Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που το 1ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου άνοιξε τις πόρτες του για να υποδεχθεί μαθητές. Γνώρισε επαναστάσεις και πολέμους, άλλαξε διοικήσεις και δασκάλους και χρειάστηκε πολλές φορές να μεταβάλει τη ρότα του, ν’ αλλάξει τόπο και στέγη για να επιβιώσει μέσα στο χρόνο. Ένα χρόνο που κυλούσε διαφορετικά από το σημερινό και έφερνε μέσα του συνέχειες αλλά και ανατροπές.
Το 1ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου πέρασε τόσα που δεν αρκούσε το όνομά του για να τα σημάνει. Απέκτησε και δεύτερο όνομα όταν εκτός από μαθητές στέγασε και κατοίκους από τα καμένα από τους Γερμανούς Ανώγεια, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.
Το 1ο Δημοτικό, το Ανωγειανό πλέον σχολείο, με ρίζες βαθιές μέσα στο χρόνο και μνήμες που το συνδέουν με την ιστορία της πόλης του και του νησιού έγινε ο τόπος συνάντησης των παιδιών με κομμάτια της δικής τους ιστορίας. Τα παιδιά αυτά έφερναν μνήμες από πολλά μέρη, καθώς, αν και γεννημένα τα περισσότερα στην Κρήτη, προέρχονταν και από άλλους τόπους: από άλλους ελληνικούς τόπους ή την Αλβανία, τη Γεωργία, την Αρμενία, τη Βουλγαρία, τη Σερβία
Η ιστορία δεν είναι μακριά μας, είναι μέσα μας και δίπλα μας. Είναι άδικο να τη μαθαίνουμε, κυρίως όταν είμαστε παιδιά, σαν να αφορά άλλους ανθρώπους και όχι εμάς, να τη συνδέουμε με άπιαστα πράγματα, με όσα φυλάγονται μόνα στα μουσεία και στ’ αρχεία, σε βιβλιοθήκες και σε ιδιωτικές συλλογές. Η ιστορία μας αφορά εξίσου, τα παιδιά, τους μεγάλους, τις οικογένειες, τον τόπο τους.
Τι είναι για τα παιδιά η ιστορία; Τι σημαίνει γι’ αυτά; Με ποια πράγματα τη συνδέουν την ιστορία; Με τα μεγάλα γεγονότα που έμαθαν στο σχολείο; Με τις μάχες και τους πολέμους; Με τους ήρωες; Είναι κάτι μακρινό και ξένο η ιστορία; Είναι κάτι οικείο;
Που βρίσκονται τα ίχνη της ιστορίας; Κάπου μακριά που οι άνθρωποι δεν μπορούν να τα πλησιάσουν, να τ’ αγγίξουν, να τα αισθανθούν; Ή μήπως κάπου κοντά τους; Στο περιβάλλον τους, στη δική τους οικογένεια, στις μνήμες τους;
Με αυτά τα ερωτήματα, με αυτές τις σκέψεις σχεδιάστηκε το μικρό αυτό πρόγραμμα που φέρει τον τίτλο Ματιές στον καθρέπτη της ιστορίας. Σε συνεργασία με τις δασκάλες της ΣΤ’ τάξης, έγινε στην αρχή μια συζήτηση με στόχο τον εμπλουτισμό της έννοιας της ιστορίας ή την απεξάρτησή της από τον τρόπο με την οποία την αφηγείται το βιβλίο τους. Ο εμπλουτισμός ήταν απαραίτητος για να αναζητηθεί η προσωπική σχέση του κάθε παιδιού ή η σχέση της οικογένειας με το παρελθόν και αυτό να ενταχθεί στην έννοια της ιστορίας. Η υπέρβαση της σχολικής ιστορίας που διδάσκονται τα παιδιά ήταν και αυτή αναγκαία διότι σε συνδυασμό με την πρώτη διεργασία διαμόρφωνε το χώρο προκειμένου να εννοηθεί η Ιστορία ως ιστορίες. Στη συνέχεια οι δασκάλες ζήτησαν από τους μαθητές και τις μαθήτριές τους να διαλέξουν στο σπίτι τους κάτι από τα παλιά, ένα δικό τους προσωπικό ή οικογενειακό αντικείμενο από το παρελθόν, να το φέρουν στο σχολείο και να μιλήσουν γι’ αυτό. Να φτιάξουν ένα κείμενο. Να αφηγηθούν την ιστορία του και παράλληλα τη δική τους σχέση μ’ αυτό. Τα αντικείμενα αυτά αποτυπωμένα φωτογραφικά από την εικαστικό φωτογράφο Μαρία Χουλάκη, εικονογραφούν το έντυπο που κρατάτε στα χέρια σας. Παράλληλα έχετε τη δυνατότητα να διαβάσετε τις ιστορίες που τα συνοδεύουν.
Στις αφηγήσεις αυτές, στις σύντομες παιδικές αφηγήσεις, μπορεί κανείς να διαβάσει πολλά. Να διαβάσει πρώτον την επιλογή του αντικειμένου, να σταθεί στο πως τα ίδια τα παιδιά επέλεξαν να μιλήσουν για το παρελθόν, να δει το αντικείμενο ως τεκμήριο της σχέσης των παιδιών με το παρελθόν. Να διαγνώσει επίσης την προσωπική ή και συλλογική οικογενειακή συναισθηματική σύνδεση με αυτό το αντικείμενο « είναι σκουριασμένο το βαρίδι» λέει η Μαρία «αλλά έχει μεγάλη αξία για την οικογένεια μου», δεν δουλεύει το ρολόι του προπάππου μου αλλά είναι γεμάτο αναμνήσεις για τη μαμά του Μιχάλη. «Η μαμά μου κοιτάζοντας αυτόν τον πίνακα δεν βλέπει απλά τον Άγιο Νικόλαο αλλά την Κέρκυρα απ΄ όπου κατάγεται», διηγείται η Τιτίκα. Τα τσουράπια που φορούσαν στα πόδια τους στην Αλβανία, η φωτογραφία του παππού στο αλβανικό μέτωπο, η εικόνα της γιαγιάς είναι αντικείμενα αποκαλυπτικά της σύνδεσης των παιδιών με την ιστορία της οικογένειας τους.
Στις αφηγήσεις των παιδιών μπορεί τέλος κανείς να διαβάσει όψεις της ζωής του άλλοτε, να τις αναπλάσει, να τις συμπληρώσει, να κάνει ιστορία. «Το αδράχτι το χρησιμοποιούσαν παλιά οι άνθρωποι για να μετατρέπουν το μαλλί από τα πρόβατα σε κλωστή. Μ’ αυτήν ύφαιναν και έπλεκαν μάλλινα ενδύματα για το χειμώνα», μας εξηγεί η Αφροδίτη. Στη ροζ γυάλινη πιατέλα που έφερε η Ραφαέλα από το σπίτι της «βάζανε τα γλυκά που έφτιαχναν στο σπίτι με αγνά υλικά και τα κερνούσαν σε γάμους, σε βαφτίσια και γιορτές». Απ΄ ότι της εξιστόρησε η γιαγιά της, της Γεωργίας, «τα φάρμακα όπως τα ξέρουμε σήμερα δεν είχαν εφευρεθεί και έτσι έβραζαν τα βότανα και τα έπιναν». Με το βαρίδι ζύγιζαν τα εμπορεύματα, με τον αργαλειό ύφαιναν, με την πιατέλα σερβίριζαν, με τα τσουράπια περπατούσαν με τις πλεκτές μαξιλαροθήκες διακοσμούσαν τα κρεβάτια τους, με τα βότανα γιατρεύονταν, με τις σβούρες έπαιζαν.
Για να κάνει κανείς ιστορία στο σχολείο χρειάζονται πολλά. Ανάμεσα σ’ αυτά, απαραίτητη είναι η αξιοποίηση της μνήμης των παιδιών, η καλλιέργεια μιας σχέσης με το παρελθόν που να τα περιλαμβάνει και να μην τα περιθωριοποιεί, η προσέγγιση της ιστορίας και μέσα από τα βιώματά τους. Καλύτερη ιστορία θα κάνουν αν μιλήσουν για τα παλιά, αν συγκεντρώσουν στοιχεία, αν ρωτήσουν, αν βρουν μια θέση σ’ αυτήν.
Αν δουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη της ιστορίας.
Μαρία Ρεπούση
Επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας και διδακτικής της Ιστορίας
Παιδαγωγική Σχολή, Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Α.Π.Θ.