Η πρώτη μεγάλη ομάδα προσφύγων, 1.000 περίπου άτομα, αποβιβάζεται στο Ηράκλειο στις 12 Σεπτεμβρίου 1922. Μέσα στους επόμενους μήνες φτάνουν στην πόλη πάνω από 11.000 άτομα, στην πλειοψηφία τους γυναίκες και παιδιά.
Η Κεντρική Επιτροπή Περιθάλψεως Ηρακλείου, που συγκροτείται με σκοπό την υποδοχή τους, καταβάλλει αγωνιώδεις προσπάθειες για να αντιμετωπιστούν οι τεράστιες ανάγκες. Έρανοι διεξάγονται συχνά προκειμένου να εξασφαλιστούν τρόφιμα και ρούχα, ενώ συνηθισμένες είναι οι εκκλήσεις μέσω του τύπου στα φιλάνθρωπα αισθήματα των ντόπιων. Δέκα αρτοποιεία της πόλης εργάζονται αποκλειστικά για τους πρόσφυγες, ενώ διάφορα δημόσια αλλά και ιδιωτικά κτίρια και χώροι διατίθενται για τη στέγασή τους.
Σημαντική βοήθεια προσφέρουν διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις και ο αμερικάνικο Ερυθρός Σταυρός, ιδιαίτερα στο ζήτημα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Η παρουσία βέβαια ενός τόσο μεγάλου πλήθους εξαθλιωμένων ανθρώπων προκαλεί σε κάποιες περιπτώσεις δυσφορίες στην τοπική κοινωνία και τα ατυχή περιστατικά δε λείπουν. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες θεωρούν αρχικά ότι η εγκατάστασή τους στην πόλη είναι προσωρινό μέτρο και ότι στο άμεσο μέλλον θα μπορέσουν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Όταν με τη Συνθήκη της Λωζάνης αποφασίζεται η οριστική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, το όνειρο της επιστροφής σβήνει και η πλήρης ένταξη στην τοπική κοινωνία είναι πλέον για τους πρόσφυγες η ιδανική λύση.