Ο Άγιος Βλάσιος έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορος Λικινίου (308 - 323 μ.Χ.). Σπούδασε ιατρική αλλά προσέφερε χωρίς χρήματα τις υπηρεσίες του, ως φιλανθρωπία, στους πάσχοντες και ασθενείς. Εκτός από την ιατρική βοήθεια χορηγούσε δωρεάν στους ασθενείς τα φάρμακα και τους έδινε τα έξοδα νοσηλείας τους. Η φιλανθρωπική δραστηριότητα εκαλλιεργείτο στην ψυχή του από την αγάπη προς τον Θεό και τη μελέτη της Αγίας Γραφής. Η Εκκλησία τον δέχθηκε στις τάξεις του ιερού κλήρου και τον εξέλεξε Επίσκοπο Σεβαστείας.
Επί της βασιλείας του Λικινίου, ο έπαρχος Αγρικόλας τον συνέλαβε και τον υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια. Οι στρατιώτες, αφού τον μαστίγωσαν ανηλεώς με ραβδιά, τον κρέμασαν από ξύλο και στην συνέχεια τον οδήγησαν δεμένο στην φυλακή. Έπειτα τον έριξαν στο βυθό μιας λίμνης. Όμως ο Άγιος, μετά την θαυματουργική του επέμβαση του Θεού, διασώθηκε. Εξοργισθέντες τότε οι εχθροί της πίστεως τον αποκεφάλισαν το 316 μ.Χ.. Έτσι, ο Άγιος Ιερομάρτυς Βλάσιος έλαβε από τον Κύριο της δόξας το στέφανο του μαρτυρίου.
Η Σύναξή του ετελείτο στο Μαρτύριό του, το οποίο βρισκόταν κοντά στο Μαρτύριο του Αγίου Αποστόλου Φιλίππου.
Η ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ή Αυγούστα
Καταγόταν από το χωριό Έβεσσα της Παφλαγονίας, νωρίς όμως ή οικογένεια της εγκαταστάθηκε στην Κων/πολη. ο πατέρας της ονομαζόταν Μαρίνος και κατείχε το βαθμό του δρουγγαρίου. Ή δε μητέρα της Θεοκτίστη, διακρινόταν για την ευσέβεια της και την ένθερμη προσήλωση προς την Όρθοδοξία, πού εργάστηκε να μεταδώσει και στα παιδιά της. Ή Θεοδώρα είχε πέντε αδέλφια. Τη Σοφία, τη Μαρία, την Ειρήνη, το Βάρδα και τον Πέτρωνα. Το 830 παντρεύτηκε τον βασιλιά Θεόφιλο, μετά το γνωστό επεισόδιο αυτού με την Κασσιανή. Όταν το 842 πέθανε ο Θεόφιλος, πού ήταν είκονομάχος, τη βασιλεία ανέλαβε ή Θεοδώρα διότι ο γιος της Μιχαήλ ήταν πολύ μικρός. Αμέσως τότε συνεκάλεσε Σύνοδο, πού αποφάσισε την αναστήλωση των αγίων εικόνων. Δυστυχώς όμως αργότερα, ο γιος της και ο αδελφός της Βάρδας, διέταξαν τον άλλο αδελφό της Πέτρωνα να κλείσει την ίδια με τις θυγατέρες της, αναγκαστικά στη Μονή Γαστρίων. Εκεί ή Θεοδώρα αφοσιώθηκε αποκλειστικά στα θεία και εργάστηκε, να παρηγορήσει τις θυγατέρες της, στρέφοντας όλη την ψυχή τους στη χριστιανική ευσέβεια, τη μόνη άγκυρα των ψυχών μέσα στην κοσμική αστάθεια και ματαιότητα. Το δε λείψανο της Θεοδώρας βρίσκεται σήμερα στην Κέρκυρα, στο ναό της Θεοτόκου Σπηλαιωτίσσης.
Καταγόταν από το χωριό Έβεσσα της Παφλαγονίας, νωρίς όμως ή οικογένεια της εγκαταστάθηκε στην Κων/πολη. ο πατέρας της ονομαζόταν Μαρίνος και κατείχε το βαθμό του δρουγγαρίου. Ή δε μητέρα της Θεοκτίστη, διακρινόταν για την ευσέβεια της και την ένθερμη προσήλωση προς την Όρθοδοξία, πού εργάστηκε να μεταδώσει και στα παιδιά της. Ή Θεοδώρα είχε πέντε αδέλφια. Τη Σοφία, τη Μαρία, την Ειρήνη, το Βάρδα και τον Πέτρωνα. Το 830 παντρεύτηκε τον βασιλιά Θεόφιλο, μετά το γνωστό επεισόδιο αυτού με την Κασσιανή. Όταν το 842 πέθανε ο Θεόφιλος, πού ήταν είκονομάχος, τη βασιλεία ανέλαβε ή Θεοδώρα διότι ο γιος της Μιχαήλ ήταν πολύ μικρός. Αμέσως τότε συνεκάλεσε Σύνοδο, πού αποφάσισε την αναστήλωση των αγίων εικόνων. Δυστυχώς όμως αργότερα, ο γιος της και ο αδελφός της Βάρδας, διέταξαν τον άλλο αδελφό της Πέτρωνα να κλείσει την ίδια με τις θυγατέρες της, αναγκαστικά στη Μονή Γαστρίων. Εκεί ή Θεοδώρα αφοσιώθηκε αποκλειστικά στα θεία και εργάστηκε, να παρηγορήσει τις θυγατέρες της, στρέφοντας όλη την ψυχή τους στη χριστιανική ευσέβεια, τη μόνη άγκυρα των ψυχών μέσα στην κοσμική αστάθεια και ματαιότητα. Το δε λείψανο της Θεοδώρας βρίσκεται σήμερα στην Κέρκυρα, στο ναό της Θεοτόκου Σπηλαιωτίσσης.