Το νησί της Δίας έχει έκταση 12,5 χλμ2 , με μέγιστο μήκος τα 5 χλμ, μέγιστο πλάτος τα 3 χλμ, και απέχει μόλις 14 χλμ από τις ακτές του Ηρακλείου. Το νησί είναι χωρισμένο σε δύο τμήματα, το ανατολικό και το δυτικό, και περιβάλλεται από απόκρημνα βράχια που φτάνουν και τα 80 μέτρα.
Στο ανατολικό τμήμα όπου βρίσκεται και ο κύριος όγκος των φωλιών του μαυροπετρίτη, η κυρίαρχη βλάστηση είναι οι αστιβίδες, ενώ στο δυτικό τμήμα που οροθετείται από περίφραξη της Διεύθυνσης Δασών, δειλά δειλά κάνουν την εμφάνιση τους οι σχίνοι.
Το νησί αποτελεί Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά της Ελλάδας (Σ.Π.Π.Ε) αλλά και Περιοχή Ελεγχόμενου Κυνηγιού, με κυρίαρχο θήραμα τον Κρητικό αίγαγρο, o οποίος εισήχθη στο νησί το 1955. Η υπόλοιπη πανίδα του νησιού, αν και περιορισμένη, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς η Δία φιλοξενεί στενοενδημικά είδη και υποείδη, όπως το σαλιγκάρι Albinaria retusa, η σαύρα Podarcis erchardii schiebeli και το χασμόφυτο Carlina diae.
Η πρώτη προσέγγιση στο νησί πραγματοποιήθηκε στα μέσα του Ιουλίου του 2003 από διμελή αποστολή του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κρήτης (Μ.Φ.Ι.Κ.) με το πλοίο της γραμμής. Η Δία συνδέεται καθημερινά με την απέναντι ακτή, καθώς από το τέλος Μαΐου διοργανώνονται μονοήμερες εκδρομές στο νησί. Η πρώτη αποστολή είχε σαν σκοπό την απόκτηση μίας γενικής εικόνας του νησιού και της πληθυσμιακής κατάστασης του μαυροπετρίτη. Μια δεύτερη τετραμελής αποστολή αποβιβάστηκε στο νησί στα μέσα του Αυγούστου με σκοπό την καταμέτρηση του πληθυσμού και τον εντοπισμό θέσεων φωλιάσματος.
Τέλος στα τέλη του Αυγούστου και για διάρκεια τριών εβδομάδων στο νησί παρέμενε ο σέρβος ορνιθολόγος Marco Rakovic. Κατά την παραμονή μας στο νησί που διαρκούσε από λίγες μέρες έως και εβδομάδες η Δ/νση Δασών και ο Δασοφύλακας κ. Μαρκατάτος μας παρείχαν κατάλυμα και χρήσιμες πληροφορίες για τον μαυροπετρίτη. Παράλληλα με την παραμονή μας στο νησί στα τέλη του Αυγούστου, πραγματοποιήθηκε περίπλους του νησιού με ιδιόκτητο σκάφος για την καταμέτρηση του πληθυσμού.
Όσον αφορά την πορεία την αποικία της Δίας, το μέλλον μάλλον είναι δυσοίωνο καθώς ο πληθυσμός έχει πέσει κατά 70% από το 2000 που είχε γίνει η προηγούμενη καταμέτρηση από επιστήμονες του Μ.Φ.Ι.Κ.