Από τα πιο γνωστά πανελλαδικά έθιμα που διατηρούνται ως σήμερα, είναι και το περίφημο γαϊτανάκι. Το γαϊτανάκι είναι χορός που χορεύεται τις Απόκριες.
Χρειάζονται δεκατρία άτομα για να στήσουν τον αποκριάτικο χορό. Ο ένας χορευτής κρατά ένα μεγάλο στύλο, κοντάρι, στο κέντρο από την κορυφή του οποίου ξεκινούν δώδεκα μακριές, χρωματιστές κορδέλες, καθεμιά με διαφορετικό χρώμα. Δώδεκα μεταμφιεσμένοι χορεύουν γύρω από το όρθιο κοντάρι, κρατώντας τις πολύχρωμες κορδέλες που τυλίγονται και ξετυλίγονται από την κορυφή του κονταριού. Οι κορδέλες λέγονται γαϊτάνια και είναι αυτές που δίνουν το όνομά τους και στο έθιμο. Γύρω από το στύλο οι δώδεκα χορευτές κρατούν από ένα γαϊτάνι (μία κορδέλα) και χορεύουν ταυτόχρονα ανά ζευγάρια, τραγουδώντας το παραδοσιακό τραγούδι.
Καθώς κινούνται γύρω από το στύλο, κάθε χορευτής εναλλάσσεται με το ταίρι του κι έτσι όπως γυρνούν, πλέκουν τις κορδέλες γύρω από το στύλο δημιουργώντας χρωματιστούς συνδυασμούς, με τον ίδιο τρόπο που έπλεκαν παλιά οι γυναίκες τα γαϊτάνια και στόλιζαν τις παραδοσιακές φορεσιές.
Όταν πια οι κορδέλες τυλιχτούν γύρω από το στύλο και οι χορευτές χορεύουν όλο και πιο κοντά σε αυτόν, τότε ο χορός τελειώνει και το στολισμένο γαϊτανάκι.
Το γαϊτανάκι είναι υποκοριστικό της μεσαιωνικής λέξης γαϊτάνι ήγαϊτάνιν (μεταξωτό κορδόνι) που προέρχεται από το ελληνιστικό γαϊτάνη (θηλυκό) ή γαϊτανόν (ουδέτερο). Οι λέξεις αυτές ετυμολογούνται (παρετυμολογία, Κριαράς) από το επίθετο Γαϊετανόν, δηλαδή από την παραλιακή κελτική πόλη Γαέτα, όπου παρήγαγαν κορδέλες που χρησιμοποιούσαν στην ιατρική γιατί ήταν φτιαγμένες από κάποιο άσηπτο υλικό (Γαληνός).
Το γαϊτανάκι πέρασε στην Ελλάδα από τους πρόσφυγες τού Πόντου και της Μικράς Ασίας, δένοντας απόλυτα με τα άλλα τοπικά έθιμα.
Το Γαϊτανάκι το συναντάμε σε πολλές περιοχές της Ελλάδας