Quantcast
Channel: Κρήτη πόλεις και χωριά
Viewing all articles
Browse latest Browse all 43316

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

$
0
0


Ποια είναι αυτή η κατάρα που ακολουθεί τον Έλληνα ανά τους αιώνες και τον ξεριζώνει από τα πάτρια εδάφη;
Τι είναι αυτό που τον καταδικάζει σαν τον ανεμοδαρμένο Οδυσσέα να περιπλανάται και να ονειρεύεται την επιστροφή του στη δική του Ιθάκη.
Η ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης είναι μεγάλη.
Σε όλο τον πλανήτη είναι διάσπαρτο πλέον το ελληνικό στοιχείο.
Είπα κάποια στιγμή πως δεν γίνεται να υπάρχουν παντού Έλληνες! Δεν μπορεί λέω, έστω στην Αλάσκα, αποκλείεται να υπάρχουν και εκεί.

Και όμως έπεσα έξω. Υπαρχει και εκεί μια μικρή αλλά ελληνικότατη κοινότητα.
Σήμερα θέλω να παρουσιάσω μέσα από τα “ματιά μου” τον ξεριζωμό των Ελλήνων τα τελευταία 50 χρόνια για λόγους βιοποριστικούς και συγκεκριμένα στη Γερμανία.
Διαβάζουμε κατά καιρούς πολλά για τους μετανάστες της Αμερικής και της Αυστραλίας. Ακόμη και για το Βέλγιο γράφτηκαν πολλά λόγω της σκληρής εργασίας στα ορυχεία.
Πιστεύω όμως πως το κεφάλαιο Γερμανία έχει μείνει λίγο πίσω. Περισσότερο έχει σχολιαστεί η περίοδος μετά την είσοδο της Ελλάδος στην ΕΟΚ και λιγότερο η πρώτη μεταναστατευτική περίοδος από το 1960 και έπειτα.
Θέλοντας να κάνω ένα μικρό αφιέρωμα για αυτή τη σημαντική περίοδο, βρέθηκα αρχικά μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα.
Να βασιστώ μόνο σε στατιστικά και ιστορικά στοιχεία ή να προσθέσω και την προσωπική μου εμπειρία ως Ελληνίδα της διασποράς;

Σύντομα όμως κατάλαβα πως τη ζωή την κάνει η εμπειρία και όχι κάποια άψυχα μηδενικά. Ετσι έφτιαξα ένα μικρό αμάλγαμα όλων των παραπάνω στοιχείων. Θέλω μόνο να τονίσω ότι το κάθενα από τα παρακάτω κεφάλαια γεμίζει ένα βιβλίο από μόνο του. Αυτό που κάνω εγώ εδώ είναι να δώσω μια μικρή ματιά σε όποιον δεν γνωρίζει για την μετανάστευση και ίσως να ξυπνήσω μνήμες σε αυτούς που γύρισαν από τα ξένα.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

















1960 - Η σύμβαση εργασίας με την Γερμανία

Μια Γερμανία λαβωμένη από έναν πόλεμο που η ίδια ξεκίνησε, χρειάζεται φτηνά εργατικά χέρια για τη βαριά βιομηχανία της.

Μια Ελλάδα που υποφέρει από τις συνέπειες του ίδιου αυτού πολέμου πρέπει να βολέψει τους χιλιάδες ανέργους της.

Έτσι, στις 30.03.1960 υπογράφουν τη μεταξύ τους συμφωνία εργασίας. Μετά από έναν εξονυχιστικό έλεγχο, οι Έλληνες υποψήφιοι περνούν από ένα προκαθορισμένο συμβόλαιο στα χέρια τους (κοντράτο) και ξεκινούν για το μεγάλο ταξίδι. Αρχικά είναι μόνο κάποιοι αριθμοί. Γραμμένοι με χοντρό μαρκαδόρο πάνω στο συμβόλαιό τους. Ειναι πιο εύκολο για τους εργοδότες από ό,τι τα “εξωτικά” ονόματά τους.

Το θρυλικό πλοίο Κολοκοτρώνης μεταφέρει εκατοντάδες ελληνικά νιάτα 18, 20 και 25 ετών στην Ιταλία και από εκεί συνεχίζουν για Γερμανία.

Άλλοι πάλι πήραν το τρένο για να κατέβουν δυο μέρες αργότερα στον σταθμό του Μονάχου, ο οποίος έμελλε να μείνει στην ιστορία μέσα από το ομώνυμο τραγούδι του Στράτου Διονυσίου. Η πλειοψηφία των Ελλήνων μεταναστών ήταν εξάλλου Μακεδόνες και Θρακιώτες.

Θεσσαλονίκη –Μόναχο με το “Ακρόπολις –Εξπρές”.

Από εκεί τους παρέλαβαν οι εκπρόσωποι των εργοδοτών και τους οδήγησαν στις περιοχές που προέβλεπε η σύμβασή τους. Ονομάστηκαν Gastarbeiter (γκασταρμπαητερ), φιλοξενούμενοι εργάτες δηλαδή, αλλά αυτός ο τίτλος θα γινόταν κάτι σαν βρισιά από τους διάφορους ρατσιστές τουλάχιστον έως το 1981 οπότε και γίνεται η Ελλάδα μέλος της ΕΟΚ.

Οι περισσότεροι είχαν έρθει μόνοι τους χωρίς οικογένειες. Ζούσαν αρχικά σε ξενώνες, τα λεγόμενα Heime, σε μικρά δωμάτια με κουκέτες. Σκοπός τους ήταν εξάλλου να δουλέψουν 2-3 χρόνια και να γυρίσουν στην Ελλάδα.

Πού να φανταστούν εκείνες τις πρώτες στιγμές πως σε αυτούς τους αριθμούς θα προστεθεί άλλο ένα μηδενικό χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν.

Οι πρώτες ελληνικές κοινότητες

Το ελληνικό στοιχείο υπήρχε στη Γερμανία ήδη από τον 18ο αιώνα όταν πολλοί Έλληνες έμποροι εγκατέλειψαν την οθωμανική αυτοκρατορία για να επεκταθούν στη Γερμανία και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Μέσα σε λίγους μήνες οι περισσότεροι Έλληνες έφεραν και τις οικογένειές τους από την Ελλάδα.

Σπίτια ανθυγιεινά και υπόγεια υγρά ήταν τα πρώτα τους καταφύγια.

Σκοπός τους ήταν να αποκτήσουν το συντομότερο δυνατόν χρήματα και να επιστρέψουν.

Στην πρώτη δεκαετία, δηλαδή μεταξύ 1960 και 1970 εστάλη στην Ελλάδα συνάλλαγμα ύψους 4 δισ. μάρκων.

Όπου υπήρχε βαριά βιομηχανία (Bosch, AEG, SIEMENS) υπήρχαν και πάρα πολλοί Έλληνες.

Έτσι δεν άργησαν να αναζητούν τρόπους συνάντησης για να μοιραστούν μαζί χάρες και λύπες. Στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα άρχισαν να δημιουργούνται ελληνικοί σύλλογοι και αργότερα κοινότητες.

Οι Κρητικοί ποτέ δεν ήταν πολλοί στην Γερμανία. Συνολικά υπολογίζονται γύρω στις 30000 και πολλές φορές ο τόπος καταγωγής τους γινόταν και το υποκοριστικό τους. Λεγαμε ο Μανώλης ο Κρητικος και στην πόλη μου, που ήταν μόνο ένας, τον φωνάζαμε σκέτο Κρητικό.

Ο πρώτος Κρητικός Σύλλογος ιδρύθηκε στις 17 Απριλιου του 1965 στο Μόναχο και ονομάστηκε «Παγκρητική Ένωση Γερμανίας –Ο Μίνωας.» Αργότερα ακολούθησαν και πολλοί άλλοι στην υπόλοιπη Γερμανία. Το 1974 ιδρύεται και η Ομοσπονδία Κρητικών Συλλόγων Γερμανίας.

Εκεί που μεγάλωσα το ελληνικό στοιχείο ήταν ιδιαίτερα έντονο. Εργοστάσια όπως η Bosch, η Osram και η Steiff απασχολούσαν έναν σεβαστό αριθμό Ελλήνων. Δημιουργήσαμε λοιπόν την δική μας μικρή κοινωνία.

Σʼ έναν δρόμο δίπλα- δίπλα είχαμε την Ορθόδοξη Εκκλησιά, την ελληνική κοινότητα και το ελληνικό παντοπωλείο.

Στα σαράνταπεντε χρόνια που πέρασαν τίποτα σχεδόν δεν έχει αλλάξει. Σε αυτό σίγουρα έχει συμβάλει και το γεγονός ότι η πόλη αυτή έχει μεσαιωνικό χαρακτήρα και όλο το κέντρο είναι διατηρητέο.

Η κοινότητα ψήφιζε συνήθως ως πρόεδρο της τον πιο μορφωμένο της περιοχής όπως τους δασκάλους ή τους ιατρούς που κατέφθαναν στη Γερμανία για ειδικότητα.

Βλέπουμε πως η δομή της κοινότητας θυμίζει επαρχιακή πόλη της Ελλάδος.

Η κοινότητα και η εκκλησία ήταν τα σημεία συνάντησης των Ελλήνων της διασποράς.

Οι γιορτές της Χριστιανοσύνης ήταν ιδιαίτερα προσεγμένες και δεν υστερούσαν σε τίποτα από αυτές στην Ελλάδα. Ισως τα πρώτα χρόνια οι Γερμανοί να κοιτούσαν περίεργα τα έθιμά μας με τον επιτάφιο και τα πυροτεχνήματα, αλλά μετά από λίγο συνήθισαν και δεν ήταν λίγοι αυτοί που ακολουθούσαν μαζί μας στον καθιερωμένο γύρο.

Οι νέοι και οι νέες της περιοχής εκμεταλλευόμενοι τις θρησκευτικές συναντήσεις δεν έχαναν ευκαιρία να τα πουν, να γελάσουν και να δημιουργήσουν έτσι και τα μικρά ειδύλλιά τους.

Πρέπει να τονίσω ιδιαίτερα εδώ, πως η αυστηρότητα και ο πουριτανισμός των Ελλήνων γονέων ήταν πολύ πιο εξελιγμένη απʼ ό,τι την αντίστοιχη περίοδο στην Ελλάδα.

Ίσως ποτέ δεν απέβαλαν από πάνω τους συνήθειες του ʼ60 που όμως τις εφάρμοζαν σε μια άλλη εποχή. Ακόμη και πριν μερικά χρόνια ήταν σύνηθες φαινόμενο τα νέα παιδιά να τα παντρεύουν οι γονείς τους με προξενιό, πιστεύοντας πως έτσι εξασφαλίζουν τον καλύτερο γαμπρό ή νύφη.

Και επειδή γνωρίζω αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, πρέπει να παραδεχτώ ότι αρκετοί τέτοιοι γάμοι πήγαν καλά.

Τώρα βέβαια υπήρχαν και οι μικτοί γάμοι που άλλοτε ήταν καλοδεχούμενοι και άλλοτε πολεμήθηκαν.

Αστείο είναι το γεγονός πως οι γυναίκες μεταξύ τους κατέκριναν τους Έλληνες που παντρευόντουσαν Γερμανίδες αλλά ζήλευαν την τύχη της φίλης τους που “τύλιξε” τον Γερμανό. Ειναι αλήθεια πως η ελληνική ανδρική ομορφιά δεν άφησε τις Γερμανίδες αδιάφορες.

Εκτός φυσικά των μικτών γάμων με Γερμανούς υπήρξαν και με πολλές άλλες εθνικότητες όπως Ιταλούς. Ισπανούς και Γιουγκοσλάβους.

Ο μικτός όμως γάμος Ελλήνων –Γερμανών ήταν ο σύντομος τρόπος να ενταχθείς στη γερμανική κοινωνία.

Τα παιδιά μικτών γάμων πλεονεκτούσαν απέναντι των υπολοίπων στο ότι από την δεύτερη κιόλας γενιά είχαν ενταχτεί ομαλά στην κοινωνία και νοοτροπία του Γερμανού.

Για τα Ελληνόπουλα, καθαρά ελληνικών γάμων, αυτή η ένταξη θα περίμενε να ολοκληρωθεί μια γενιά αργότερα. Η ενσωμάτωση στην Γερμανία γενικά ήταν ευκολότερη για όσους αλλοδαπούς μάθαιναν τέλεια την γλώσσα και εισχωρούσαν στα εθιμοτυπικά της γερμανικής κοινωνίας.

Μέχρι και σήμερα πολλοί μετανάστες που έμειναν προσηλωμένοι στην ελληνική κοινότητα δεν έμαθαν ούτε μετά από 50 χρόνια άρτια τα γερμανικά παραμένοντας μεταξύ δυο κόσμων. Για τους Γερμανούς είναι οι μετανάστες, για τους δε Έλληνες της Ελλάδος είναι οι Γερμανοί. Ουσιαστικά όμως δεν είναι έτσι και παραμένουν μετέωροι. Ειναι οι άνθρωποι χωρίς πατρίδα. Εδω ξένοι… εκεί ξένοι.

Η ζωή στα εργοστάσια

Οι νέοι τις διασποράς βρέθηκαν απότομα έξω από τα νερά τους.

Οι περισσότεροι από αυτούς αγρότες και ψαράδες βρίσκονται από τη μια μέρα στην άλλη σε ένα άγνωστο και αρχικά εχθρικό περιβάλλον.

Το συμβόλαιό τους ήταν συγκεκριμένο και ο μισθός πολύ κατώτερος απʼ αυτόν του Γερμανού εργάτη.

Αν και η αποδοτικότητα σε τεμάχια (akkordarbeit) ήταν μεγαλύτερη όπου εργαζόντουσαν Έλληνες, η σύμβαση προέβλεπε φτηνά εργατικά χέρια. Μεγαλη αδικία για όλους τους φιλοξενούμενους εργάτες. Οπως είπε και πολύ εύστοχα ο Ελβετός συγγραφέας Max Frisch «καλέσαμε εργατικά χέρια και ήρθαν άνθρωποι».

Η Χριστιανική Ευαγγελική Εκκλησία ήταν πάντως συνεχώς δίπλα τους για κάθε βοήθεια όπως και οι φοιτητές που ανέβαιναν στη Γερμανία για σπουδές.

Ένας απʼ αυτούς ήταν και ο αδικοχαμένος Παύλος Μπακογιάννης που είχε αναλάβει την διεύθυνση μιας ελληνικής εκπομπής από το 1964 και από τα βραχέα της Deutsche Welle έφερνε τα ελληνικά και γερμανικά νέα κοντά στον ξενιτεμένο.

Η δουλειά χωρίς αυτοματισμό ήταν ιδιαίτερα βαριά και άφησε τα σημάδια της στα νεανικά τότε κορμιά.

Ο συνδικαλισμός για τον ανειδίκευτο Έλληνα εργάτη ήταν λέξη άγνωστη και παραξηγημένη. Ιδιαίτερα στην περίοδο της δικτατορίας πολλοί ήταν αυτοί που πίστευαν πως πρόκειται για κομμουνιστές και έτσι απείχαν.

Ποιος θα φανταζόταν τότε ότι 50 χρόνια αργότερα Έλληνες θα είναι επικεφαλής γερμανικών συνδικάτων;

Πολλοί Έλληνες δεν άντεξαν αυτόν τον τρόπο ζωή και όπως ανέβηκαν Γερμανία έτσι ξαναέφυγαν.

Όσοι παρέμειναν βρέθηκαν αντιμέτωποι με την εχθρική συμπεριφορά των Γερμανών μαέστρων και κάπων (προϊστάμενοι).
Έκαναν υπομονή σε πολλές αδικίες επειδή τα δικαιώματά τους ήταν πολύ περιορισμένα. Ακόμη και άρρωστοι πήγαιναν στη δουλειά για να μην γίνονται στόχοι.

Όταν προς το τέλος του 1970 εισχώρησε ο αυτοματισμός στη βαριά βιομηχανία υπήρξε ένα μεγάλο κύμα ανεργίας εφόσον και τα γερά ελληνικά χέρια δεν ήταν πια τόσο απαραίτητα.

Ήταν ένας λόγος για πολλούς να επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Η εποχή κλονίστηκε από απεργίες και για μεγάλο διάστημα είχε καθιερωθεί το 35ωρο (Kurzarbeit).

Όσοι άνεργοι παρέμειναν βρήκαν φυσικά εργασία σε άλλους τομείς. Η Γερμανία πριν την ενοποίησή της είχε πάντα τρόπο να απασχολήσει ανθρώπους που δεν φοβόντουσαν τη δουλειά.

Ο ελληνικός πληθυσμός από 400.000 που είχε φτάσει το 1972 πέφτει στις 150.000. Σʼ αυτούς όμως προστίθενται άλλες 130.000 που έρχονται για πρώτη φορά στη Γερμανία και επιπλέον κάπου 48000 παιδιά που γεννήθηκαν στο διάστημα αυτό. Από τότε έως και σήμερα ο πληθυσμός κυμαίνεται εκεί γύρω στις 350.000 (ακριβές στατιστικά στοιχεία στον πίνακα πιο κάτω).

Η ελληνική εκπαίδευση

Όταν κατέφθασαν γυναίκες και παιδιά από την Ελλάδα, δημιουργήθηκε αμέσως το εξής πρόβλημα.

Πού θα πήγαιναν τα παιδιά σχολείο;

Οι πρώτοι Έλληνες δάσκαλοι εντοπίστηκαν τυχαία ανάμεσα στους εργαζόμενους στα εργοστάσια.

Με περίσσιο μεράκι και αγάπη ιδρύσαν τα πρώτα ελληνικά σχολεία ενώ κατόπιν άρχισαν να έρχονται και Έλληνες εκπαιδευτικοί με απόσπαση από την Ελλάδα.

Ήταν φανερό ότι εκτός από την ελληνική γλώσσα τα παιδιά έπρεπε να μάθουν και τη Γερμανική και για να επιτευχθεί αυτό έγιναν αρκετά πειράματα σε σχέση με το μοίρασμα των μαθημάτων. Αποτέλεσμα βέβαια ήταν να μην έχουν πλήρη εκπαίδευση ούτε στην μια ούτε στην άλλη γλώσσα.

Το δικό μου ελληνικό σχολείο είχε εγκατασταθεί σε ένα νεόδμητο υπερσύγχρονο κτίριο. Η γερμανική διεύθυνση του σχολείου μας διέθεσε τρεις τάξεις στο υπόγειο του κτιρίου, αλλά ουδεμία σχέση με τα υπόγεια που φαντάζεστε.

Τολμώ να πω πως μακάρι τα σημερινά ελληνικά σχολεία να ήταν όπως εκείνο το υπόγειο το 1966.

Η διδασκαλία στο δημοτικό μπορεί να κριθεί ικανοποιητική. Ωστόσο, εγώ πήρα την απόφαση να ακολουθήσω την γερμανική παιδεία για να έχω μια πλήρη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.

Το 1972 ελληνικά γυμνάσια δεν υπήρχαν πάρα μόνο σε μεγαλύτερες πόλεις. Η βαριά βιομηχανία της Γερμανίας υπήρχε όμως και σε πόλεις των 30.000 κατοίκων και φυσικά τα παιδιά σε αυτές τις περιοχές έπρεπε να μετακινούνται χιλιόμετρα μακριά για το επόμενο Γυμνάσιο.

Η πλειοψηφία της δεύτερης γενιάς Ελλήνων ακολούθησε τους γονείς στα εργοστάσια και στην πόλη μου, μόνο τρία παιδιά εκείνη την εποχή αποφασίσαμε να μπούμε στα βαθιά με τη γερμανική εκπαίδευση.

Η νομαρχία της πόλης μου είχε βρει έναν πρωτότυπο τρόπο να μυήσει τους ξένους στη γερμανική γλώσσα.

Εθελόντριες δασκάλες και νοικοκυρές μάς δέχονταν σπίτι τους και μαζί με τα δικά τους παιδιά μάς παρέδιδαν μαθήματα. Ετσι η εισαγωγικές εξετάσεις για το γερμανικό γυμνάσιο ήταν πολύ πιο εύκολες.

Το 1976 οι Έλληνες αποφοίτoι της Πρωτοβάθμιας Γερμανικής Εκπαίδευσης ήταν 19%, ενώ από το Γυμνάσιο-Λύκειο μόνο 1,2%. Πολλοί γονείς έστειλαν το διάστημα εκείνο τα παιδιά πίσω στην Ελλάδα για να επισκεφτούν εκεί το γυμνάσιο. Αλλοι πάλι τα είχαν αφήσει εξʼ αρχής στις γιαγιάδες και μεγάλωναν χωρίς τους γονείς τους.

Κατά την ταπεινή μου γνώμη, απαράδεκτο, μιας και υπήρχε η ευχέρεια να τα έχουν μαζί τους στη Γερμανία. Οι σχέσεις παιδιών –γονέων ποτέ δεν αποκαταστήθηκαν, τουλάχιστον στις περιπτώσεις που γνωρίζω.

Σήμερα πλέον η ελληνική Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση είναι προσιτή σε κάθε Ελληνόπουλο όπου και αν ζει στη Γερμανία.

Θεσπίστηκε ειδικός νομός για τους αποφοίτους της διασποράς για να μπορούν να μπαίνουν σε ειδικό κύκλο Πανελληνίων Εξετάσεων.

Τα ελληνικά πανεπιστήμια τα προτιμούν σαφώς γόνοι μεταναστών των τελευταίων 2 δεκαετιών και όχι η τρίτη γενιά.

Οι εθνικές μας εορτές ποτέ δεν υστερούσαν απέναντι των εκδηλώσεων της Ελλάδος, εκτός της παρέλασης φυσικά.

Οι μητέρες με περίσσιο ζήλο έραβαν παραδοσιακές ενδυμασίες και οι αίθουσες εκδηλώσεων ήταν κατάμεστες από κόσμο.

Αν και μακριά από την Ελλάδα, οι Έλληνες έμεναν πάντα πιστοί στις παραδόσεις. Τα ήθη και έθιμα περνούσαν από γενιά σε γενιά χάρη στους γονείς και τους δασκάλους.

Η ελληνική διασκέδαση

Μετά από μια κουραστική μέρα υπήρξε η ανάγκη του μετανάστη για χαλάρωση και κουβεντούλα. Πρώτο σημείο συνάντησης ήταν ο σταθμός του Μονάχου όπου τα Σαβ/κα συναντιόντουσαν εκεί τα παλικάρια, λες και το τσιμέντο του σταθμού μύριζε ακόμη Ελλάδα. Η συγκίνηση αυξανόταν όταν από μακριά κατέφθανε το “Ακρόπολις Εξπρές” φέρνοντας μαζί του νέα πρόσωπα που είχαν ακόμη ηλιοκαμένο δέρμα, με αγνό το βλέμμα και χιλιάδες όνειρα στις αποσκευές τους. Ελληνικες εφημερίδες γινόντουσαν επιτόπου ανάρπαστες και όλοι ήθελαν να μάθουν τα νέα της πατρίδας.

Με τον καιρό πολλοί Έλληνες προσπάθησαν να προσεγγίσουν τα γερμανικά καφενεία αλλά δυστυχώς οι ιδιοκτήτες υιοθέτησαν ένα μικρό απαρτχάιντ απέναντι στους ξένους με τα μελαμψά πρόσωπα.

Η επιθυμία δε των Ελλήνων για το δικό τους στέκι παρέμενε σταθερή και έψαχναν για διέξοδο.

Το συμβόλαιό τους δεν προέβλεπε σε καμιά περίπτωση την επιχειρηματικότητα και έτσι ο Έλληνας έβαλε για άλλη μια φορά το δαιμόνιο μυαλό του σε λειτουργία. Με έναν Γερμανό ως τυπικό ιδιοκτήτη άνοιξε ο δρόμος για ελληνικά καφενεία και εστιατόρια.

Από παντού ξεφύτρωναν μαγαζιά που φάνταζαν εξωτικά για τους ντόπιους όπως Σαντορίνη, Ζορμπάς, Ακρόπολις ή Διόνυσος. Διακοσμημενα στο πνεύμα της ελληνικής ταβέρνας με τις απαραίτητες φυσικά τοιχογραφίες, με πρώτο και καλύτερο τον Παρθενώνα.

Ανοιχτό από το πρωί για να εξυπηρετούν τις βάρδιες των εργαζομένων στα εργοστάσια με ελληνικό καφεδάκι και γλυκό του κουταλιού. Τα βραδάκια με πολλή μουσική και ρετσίνες να ιατρεύουν τον πόνο της ξενιτιάς.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που στην παρέα τους προσέρχονταν και Γερμανοί οι οποίοι εκτιμούσαν ιδιαίτερα την έξω καρδιά του Έλληνα.

Στις αρχές του ʼ70 άνοιξαν στη Στουτγάρδη και τα πρώτα κέντρα διασκέδασης. Οι “Νυχτερίδες“ και τα “Αστέρια“. Ήταν όμως ανδροκρατούμενα, κακόφημα γενικά με φασαρίες και τσακωμούς.

Ένα πιο κυριλέ κέντρο ανοίγει το 1976 με την επωνυμία «Μαξίμ».

Ακόμη θυμάμαι τις συζητήσεις των γλεντζέδων της πόλης μου όταν κανόνιζαν εξόρμηση στο Μαξίμ, ειδικά όταν ερχόταν κάποιος γνωστός τραγουδιστής.

Καζαντζίδης, Μαρινέλλα, Μοσχολιού, Περπινιάδης, ήταν μόνο μερικά από τα μεγάλα ονόματα του ελληνικού πενταγράμμου που πέρασαν από την αίθουσα.

Το κλάμα εύκολο στην κόχη του ματιού για τον Έλληνα μετανάστη, ειδικά όταν άκουγε την Μαρινέλλα στο “Μιλώ για τα παιδιά μου“ και τον Καζαντζίδη με τις “Φάμπρικες της Γερμανίας“.

Τα τραγούδια της μετανάστευσης δεν είχαν κάποιες ιδιαιτερότητες.

Οι στίχοι λίγοι, απλοί και επαναλαμβανόμενοι. Δεν ήταν ούτε Ελύτης ούτε Ρίτσος μελοποιημένος. Και όμως μιλούσαν τόσο στις καρδιές των Ελλήνων όσο τίποτα άλλο.

Το κλάμα του μπουζουκιού και η έμφυτη πονεμένη χροιά της φωνής του Καζαντζίδη κατέστησαν αυτά τα τραγούδια αξέχαστα, διαχρονικά, κλασικά.

Πέρα από τα κέντρα και τα εστιατόρια, η πρώτη γενιά ήξερε να κρατάει τις παραδόσεις της πατρίδας. Τα ξέφωτα του δάσους γέμιζαν Έλληνες κάθε Πρωτομαγιά και Πάσχα για να ψήσουν τα αρνιά και να καταναλώσουν τις νταμιτζάνες με τα κρασιά που έφερναν από την πατρίδα. Πάντα με τα τραγούδια της μετανάστευσης και φυσικά τη μουσική του τόπου καταγωγής τους. Οι πλειοψηφία των μεταναστών προερχόταν από τη Μακεδονία και τη Θράκη. Οπότε οι ήχοι τις ποντιακής λύρας έγιναν οικείοι ακόμη και στους Γερμανούς. Στο μέλλον δημιουργήθηκαν πολλές ποντιακές χορευτικές ομάδες που περιόδευαν σε όλοι τη Γερμανία φέρνοντας την πατρίδα πάντα λίγο πιο κοντά.

Στα γερμανικά γλέντια πάντα θα υπήρχε η ελληνική γωνιά με την ψησταριά και τα σουβλάκια, το μαγνητόφωνο με τα ελληνικά λαϊκά και αμέτρητα κιλά ρετσίνα.

Αρκετοί Γερμανοί προσερχόντουσαν στις παρέες μας και μετά από άπειρα ποτήρια ρετσίνας τολμούσαν και τη ζεμπεκιά.

Πολλοί ήταν οι Γερμανοί που μας αγάπησαν εμάς τους Έλληνες. Ο μετανάστης λειτούργησε ως πρέσβης της Ελλάδος στο εξωτερικό.

Μέσα από εμάς έμαθαν για την κουλτούρα της χώρας, έκαναν τα πρώτα τους ταξίδια σε φιλικές οικογένειες και λίγο - λίγο η Ελλάδα έγινε ένας πρώτης τάξεως τουριστικός προορισμός.

Η δεύτερη και τρίτη γενιά

Τα παιδιά των πρώτων αυτών οικονομικών μεταναστών όπως προανέφερα ακολούθησαν τον δρόμο των γονέων στα εργοστάσια ή διαφοροποιήθηκαν ελάχιστα.Οι τεχνικές σχολές (Berufschule) ήταν η κυρία προτίμησή τους απʼ όπου και αποφοίτησαν σε διάφορες τέχνες.

Ένα άλλο μικρό μέρος πάλι ακολουθησε την ελληνική παιδεία στα ελληνικά ΤΕΙ και ΑΕΙ.

Η τρίτη γενιά πλέον έχει ενταχτεί ομαλά στη γερμανική κοινωνία. Η ελληνική γλώσσα για τα παιδιά αυτά είναι πια άγνωστη και η Ελλάδα μια όμορφη χώρα για διακοπές.

Γόνοι δεύτερης γενιάς προερχόμενοι από μικτούς γάμους έχουν εισχωρήσει στη γερμανική κοινωνία ώς τα ανώτατα αξιώματα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Γερμανός ευρωβουλευτής και πολύ αγαπητός σε όλους τους Κρητικούς, Γιώργος Χατζημαρκάκης.

Από πατέρα Κρητικό (καταγωγή από Ιεράπετρα) και μητέρα Γερμανίδα απόλαυσε μια πλήρη γερμανική παιδεία και έκανε έναν σπουδαίο κύκλο σπουδών.

Το 2004 εκλέγεται βουλευτής Φιλελευθέρων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Σαφώς η δεύτερη γενιά μικτών γάμων είχε πλεονέκτημα απέναντι των υπολοίπων και αυτό οφείλεται ξεκάθαρα στην επιρροή της Γερμανίδας μητέρας και την ελάχιστη επαφή με τις ελληνικές κοινότητες.

Αυτό που εγώ έμαθα τελικά τόσα χρόνια στη Γερμανία είναι ότι όσο παραμένει ο Έλληνας προσηλωμένος και περιθωριοποιημένος στις ελληνικές κοινότητες και στις καθαρά ελληνικές παρέες και 200 χρόνια να περάσουν δεν πρόκειται να ενταχτεί πότε στη γερμανική κοινωνία.

Αντιθέτως, αυτοί που από την πρώτη γενιά απαρνήθηκαν την ελληνικότητά τους και έμαθαν καλά την ξένη γλώσσα δεν προβληματίστηκαν στην ενσωμάτωση. Δεν μπορεί όμως αυτό να το κάνει ο καθένας. Οι Έλληνες ως βαθιά συναισθηματικοί είχαν τα προβλήματά τους και ίσως τα έχουν ακόμη.

Μπορεί η δεύτερη και τρίτη γενιά να μην γνωρίζει πολύ καλά την Ελλάδα, αλλά ποτέ δεν έσβησε στη μνήμη των πατεράδων και των παππούδων τους.

Είναι αυτά τα παλικάρια που ήρθαν 19 και 20 χρονών, απέκτησαν οικογένειες και είναι σήμερα συνταξιούχοι. Μοιράζουν τον χρόνο και την ψυχή τους μεταξύ δυο πατρίδων και είναι μονίμως σε κάποιο αεροδρόμιο ή κάποιο σταθμό με δάκρυα στα μάτια όπως τα πρώτα εκείνα χρόνια.

Πότε αποχαιρετούν τα παιδιά και τα εγγόνια τους στην Γερμανία και πότε τα αδέλφια τους στην Ελλάδα. Οι γονείς τους πέθαναν προ πολλού και η είδηση τούς βρήκε υπό μορφή τηλεγραφήματος στερώντας τους πολλές φορές ακόμη και τη δυνατότητα να τους νεκροφιλήσουν.
“Καλέσαμε εργατικά χέρια και ήρθαν άνθρωποι” - “Max Frisch”

Δεν ήταν και λίγες οι θυσίες των γονιών και των παππούδων μας εκείνα τα χρόνια. Πολλοί αρρώστησαν και σέρνουν ακόμη τις ασθένειες των κακουχιών μαζί τους. Έκαναν όμως υπομονή για ένα καλύτερο μέλλον γιʼ αυτούς και για τα παιδιά τους.

Και κάπου εδώ είναι η ώρα να τους πούμε ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ .

Ένα ευχαριστώ για την υπομονή τους, την δύναμη τους και την αγάπη τους για εμάς. Την δεύτερη και τρίτη γενιά Ελλήνων της Γερμανίας. Η Γερμανία μας έμαθε πολλά. Δύσκολη χώρα στην αρχή, γη της απαγγελίας στην συνέχεια και δεύτερη πατρίδα στο τέλος.

Την πονάμε, την αναζητάμε γιατί μας έμαθε πολλά. Μέσα από τους επαναπατρισμένους Έλληνες ανέβηκε ο δείκτης πολιτισμού της χώρας μας, η οποία από τους διαφόρους κατακτητές είχε χάσει την ταυτότητα της.

Μας έμαθε οργάνωση, σεβασμό στον άνθρωπο και στην Πολιτεία. Μας έμαθε πως μπορούμε να ζούμε και χωρίς μέσον και ρουσφέτι επιτυχημένα. Μας έμαθε πως υπάρχει αξιοκρατία, αξιοπιστία και δικαιοσύνη, λέξεις που στην Ελλάδα φαίνεται να είναι ακόμη μη αποκοδικωποιημένες στον δίσκο της Φαιστού.

Και κάπου εδώ τελειώνω με την μικρή αυτή αναδρομή. Βάζω και την τελευταία μου τελεία ελπίζοντας πως κάποτε όλα θα αλλάξουν.

Πως η Ελλάδα θα πάψει πια να διώχνει τα παιδιά της, γιατί αυτό κάνει. Δεν φταίνε ούτε οι κατάρες του Οδυσσέα ούτε κάτι άλλο. Φταίει απλά και μόνο η επιπολαιότητα και αδιαφορία της Ελλάδας απέναντι στους πολίτες της.

Το 1960 έφευγαν ανειδίκευτοι εργάτες για τα ξένα, όπου έλπιζαν να βρουν αυτό που τους στέρησε η πατρίδα. Μια θέση εργασίας να ζήσουν με αξιοπρέπεια.

Σήμερα το 2010 και πάλι φεύγουν εκατοντάδες νιάτα για το εξωτερικό, αυτή τη φορά πτυχιούχοι με γνώσεις και περγαμηνές. Με δύο και τρία πτυχία και με άλλες τόσες ξένες γλώσσες.

Δεν είναι πια αγρότες, ούτε ψαράδες. Φεύγουν όμως γιατί η πατρίδα τους, τούς στερεί όχι απλά και μόνο μια θέση εργασίας, αλλά τους αφαιρεί ολοκληρωτικά την δυνατότητα να ονειρεύονται.

Το παλικάρι του 1960 έφυγε με τα όνειρα στις αποσκευές του και το παλικάρι του 2010 κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Ετσι λίγο-λίγο θα φεύγει η ελπίδα και το όνειρο από αυτήν την χώρα μεσʼ στις αποσκευές πάντα κάποιων.

Και στο τέλος δεν θα έχει μείνει πια τίποτα σε αυτόν τον τόπο, εκτός από τα δώρα του Θεού, τον ήλιο και την θάλασσα, για τα οποία καμιά κυβέρνηση δεν χρειάζεται να κοπιάζει .

Στατιστικά

-Η Γεν.Γραμ.Αποδημου Ελληνισμού υπολογίζει τους Έλληνες της Γερμανίας στους 370000 για το έτος 2006.

-Ο μέσος όρος παραμονής των Ελλήνων στην Γερμανία είναι 22 χρόνια.

Αναλυτικά: αριθμός κατοίκων της Γερμανίας από το 1967 – 2003

1967 - 200.961 1973 - 407.614 1979 - 296.203

Εδώ επέστρεψαν στην Ελλάδα 150 000 περίπου, αλλά ωστόσο ανέβηκαν άλλες 100.000 καινούργιοι, συν 48.000 περίπου παιδιά που γεννήθηκαν.

1985 - 280.614 1991 - 336.893

2000 - 365.438 2003 - 354.600


Μετανάστες για μια καλύτερη ζωή...

Το ξεκίνημα της πιο έντονης μετανάστευσης των Ελλήνων σημειώθηκε πριν από 50 χρόνια και σηματοδοτήθηκε από μια απλή πρόταση «Σύμβαση Περί Επιλογής και Τοποθετήσεως Ελλήνων εργατών εις γερμανικάς επιχειρήσεις».

Ήταν η κορύφωση και το τέλος του μαζικού ξενιτεμού των Ελλήνων προς την Αμερική, την Αυστραλία, την Αφρική τον 20ο αιώνα.

Δύσκολα τα μεταπολεμικά χρόνια στη χώρα μας, με τα χωριά να ερημώνουν από την εσωτερική μετανάστευση προς τις μεγαλουπόλεις, λόγω της φτώχιας και της ανεργίας. Αλλά κι εκεί, λύση δεν υπήρχε. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να θρέψει τα παιδιά της. Έτσι, η υπογραφή της ελληνογερμανικής Σύμβασης, αποτέλεσε μία «μεγάλη ευκαιρία» για χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες, που παρά την τρομερή εμπειρία της γερμανικής κατοχής και τον μεγάλο αριθμό των θυμάτων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα, ξεκίνησαν για τη Γερμανία, αναζητώντας το νέο, το καλύτερο, το αναγκαίο.

Στην ουσία, πολλοί εξ αυτών δεν γνώριζαν καν τι υπογράφουν, έπαιρναν τις απαραίτητες οδηγίες και με τη σφραγίδα στο διαβατήριο έφευγαν για τη χώρα, που τούς υπόσχονταν ένα καλύτερο μέλλον από αυτό που τους επιφύλασσε η πατρίδα. Τελικά, ήταν μία μετανάστευση «άγρια», όπως τονίζουν πολλοί από τους πρώτους Έλληνες, που πήραν τον δρόμο για τα ξένα. Χωρίς προοπτικές. Οι Γερμανοί τούς θεωρούσαν τότε προσωρινούς, φιλοξενούμενους εργάτες, «τεμάχια», όπως τους χαρακτήριζαν τα γερμανικά εργοστάσια και τα ανθρακωρυχεία, όταν ζητούσαν εργατικά χέρια από την Ελλάδα και αλλού.

Gastarbeiter (φιλοξενούμενοι εργαζόμενοι) τούς αποκαλούσαν ή Katzelmacher, όπως υποτιμητικά χαρακτήριζαν στη Βαυαρία τους μετανάστες, που προέρχονται από τις νότιες χώρες. Σκληρά τα πρώτα χρόνια και όπως διαπίστωσαν οι μετανάστες η Γερμανία δεν ήταν … Αμερική, όπως την ονειρεύονταν κάποιοι.

Ειδικά στο ξεκίνημα, η στέγαση των μεταναστών εργατών γινόταν σε παραπήγματα, τα οποία, εν μέρει, προέρχονταν από την εποχή του Β'Παγκοσμίου Πολέμου, όπως αναφέρεται στα αρχεία του Κέντρου Τεκμηρίωσης και του Μουσείου DOMiD, της Κολωνίας. Κάθε εργάτης είχε στη διάθεσή του ένα κρεβάτι σε κουκέτα, ένα ντουλάπι που κλείδωνε, μια θέση στο τραπέζι του φαγητού και μια καρέκλα ανά άτομο. Οι εστίες, χωρισμένες ανά φύλο (αν υπήρχαν αντρόγυνα έπρεπε να χωρίσουν), συχνά αποτελούσαν τμήμα των εργοστασιακών εγκαταστάσεων.

Πολλοί από τους πρώτους Έλληνες μετανάστες, έχοντας συνταξιοδοτηθεί, επέστρεψαν στα χωριά τους. Δεν είναι λίγοι, όμως, εκείνοι που έμειναν στη Γερμανία, για να είναι κοντά στα παιδιά και τα εγγόνια τους, στη δεύτερη πια πατρίδα. Χαρακτηριστικό είναι ένα στιχάκι ανώνυμου μετανάστη: «Τώρα που την πήρες την πολυπόθητη σύνταξή σου γιατί δεν επιστρέφεις στην πατρίδα, την Ελλάδα; Τότε που ήθελα δεν μπορούσα. Τώρα που μπορώ, δεν θέλω. Η νοσταλγία μου αρκεί».

«Γραμμή της Ελπίδας»

Αν, λοιπόν, ήταν τυχεροί οι υποψήφιοι μετανάστες, που κατακλύζανε καθημερινά τις Γερμανικές Επιτροπές, έπαιρναν την πολυπόθητη «πράσινη κάρτα» εργασίας. Γι'αυτούς που έκαναν αίτηση στην Αθήνα, το ταξίδι ξεκινούσε συνήθως από τον Πειραιά, με το θρυλικό φέριμποτ «Κολοκοτρώνης», για να φτάσουν στο Μπρίντεζι της Ιταλίας και στη συνέχεια, με τρένο, για τη Γερμανία. Από τη Θεσσαλονίκη ταξίδευαν προς το Μόναχο, με ειδικές αμαξοστοιχίες, που ήταν συνήθως υπερπλήρεις, καθώς μετέφεραν, σε πολλές περιπτώσεις, πάνω από 1.000 άτομα. Τα μαζικά αυτά ταξίδια, τα οποία η γερμανική διοίκηση μέχρι το 1972 τα ονόμαζε «μεταφορές», έχουν χαραχτεί βαθιά στη μνήμη των μεταναστών.

Στο ταξίδι από Θεσσαλονίκη προς Μόναχο πολλοί κάθονταν πάνω στη βαλίτσα τους, κατά τη διάρκεια όλου του ταξιδιού, που κρατούσε δυόμισι μέρες. Ειδικοί συνοδοί διενεργούσαν ελέγχους μέσα στο τρένο και υποδείκνυαν στους ταξιδιώτες πώς να χρησιμοποιούν τις τουαλέτες, τούς εφιστούσαν την προσοχή στην καθαριότητα και τούς απαγόρευαν να πετούν σκουπίδια από το παράθυρο. Κανείς από τους μετανάστες δεν συνειδητοποιούσε τότε ότι, οι «παραβάσεις των ορίων» θα αποτελούσαν τα θεμέλια της μελλοντικής τους ζωής.

Στο Μόναχο, τα τρένα έφθαναν στη γραμμή 11, την οποία οι Ιταλοί είχαν βαφτίσει «Γραμμή της Ελπίδας». Από εκεί, τούς οδηγούσαν στο πρώην αεροπορικό καταφύγιο, κάτω από το σιδηροδρομικό σταθμό, που είχε διαμορφωθεί σε αίθουσα διαμονής. Από την πρωτεύουσα της Βαυαρίας, οι μετανάστες προωθούνταν κυρίως στη μεταλλουργική βιομηχανία, στα εργοστάσια κατασκευής ηλεκτρολογικών και ηλεκτρονικών ειδών, αλλά και στις χημικές βιομηχανίες, από τη Νυρεμβέργη έως τη Στουτγάρδη, την Κολωνία και το Ντίσελντορφ, το Αμβούργο και το Βερολίνο.

Από το Ηράκλειο η πρώτη δασκάλα!
Mε τα παιδιά των μεταναστών στο Μόναχο 

Έχουν περάσει γενιές και γενιές Ελλήνων της Γερμανίας από τα χέρια της. Όλοι, αναφέρονται με σεβασμό στην πρώτη δασκάλα που έφτασε στο Μόναχο το 1959, μέσω ενός προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών, έχοντας αποφοιτήσει από την Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Ο λόγος για την Μαρίνα Μούσα, το γένος Σταματάκη, από το Ηράκλειο.

«Τελικά, επέλεξα να μείνω στο Μόναχο για να συνεχίσω τις σπουδές μου, κάνοντας μετεκπαίδευση στη θεραπευτική αγωγή. Εκεί, γνωρίστηκα με πολλούς Έλληνες, με τους οποίους είχαμε την ιδέα να μαζέψουμε τα Ελληνόπουλα για να τα διδάξουμε τα ελληνικά», θυμάται η 74χρονη σήμερα εκπαιδευτικός.

«Ήταν πάνω από 200 παιδιά. Έτσι, δημιουργήσουμε ένα ελληνικό σχολείο, βάσει του γερμανικού εκπαιδευτικού προγράμματος, με τη βοήθεια του Βαυαρικού Υπουργείου Παιδείας. Στην αρχή, ήμασταν μόνο τρεις εκπαιδευτικοί. Ιδρύσαμε και ένα σύλλογο για την προστασία των συμφερόντων μας. Στην επιτροπή βάλαμε και τον Πρίγκιπα του Ανοβέρου, για να έχουμε την εύνοιά του. Το γυμνάσιο που ιδρύσαμε το ονομάσαμε Όττο, βασιλεύς της Ελλάδος'και αυτό ενθουσίασε τους Γερμανούς», συνεχίζει.

Η πρώτη αυτή προσπάθεια εξαπλώθηκε στη συνέχεια και σε άλλες πόλεις της Βαυαρίας. Αργότερα, η κα Σταματάκη αποφάσισε να μετακομίσει στη Ρηνανία-Βεστφαλία, ανταλλάσσοντας τη θέση της με τον διαπρεπή σήμερα καθηγητή, Βασίλειο Φθενάκη.

Πενήντα ένα χρόνια μετά την έλευσή της στη Γερμανία, η κα Σταματάκη, η οποία και σήμερα συνεχίζει να διδάσκει εθελοντικά, μιλάει για μία «αναγέννηση του ελληνισμού».

«Τα 50χρονα των Ελλήνων της Γερμανίας, που γιορτάσαμε πανηγυρικά στη Βόννη στις 2 Μαΐου, μου χαρίζουν καινούργια δύναμη, ενθυμούμενη τις πολλές προσπάθειες που καταβάλλαμε όλοι οι Ελληνες. Έστω και στην ηλικία που είμαι θα συνεχίσω να προσφέρω ό,τι μπορώ. Με χαρά διαπιστώνω και θέλω να το γράψετε αυτό, ότι οι Έλληνες της Γερμανίας έχουν ενσωματωθεί, χωρίς να έχουν αφομοιωθεί όμως, και αυτό το θεωρώ σημαντικό. Αυτή είναι άλλωστε η φύση του Έλληνα. Όπου και αν πήγε, με την εργατικότητα και το φιλότιμο που μας διακρίνει, αγάπησε το ξένο περιβάλλον και το έκανε δικό του, όπως και οι Έλληνες της Γερμανίας».

Παντρεμένη με τον Παλαιστίνιο, Ζαμίλ Μούσα, από το 1964, η κα Σταματάκη αντιμετώπισε την «απορία», όπως λέει, των φίλων Γερμανών, που δεν περίμεναν από την ίδια να κάνει έναν τέτοιο γάμο. Καταλήγοντας, δεν παραλείπει να μας αναφέρει ότι, στο αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε στις σχέσεις Ελλάδας-Γερμανίας, αντιτίθενται πολλοί Γερμανοί, οι οποίοι τονίζουν ότι οι σχέσεις των δύο χωρών δεν πρέπει να διαταραχτούν.


* Η Παναγιώτα Γιαννοπούλου είναι οδοντίατρος 




Viewing all articles
Browse latest Browse all 43316

Trending Articles



<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>