Πριν λίγες μέρες και συγκεκριμένα στις 24 και 25 Νοεμβρίου βρισκόμουν στο χωριό μου, Απίδια Σητείας, για λιομάζωμα. Ένα λιόφυτό μου βρίσκεται κοντά στο μετόχι Πλατάνι. Περνώντας μέσα από τα ερειπωμένα σπιτάκια του ξύπνησαν στο μυαλό μου εικόνες παλιές από τα παιδικά μου χρόνια τέτοια εποχή του λιομαζώματος. Όμως και οι φωτογραφίες από το Πλατάνι, που είχε αναρτήσει, παλαιότερα, ο ανηψιός μου Νίκος Κουφάκης, έφεραν μνήμες παλιές από τα παιδικά μου χρόνια για το Πλατάνι, το μετόχι πολλών χωριανών μας.
Εκείνη την εποχή ,λίγα χρόνια μετά την κατοχή, όσοι χωριανοί διέθεταν εκεί σπίτι(ήταν πολλοί),περνούσαν τις μέρες του λιομαζώματος στο υπήνεμο και ζεστό μετόχι συγκριτικά πάντα με το δριμύ χειμώνα του χωριού. Μερικοί μετακόμιζαν για ένα-δυο μήνες. ΄Επαιρναν μάλιστα μαζί τους και τα κατοικίδια ζώα τους.
Υπήρχαν αρκετά σπιτάκια. Είχε και δυο φάμπρικες (ελαιοτριβεία της εποχής),όπου άλεθαν τις ελιές για να βγάλουν το ευλογημένο λάδι, βασικό προϊόν του χωριού μας, πραγματικό «χρυσάφι». Ο τρόπος λειτουργίας της φάμπρικας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ίσως άλλη φορά κάνω σχετική αναφορά.
Νερό παίρναμε από τη Λυγαρά, μια φλέγα (πηγή) που ήταν Νοτιοδυτικά από τη σημερινή γεώτρηση, που υδροδοτεί το Γούδουρα και τη συναντούμε αριστερά λίγο πριν φτάσομε στο μετόχι. Χρόνια τώρα έχει στερέψει. Δράκοντες (οι γεωτρήσεις) ρούφηξαν το νερό. Χαμήλωσε η στάθμη των υπόγειων νερών και οι πηγές ξεράθηκαν. Το νερό της (τότε) με αυλάκι(χωμάτινο αγωγό) έφτανε στη στέρνα, Δυτικά και συνέχεια της αυλής του Αγίου Νικολάου. Αυτό το νερό πότιζε τα λιόφυτα των χωριανών. Άλλοι χωριανοί χρησιμοποιούσαν το νερό του«μεσακού αϊγού» λίγα μέτρα πιο κάτω σε άλλη στάθμη. Δυτικά από το Μετόχι στη ρεματιά, σε κοντινή απόσταση, ήταν μια άλλη μικρή πηγή. Από μια λακούβα ανάβλυζε λίγο νερό, γέμιζε τη λακούβα και το περίσσιο έτρεχε από αυλάκι σε χαμηλότερα μέρη. Παίρναμε και από εκεί νερό για πόσιμο. Ανατολική έλεγαν την πηγή αυτή. Πρόβλημα άλυτο για το παιδικό μυαλό μου. Γιατί Ανατολική, αφού βρισκόταν προς τα δυτικά?
Στο Πλατάνι λειτουργούσαν και δύο νερόμυλοι, ο ένας Απιδιανός και ο άλλος Αγιοτριαδιώτικος, για να αλέθουν οι χωριανοί και οι Τσώτες (Αγιοτριαδιώτες) τους δημητριακούς καρπούς. Δεν είχαν ανάγκη από πετρέλαια …Βροχές πολλές τότε, χιόνια στα βουνά πολύ συχνά. Οι υπόγειες δεξαμενές γέμιζαν. Οι φλέγες (πηγές) ανάβλυζαν περισσότερα νερά. Τα νερά περνούσαν πρώτα από τους νερόμυλους και στη συνέχεια πότιζαν τα λιόφυτα και τους κήπους. Χωρίς γνώσεις οικολογίας μας έδειχναν από τότε πώς έπρεπε να αξιοποιούμε τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να μην εξαρτώμαστε σε τόσο μεγάλο ποσοστό από ρυπογόνες πηγές.
Ακριβώς Βορειοδυτικά από το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου και σε μικρή απόσταση ήταν το σπιτάκι του παππού Παύλου Αυγουστινάκη. Σ’ αυτό μέναμε αρκετές φορές, όταν μαζεύαμε τις ελιές. Σα να βλέπω, ακόμη και τώρα, το εσωτερικό του. Τοίχοι ασοβάντιστοι. Δεξιά από τη χαμηλή είσοδο στην κατάμαυρη γωνιά η παραστιά. Στους τοίχους εσοχές σαν ντουλάπια από πελέκια πέτρινα, για να τοποθετούνται εκεί διάφορα σκεύη. Σταμνοστάτης για το σταμνί με το πόσιμο νερό. Στο βάθος του «ενιαίου χώρου»… και κατά το 1/3 της επιφάνειας ένα πεζούλι σε ύψος ½ του μέτρου. Εκεί ήταν το κρεβάτι μας. Μια στρώση παχιά με άχυρα και πάνω σε αυτά λινάτσες. Τα σκεπάσματά μας πάλι από λινάτσες ή τριμμένες κουβέρτες υφασμένες στον αργαλειό και πάνω-πάνω κουρελούδες για να βαραίνουν… Η οροφή από χοντρά ξύλινα δοκάρια (μισοδόκια). Ανάμεσα στα μισοδόκια άλλα λεπτά ξύλα (ή καλάμια) που έκαναν πλέγμα. Πάνω σ’ αυτά οι «ανονίδες» και πάνω από όλα το δωματόχωμα, παχύ και καλά πατημένο(πιεσμένο),για να μην περνά το νερό της βροχής. Κάτι που δεν ήταν πάντα σίγουρο. Από τα μισοδόκια της οροφής κρεμούσαμε σακούλια με ψωμί και άλλα τρόφιμα από σύρματα, για να γλιτώσουν από τις επιδρομές των ποντικών.
Κάθε βράδυ, κουρασμένοι από τη δουλειά, αφού δειπνούσαμε κάτω από το λιγοστό και τρεμάμενο φως του λυχναριού, ξαπλώναμε όλοι στρωματσάδα στο πεζούλι-κρεβάτι. Ο ύπνος γλυκός αν και μερικές φορές διακοπτόμενος από τα σουλάτσα των ποντικών στα ξύλα της οροφής.
Χαράματα, νύχτα ακόμη, εμείς κάτω από τα σκεπάσματα απολαμβάναμε τον πρωινό ύπνο. Η μητέρα μου όμως είχε αρχίσει τον αγώνα της ημέρας. Ετοίμαζε το φαγητό. Το τσικάλι «χοχλακούσε» από τις φλόγες της παραστιάς. ΄Ηχοι γνώριμοι, μυρωδιές υπέροχες από το πιο συνηθισμένο φαγητό (και το καλύτερό μας):πατάτες με κεντανέ (πράσα) και ξαλμυρισμένο μπακαλιάρο.
Με το ξύπνημά μας το φαγητό ήταν έτοιμο. Πριν φύγομε για το λιομάζωμα, τρώγαμε για πρωινό από αυτό το φαγητό. Στο λιόφυτο η μητέρα κι εμείς πρώτα χαμολογούσαμε (μαζεύαμε από χάμω μία μία τις ελιές).Δεν έπρεπε να χαθεί τίποτα. Τα χρόνια ήταν δύσκολα. Έπειτα έστρωναν τις λινάτσες και ο πατέρας ολημερίς ράβδιζε με το ξύλινο κατσούνι. Το βράδυ λιχνούσαν τις ελιές για να φύγουν κλαδάκια και φύλλα. Στις φάμπρικες δεν υπήρχε η σημερινή δυνατότητα ,να διαχωρίζονται οι ελιές από τα κλαδιά και τα φύλλα.
Αυτές ήταν οι εικόνες που ήρθαν στο νου μου από το Πλατάνι την εποχή του λιομαζώματος. Ο τόπος έσφυζε από ζωή, εκεί που σήμερα πλανάται στα χαλάσματα η σιωπή… Μόνο το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου αντιστέκεται, ευτυχώς, στο χρόνο, σημάδι της πίστης και της φροντίδας των χωριανών. Έτσι ο περαστικός μπορεί να κάνει το σταυρό του, την προσευχή του και να ζητήσει τη βοήθεια του Αγίου.-
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΑΚΗΣ
συνταξιούχος δάσκαλος