Στην Κρήτη από την περίοδο των πρώτων Βυζαντινών χρόνων, οι εκκλησιαστικές γιορτές στη μνήμη των μαρτύρων ή των Αγίων, μετά το εκκλησίασμα, ακολουθούνταν από πανηγύρια και μάλιστα σε πολλά απ’ αυτά γίνονταν αγωνίσματα σκοποβολής, αγώνες δρόμου, ιπποδρομίες κ.α.
Τα έθιμα αυτά προκαλούν την καταδίκη της Εκκλησίας, η οποία μάταια προσπαθεί να τα απαγορεύσει. Στην έκδοση του Εμμανουήλ Παπαδάκη « Μορφαί Λαϊκού Πολιτισμού της Κρήτης του 15ου και 16ου αιώνος» διαβάζουμε τις διαπιστώσεις του Ιωσήφ Βρυέννιου για τα πανηγύρια: «ότι τας ιεράς των εορτών αυλοίς και χοροίς και σατανικοίς πάσιν άσμασι, κώμοις τε και μέθαις, και αισχροίς άλλοις έθεσιν επιτελείν ου καταισχυνόμεθα». Στα 1600 επειδή οι κάτοικοι της περιοχής του Ρεθύμνου «μετά τυμπάνων και αυλών και ασμάτων αθέσμων … τελούσι μνήμας ιεράς αγίων…» ο Μελέτιος Πηγάς απο την Αλεξάνδρεια σε επιστολή του προς το κλήρο και τους κατοίκους διατάζει: «ίνα μηδείς τολμήσει εν τη εορτή ορχήσεις και άσματα και τα τοιαύτα παρεισάγειν»
Τα μέτρα αυτά ουδεμία απήχηση έχουν στους Κρητικούς οι οποίοι συνεχίζουν απτόητοι να τηρούν τα έθιμα και τις συνήθειές τους. Γύρω στο 1546 ο Γάλλος επισκέπτης P.Belon στα Σφακιά περιγράφει παραστατικότατα: «Βρισκόμενος σ’ ένα χωριό, στην κατοικία του Ι. Μπαρότσο, κοντά στη χώρα Σφακίων, βρέθηκα σε μια γιορτή που ήρθαν χωρικοί, άλλοι με τις αρραβωνιαστικιές τους άλλοι με τις γυναίκες τους. Είχαν κάνει μεγάλη συντροφιά και αφού ήπιαν πολύ, άρχισαν να χορεύουν στη μεγάλη ζέστη, όχι στη σκιά, αλλά στο δυνατό ήλιο του Ιουλίου. Ήσαν φορτωμένοι όπλα και δεν έπαυαν να χορεύουν έως τη νύχτα. Έτσι παράξενα ντυμένοι και φορτωμένοι με φαρέτρα με 150 περίπου βέλη, που την είχαν πίσω στη ράχη και μ’ ένα τόξο καλά τεντωμένο κρεμασμένο στο μπράτσο τους και με μια σπάθα στο πλάι χόρευαν, προσπαθώντας να κάμουν τα ωραιότερα και ψηλότερα πηδήματα».
Την ίδια περιγραφή κάνει και τη παρακάτω μαντινάδα της εποχής.
«Σαν θες να ιδείς άντρες καλούς κι ομορφαρματωμένους,
άμε ‘ς το Φραγκοκάστελλο να ‘ναι τ’ Αγιού Νικήτα.
Να κατέβουν τα δυό χωριά, το Νίμπρος και τ’ Ασκύφου
και τ’ άλλα τα γυρόχωρα μαζί με τσοί Ριζίτες.
Να ιδείς σγουρούς, να ιδείς ξανθούς κι όμορφους κοπελλιάρους,
να ιδεις το Σήφη πως πηδά, τον Κώστα πως χορεύγει.
Να ιδείς τσοί νιούς για τ’ άρματα τσοί νιές γιά το γαϊτάνι,
να ιδής και τσ’ ακρογέροντες πως παίζουν ‘ς το σημάδι».
Στην Χώρα των Σφακίων έβαλα και γώ πρόγραμμα, να επισκεφθώ χειμωνιάτικα με τον φίλο και συνοδοιπόρο Ηλία Προβόπουλο, για να δω τι έχει απομείνει από όλα αυτά τα έθιμα και τους μύθους. Φθάσαμε στο χωριό χαράματα, ίσα-ίσα που προλάβαμε την Ανατολή του ηλίου στο Λιβυκό πέλαγος. Μιά απέραντη γαλήνη, ο καιρός γλυκός, η θάλασσα λάδι, να την επιείς και ουρανός χωρίς σταλιά σύννεφο. Η έκπληξη μας ήταν μεγάλη γιατί στον ερχομό μας από τα Χανιά συναντήσαμε κακοκαιρία, ανέμους, βροχόνερο και ομίχλη. Οχι που μας ενόχλησε στο ταξίδι – το θέαμα ήταν εντυπωσιακό – αλλά φοβόμασταν μήπως ο παλιόκαιρος θα ακύρωνε το πανηγυράκι που δεν θα γινόταν και στο πιό ασφαλές και προστατευμένο μέρος. Γιατί το πανηγυράκι που είχαμε επιλέξει ήταν του Αγίου Χαραλάμπους, μέσα σε σπηλιά πάνω σε μιά βραχώδη ακροθαλασσιά. Εκεί όπου μαζεύονταν τα παλιά τα χρόνια οι χρόνια οι Σφακιανοί για να τιμήσουν τον Άγιο που τους προστάτευε απο την πανούκλα.
Ο Άγιος Χαράλαμπος όπως είχα διάβασει στο βιβλίο του Νίκου Ψιλάκη «Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη» ήταν ο προστάτης όλων των Κρητικών από την αρρώστια και γι’ αυτό τον λόγο, συνήθιζαν να κτίζουν τις εκκλησιές του Αγίου, στις εισόδους των χωριών, πάνω στους δρόμους απο όπου θα κατέφθανε. Και εκεί ο Άγιος με την δύναμη της πίστης αλλά και με τις προσευχές των πιστών θα στήλωνε εμπόδια και θα σταματούσε την πανούκλα που εκείνη την εποχή ρήμαζε την περιοχή.
Στα Σφακιά όμως χτίσαν τις εκκλησιές του Αγίου Χαραλάμπους πάνω στο γιαλό, εκεί που σκάει το κύμα, γιατί από εκεί ήταν από όπου έρχονταν όλα πράγματα στον τόπο, τα εμπορεύματα, τα πλούτη, οι νέες ιδέες, τα μαντάτα αλλά και οι αρρώστιες. Πράγματι τα Σφακιά εκείνης της εποχής, επειδή η άγονη γη δεν μπορούσε να θρέψει τους κατοίκους της, βρήκαν διέξοδο στη ναυτωσύνη, σκάρωσαν πλοία, ταξίδευσαν στα πέρατα της Μεσογείου και δημιούργησαν σ’ αυτή τον απομονωμένο τόπο της Κρήτης μιά ευημερούσα πολιτεία.
«Πού ‘ναι η Χώρα τω Σφακιώ με τα πολλά καράβια,
με τσ’ εκατό τζη εκκλησιές, τα πλούσια σεράγια;
To Mεσοχώρι, Μπροσγιαλός, το Θόλος, το Γιωργίτζι;
Ούλα γενήκασι σωρόςκαι δε βγορίζει σπίτι…»
Μ’ αυτό τον τρόπο περιγράφει μιά παλιά μαντινάδα σε τέσσερεις αράδες, την ακμή και την καταστροφή των Σφακίων μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη.
Σαν κάναμε τον περίπατο μας στο λιμανάκι των Σφακίων, επτά η ώρα το πρωί, θαυμάζοντας την ήρεμη θάλασσα και τα όμορφα καίκια, μας ανησύχησε η απόλυτη ησυχία. Πού λόγος για κανά καφέ, τα πάντα ήσαν κλειστά, αλλά και πουθενά κάποια ψυχή για να μας καθοδηγήσει προς το πανηγύρι. Πέρασε κάμποσος καιρός, εμείς συνέχιζαμε το σεργιάνι και κάπου ακούστηκε θόρυβος αυτοκινήτου. Τρέξαμε. Ευτυχώς ήταν ο παπάς του χωριού με τις ψάλτριες που ξεκινούσαν για το πανηγύρι. Είχαμε πέσει διάνα. Μπρος αυτοί και πίσω εμείς τραβήξαμε κατά τον Άγιο. Ακολουθήσαμε μιά διαδρομή τριών χιλιομέτρων κατά μήκος της θάλασσας διασχίζωντας ένα βοσκοτόπι, πλημμυρισμένο απο κυκλάμινα, ίσως τα πρώτα που είχαν ανθίσει λόγω καιρικών συνθηκών στην Ευρώπη. Εκατοντάδες πρόβατα και ερίφια βόσκαν αμέριμνα, ενώ πίσω τους άρχισαν να διαγράφονται καταχιονισμένα και επιβλητικά τα Λευκά όρη.
Κατεβήκαμε τον μικρό γκρεμνό, από ένα μονοπάτι που είχε διανοιχθεί προσφάτως και φθάσαμε στον προορισμό μας. Μιά ευρύχωρη σπηλιά που τα τελευταία χρόνια απέκτησε ένα τοιχείο για να την προστατεύσει απο τα πρόβατα όταν ερχόντουσαν εδώ για να ξαποστάσουν. Μεσ’ το υποτιθέμενο εκκλησάκι παλιά δεν υπήρχε τίποτα εκτός της εικόνας. Ούτε ιερό, ούτε τέμπλο ούτε άμβωνας. Το αρχέτυπο σκηνικό της απόλυτης λιτότητας. Μόλις πριν δυό χρόνια κτίσθηκε ένα τοιχαλάκι με πόρτα για να διαμορφωθεί το ιερό. Μπροστά του τώρα τοποθετήθηκε η εικόνα, και ένα μανουάλι για τα κεριά.
Οι ηλιακτίδες περνούσαν από την ανοικτή πόρτα – φωτίζοντας μ’ έναν τρόπο υπερφυσικό το σπήλαιο – και γλύκαιναν την υγρή ατμόσφαιρα που δεχόταν ήδη ευωδιαστές ρυπές από το λιβάνι του θυμιατού.
Ο παπά-Αθανάσιος ξεκίνησε την Θεία Λειτουργία με μοναδικούς προσκυνητές εμάς! Σιγά-σιγά άρχισαν να καταφθάνουν οι πανηγυράδες με τα σύνεργα και τρόφιμα. Η μπουκάλα του γκαζιού με μιά ιδιοκατασκευή για το μαγείρεμα, οι άρτοι, τα φαγητά, το κρασί. Στο εξωτερικό μέρος της σπηλιάς άλλοι στήναν τα τραπέζια και τους πάγκους, άλλοι οργάνωναν την κουζίνα ενώ οι περισσότερες γυναίκες κατευθύνονταν στο εσωτερικό για να προσκυνήσουν.
Αυτή τη φορά είχε παρουσιαστεί ένα πρόβλημα. Οι συνεχόμενες βροχές των τελευταίων ημέρων, καλές, ποτιστικές είχαν κάνει όμως σουρωτήρι την εξωτερική κυρίως σπηλιά όπου έσταζε σε πολλά σημεία και ήταν αδύνατον να καθίσει κανείς. Ευρέθη λύση πάραυτα. Επιστρατεύτηκαν οι παροπλισμένες «ομπρέλλες πλάζ» ενός παρακείμενου ξενοδοχείου που από την μία μας προστάτευσαν από το νερό αλλά και από τον καυτό ήλιο που ήδη έδειχνε την δύναμή του
Η Λειτουργία τελείωσε, μοιραστήκαν οι άρτοι και ο κόσμος κάθισε για φαγητό. Γεμίσαν τα τραπέζια μεζέδες, τηγανητά ψάρια, σκάρους και μπακαλιάρο, ένα ανθότυρο εξαίσιο που δεν έχω ξαναβάλει στα χείλη μου, τα κρέατα και κρασί. Στην γωνιά που είχε πρόχειρα στηθεί το καζάνι, ο μάγειρας ανακάτευε ήδη το πιλάφι. Μας έδωσε τη συνταγή. « Παίρνουμε το κρέας και αφού το βράσουμε περνάμε το ζουμί από ένα σουρωτήρι για να μην ξεφύγουν τυχόν κοκαλάκια και τα ρίχνουμε στο ρύζι. Το καζάνι πρέπει να ανακατεύεται συνέχως, μαλακά – για να μην κολήσει στον πάτο – μέχρι να τελείωσει η βράση. Στο τέλος ρίχνουμε ένα ποτήρι κρασιού στιμμένο λεμόνι για να ασπρίσει το ρύζι. Το καλύτερο μέρος του πιλαφιού πάντως είναι το κατακάθι και όσοι το γευθούν, θα συγχωρνούν τα πεθαμένα τους καθώς θα γλείφουν τα χείλια τους από την ευχαρίστηση».
Καθίσαμε στο τραπέζι του παπα-Αθανάσιου – μιά ευγενής και ευσεβής παρουσία – που γεννήθηκε στη περιοχή και είναι τωρα παπάς των Σφακιών κοντά στα δέκα χρόνια. «Το πανηγύρι ξαναγεννήθηκε τα τελευταία δέκα χρόνια, όταν φτιάξαμε όλα αυτά τα έργα. Πιο πρίν υπήρχαν κάτι ερειπωμένοι τοίχοι». Μας συστήνει τον Νίκο Βοτζάκη, έναν τυπικά κρητικά ντυμένο κτηνοτρόφο, μαυροφορεμένο, με τα στιβάνια και με την μαύρη μαντήλα στο κεφάλι. « Είμαι γιδάρης με χίλια κομμάτια. Την οικογένεια την παρήγγειλα αλλά δεν ήλθε ακόμα…!» Η συζήτηση μαζι τους συνδετημόνες μας δεν είχε τελειωμό. Κάποια στιγμή αρχίσαν τα ριζίτικα. Τα τραγούδια αυτά κατάγονται από την εποχή της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας καθώς ήταν τραγούδια που τραγουδούνταν στα ριζά των βουνών και αργότερα εξέφρασαν όλη την Κρήτη.
««Ηθελα και να κάτεχα και πέτε μου οι καμπίτες
αν τραγουδειτ’ ελεύθερα και σεις σαν τσ’αορίτες»
Το τραγούδι ξεκίνησε πρώτα στο τραπέζι όπου κάθονταν οι πρεσβύτεροι και ακολούθως σε κάθε νέα στροφή, ακολουθούσαν και τ’άλλα τραπέζια με τη σειρά τους. Ήταν πράγματι ένα θέαμα-άκουσμα μοναδικό. Κάποια στιγμή αποφασίζω το θέαμα αυτό – το κατά πως γύριζε το τραγούδι από τραπέζι σε τραπέζι – να το πάρω με βίντεο για να έχω κίνηση και ήχο. Καθώς άρχισα να βλέπω και να τραβώ μέσα από την κάμερα, δεν πέρασαν ένα-δυό λεπτά και ξαφνικά ακούω ένα κροτάλισμα από πυροβολισμούς, ένα Καλάσνικωφ στην οθόνη μου, στα κεφάλια μας να πέφτουν βροχή οι κάλυκες και μένω εμβρόντητος… Η απόλυτη εμπειρία. Ισως ν’ έννιωσα όπως είχε νιώσει ο Βelon πέντε αιώνες τώρα. Ζήτησα συγνώμη που κατέγραψα τέτοιες αναπάντεχες στιγμές που ενδεχομένως να βλάψουν κάποιον, αλλά η απάντηση που πήρα ήταν αποστομωτική.
« Δείξε το. Να δουν όλοι πως γλεντάμε εδώ στα Σφακιά, την περίοδο του ΔΝΤ». Εγώ πάντως το σκέφτηκα καλά, και περιορίστηκα στο κείμενο με τις φωτογραφίες….
simadiatouaigaiou.wordpress.com