Οι παρακάτω πληροφορίες είναι από εξομολόγηση της γυναίκας του, Ευαγγελίας Δάνδολου!
(1951 - 1983)
Γεννήθηκε το 1951 στην Αλφά Μυλοποτάμου (χωριό και του Κώστα Μουντάκη) όπου και τελείωσε το Δημοτικό. Από μικρός είχενε μανία με τη λύρα ο παππούς του είχενε μια λύρα που δεν είχεν ούτε χορδές κι ο Γιάννης τσή ’βανε κάτι σύρματα πού ’χενε βρει και την εκρέμανε σ’ ένα βουργιάλι σε μια χαρουπέ στη χαλέπα (εκεί έβλεπε τα πρόβατα). Έβλεπεν ο πατέρας του το βουργιάλι κι επονήρεψενε και μια στιγμή, στο χωριό, ακούει ο Γιάννης τη λύρα στο σπίτι (την έπαιζεν ο πατέρας του) κι ετρελάθηκε (από το φόβο ντου). Δεν του μάνισε αλλά δεν ήθελε να του πάρει λύρα.
Ενώ ήτονε φοβερά καλός μαθητής, δεν έδωκε στο Γυμνάσιο (τότε μπαίνανε μ’ εξετάσεις), γιατί ήθελε να μάθει λύρα. Όλο το καλοκαίρι έβλεπε πρόβατα ενούς χωριανού ντου κι έτσά εμάζεψενε λεφτά. υποσχέθηκε στον πατέρα του ότι θα δώσει στο Γυμνάσιο τον άλλο χρόνο έδωκε, πέρασε κι επήγε τρεις ημέρες. Μόνο, έκανε τον άρρωστο, πως πονούσε η κοιλιά ντου, και τόνε παίρνει η μάνα ντου να πάνε στο Ρέθεμνος στο γιατρό αυτός εβάστανε και τα λεφτά κι επήγε κι επήρε τη λύρα.
Από δεκατεσσάρω χρονώ εργάστηκε στη ΔΕΗ με δικό ντου συνεργείο εξωτερικού φωτισμού, με το οποίο γύρισε όλη την Κρήτη εγκαθιστώντας τους πρώτους στύλους στα χωριά. Παράλληλα ασχολήθηκε συστηματικά με τη μουσική. Έπαιξε κυρίως με τον Αλέκο τον Κοκκαράκη, με το Βαγγέλη το Σκαράκη, με τον Στρατή τον Μαμαλάκη, αλλά κυρίως με το Μανώλη το Μανιαδάκη αλλά και άλλους. Έπαιξενε στα Χανιά στα «Καναρίνια», στο Ρέθυμνο στο «Τρεχαντήρι», στο «Διόνυσο»…
Το 1975 παντρεύτηκε κι επήγε στο Ηράκλειο όπου έπαιξε στην «Καλλιθέα».
Ο Γιάννης έβγαλενε τον Ιανουάριο του 1975 μια κασέτα στην Panivar με τον τίτλο «Κρητικοί Αντίλαλοι» και ακολουθήσανε οι δίσκοι «Τσ’ αγάπης καρδιοχτύπια» και «Γλεντίστε μαζί μας» και οι δυο αυτοί δίσκοι βγήκανε το 1979 στην εταιρία «Ομαλός» του Σταθόπουλου στα Χανιά και τόνε συνοδεύει στο λαούτο ο Μανώλης ο Μανιαδάκης.
Το 1979 ανέβηκε και έπαιξε και στην Αθήνα.
Ήτανε πολύ καλός μαντιναδολόγος και πολλές μαντινάδες του είχε δώσει για δίσκους και σ’ άλλους λυράρηδες. Ελέγανε ότι περνούσε βδομάδα στο κέντρο που έπαιζε χωρίς να πει την ίδια μαντινάδα δυο φορές.
Μια φορά ετύχανε σ’ ένα πανηγύρι όπου έπαιζε ο Μουντάκης και του λένε: «είναι ’παέ ένα γ-κοπέλι χωριανό σου, να βγει να παίξει κι αυτό λιγάκι;». Κατεβαίνει ο Μουντάκης κι ανεβαίνει ο Γιάννης, που ξεκινά λέγοντας τη μαντινάδα:
"Όσοι δε με κατέχετε, μάθετε πώς με λένε,
είμαι του Μούντη χωριανός, ο Δάνδολος που λένε".
είμαι του Μούντη χωριανός, ο Δάνδολος που λένε".
Έτσι εγνωριστήκανε με το Μουντάκη, ο οποίος εκτίμησε πολύ τη λύρα ντου και τον όρισεν αντικαταστάτη ντου στα Ωδεία των Χανίων και του Ηρακλείου και δάσκαλο στα Ωδεία τση Σητείας, τσ’ Ιεράπετρας, του Αγίου Νικολάου και του Τζερμιάδο τη χρονιά 1982-83. Αξίζει να πούμε ότι υπήρξε μεταξύ άλλων, δάσκαλος στα πρώτα χρόνια διδασκαλίας των δεξιοτεχνών μουσικών που διαπρέπουν στις μέρες μας, Πάρι Περυσινάκη και Στέλιου Πετράκη.
Πέθανε σε ηλικία μόλις 32 ετών, στις 27/12/1983 από την καρδιά του, αφήνοντας δύο κόρες, την Ασπασία και την Ελευθερία.
ΠΗΓΗ: http://kritikiparadosi.gr/