκεί και την ασθένειά του. Στην περίπτωση του Αγίου Φανουρίου και της ιερής τρεμιθιάς θα πρέπει να επισημάνουμε το γεγονός της αμφίδρομης λειτουργίας του δέντρου: Είναι αποδέκτης της νόσου από την οποία απαλλάσσεται ο άνθρωπος, παράλληλα, όμως, μπορεί να προσφέρει ιερότητα μέσω των φύλλων και των καρπών του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μια λειτουργία ακυρώνει την άλλη (το δέντρο-αποδέκτης δεινών προσφέρει ευλογία). Όμως κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει. Το δέντρο έχει γίνει στο πέρασμα του χρόνου αποδέκτης χιλιάδων ασθενειών οι οποίες είχαν μεταβιβαστεί σ’ αυτό από τους νοσούντες. Πρέπει να προσέξομε όμως ότι όλα αυτά τα νοσήματα το έχουν αφήσει ανεπηρέαστο. Το δέντρο δεν έχει προσβληθεί από κάποια αρρώστια, δεν έχει νοσήσει αλλά παραμένει διαρκώς ακέραιο, θαλερό και αλώβητο. Η αρρώστια δεν μπορεί να προσβάλει το δέντρο λόγω και των φυσικών ιδιοτήτων του (αειθαλές) αλλά και της ειδικής σχέσης του με το θείον. Αυτές ακριβώς τις ιδιότητες επιζητούν οι λατρευτές που καταφεύγουν σε σχεδόν τελετουργικές κοπές φύλλων και καρπών. Το δέντρο θα μεταβιβάζει πλέον στον άνθρωπο τις ιδιότητες που το καθιστούν άτρωτο και θαλερό αλλά και την ευλογία της ιερότητας την οποία έχει αποκτήσει το ίδιο κατά τρόπο θαυματουργικό. Το φύλλωμα έχει καθαγιαστεί με την προηγηθείσα θεοφάνεια και απλώς επιζητείται τώρα η επέκταση της επαφής με το θείο πρόσωπο (στην περίπτωσή μας με τον Άγιο Φανούριο).
ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΗ
Ο Άγιος Φανούριος, ένα από τους πιο δημοφιλείς αγίους των Κρητικών, βρίσκεται στη θέση Γρίβιλα του οικισμού Αχλαδέ. Η τοπική παράδοση συνδέει την ανέγερση του ναού με την εύρεση της εικόνας του αγίου στη θέση που ονομάζεται και σήμερα «Εύρεση», ανατολικά του μονόκλιτου ναού. Στην ευρύτερη περιοχή υπήρχε, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, κάποιος σημαντικός οικισμός, κατάλοιπα του οποίου διακρίνονται παντού. Η περιοχή φαίνεται να κατοικήθηκε από τα προϊστορικά χρόνια, όπως μαρτυρεί η διάσπαρτη κεραμική που διακρίνεται ακόμη παντού. Αξιόλογα ταφικά και οικιστικά κατάλοιπα, σε μεγάλη έκταση μάλιστα, συμπληρώνουν την εικόνα ενός σπουδαίου αρχαιολογικού χώρου, κηρυγμένου από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 (ΦΕΚ 527/Β/24-8-1967).
Ένα χάλκινο ειδώλιο ύψους 25 εκ. που βρέθηκε γύρω στο 1950 στην περιοχή προκάλεσε το ενδιαφέρον της αρχαιολογικής υπηρεσίας και ειδικότερα του τότε διευθυντή της Ν. Πλάτωνος, ο οποίος μας άφησε και την πρώτη περιγραφή του χώρου:
«Επ’ ευκαιρία σημαντικού ευρήματος, γενομένου εις θέσιν Γρίβιλα Μυλοποτάμου, δηλ. μεγάλου χαλκού ειδωλίου ύψ. 0.25 μ. παριστώντος λάτριν με μακρούς βοστρύχους κατερχομένους και ελισσομένους προ του στήθους, φέροντα λατρευτικώς την χείρα προ του στέρνου, εγένετο υπ’ εμού δοκιμαστική ανασκαφή επί της ακροπόλεως, ήτις δεσπόζει της κοιλάδος του Αυλοποτάμου και της δι’ αυτής κατερχομένης προς Πάνορμον οδού. Διεπιστώθη η ύπαρξις εκτεταμένου συνοικισμού, του οποίου όμως τα οικήματα, φτωχά ως φαίνεται, και κατά το πλείστον δι’ ακατεργάστων λίθων ωκοδομημένα, διελύθησαν κατά την επί αιώνας καλλιέργειαν του χώρου. Δύο δοκιμαί, καθ’ ον χώρον ανευρέθη το είδωλον, το οποίον όμως φαίνεται παρεσύρθη εξ ανωτέρων στρωμάτων, και κατά την κορυφήν, παρά το παρεκκλήσιον του Αγ. Φανουρίου, απεκάλυψαν τοίχους οικημάτων και τοίχους αντιστηρίξεως του άνω ισοπέδου με βαθμιδωτόν κρηπίδωμα πρωτογεωμετρικών και γεωμετρικών χρόνων. Μινωικά όστρακα της ΥΜ1 περιόδου υπάρχουν αρκετά εις την επιφάνειαν, όμως δεν κατωρθώθη να διαπιστωθή η ύπαρξις μινωικών κτηρίων, πλην ίσως ενός τμήματος κυκλωπείου κατασκευής ολίγον άνω του χώρου ένθα ανευρέθη το ειδώλιον…»
* Ευχαριστίες σε όλους τους πληροφορητές που συζήτησαν μαζί μας το θέμα. Ιδιαιτέρως στους κ.κ. Αλ. Και Βασ. Κλάδο και στον ιερέα π. Νεκτάριο. Επίσης, στον κ. Μ. Τρούλη, και την κ. Ειρ. Γαβριλάκη για την αρχική πληροφόρηση και τη συνδρομή τους.
ΠΗΓΗ - ΚΑΡΜΑΝΩΡ