Νίκος Μαστοράκης. Σκηνοθέτης. Γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης, ζει στην πλατεία Αμερικής. Mιλάει ελάχιστα και δεν κάνει νέους φίλους.
Καταρχάς, δεν θεωρώ τον εαυτό μου Αθηναίο. Ήρθα στην Αθήνα το 1970, στα 15 μου, μεσούσης της Επταετίας. Είμαι ντάλα γενιά Πολυτεχνείου. Ήμουν, μάλιστα, μέσα στο Πολυτεχνείο μέχρι που μπήκε το τανκς – όπως και στη Νομική. Ήμουν τρομερά πολιτικοποιημένος και για μένα ήταν εντελώς αυτονόητο, όπως και για όλους τους συνομηλίκους μου, ότι οφείλαμε να αντιδράσουμε. Δεν ήταν ηρωισμός, γιατί, αντίθετα από σήμερα, θεωρούσαμε ότι ήμασταν α πριόρι κόντρα στις προηγούμενες γενιές. Υπήρχε απόλυτη έλλειψη ελευθερίας. Φυσικά και σκοτώθηκαν άνθρωποι. Αλλά για λίγες μέρες ζήσαμε μια «κομμούνα», αισθανθήκαμε μια ανάταση και το τελευταίο που σκεφτόμουν, προσωπικά, εκείνη τη στιγμή ήταν ο φόβος.
Έκανα τα δύο πρώτα χρόνια της Δραματικής Σχολής στο Θέατρο Τέχνης και με έδιωξαν γιατί ήμουν «αντιδραστικό» στοιχείο. Αυτό που με έκανε αντιδραστικό στοιχείο ήταν ότι ήμουν ανοιχτά ομοφυλόφιλος. Δεν έκρυψα ποτέ τι ήμουν και το να ζω όπως ζούσα ή όπως θα “θελα να ζω ήταν για μένα κάτι δεδομένο. Ο Κουν και όλοι γύρω του ήταν εξαιρετικά ομοφοβικοί.
Αποφοίτησα από τη Σχολή Κατσέλη, αν και δεν πήγα ποτέ να πάρω το πτυχίο μου, και αμέσως έφυγα για τη Θεσσαλονίκη, το ΚΘΒΕ. Πρόλαβα τα τελευταία ίσως χρόνια αυτού που ονομάζουμε «η ερωτική Θεσσαλονίκη». Υπήρχε ακόμα η πνευματική πόλη, ζούσαν ακόμα οι ποιητές και οι συγγραφείς της, η Πατεράκη άνοιγε το θέατρό της, ιδρύθηκε το Θεατρικό Εργαστήρι, άνοιξε το πρώτο μπαρ στην Ελλάδα, ο Δον Κιχώτης. Ήταν σαν να είχα βρεθεί σε μια άλλη χώρα. Παράλληλα, το Κρατικό, με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, περνούσε μια «χρυσή» εποχή.
Επέστρεψα στην Αθήνα μετά από τρία χρόνια. Η πόλη ζούσε την ευφορία της Μεταπολίτευσης, μια ελπίδα ότι αύριο θα γίνονταν όλα καλύτερα. Δεν έγιναν, αλλά αυτό τότε δεν το ξέραμε. Λίγο μετά ακολούθησα στη Βιέννη έναν έρωτα και έμεινα 10 χρόνια. Γράφτηκα στη Θεατρολογία και στην Ιστορία της Τέχνης, αλλά ήμουν πια μεγάλος για να αρχίσω από την αρχή. Η Βιέννη ήταν μια μητρόπολη, όσον αφορά την τέχνη. Καθώς δεν ήξερα γερμανικά, ξαφνικά βρέθηκα με ένα λεξιλόγιο μικρού παιδιού. Προσπαθούσα να εκφραστώ με ακρίβεια, αλλά αντελήφθην ότι όλα αυτά που έλεγα όσο ήμουν στην Ελλάδα ήταν μια πόζα, μια τάχα μου δήθεν διανόηση με τσιτάτα, και ξαφνικά έπρεπε να εκφραστώ με το ελάχιστο. Είδα τι σημαίνει «εκφράζομαι», να μπορείς με λίγες λέξεις να πεις πιο βαθιά πράγματα.
Από τη Βιέννη είχα την ευκολία να πετάγομαι όπου ήθελα για να βλέπω έργα τέχνης και παραστάσεις: Στρέλερ στο Μιλάνο, στο Βερολίνο για μία παράσταση του Στάιν, στο Παρίσι για τον Πατρίς Σερό. Οι σημαντικοί Ευρωπαίοι σκηνοθέτες αποτέλεσαν για μένα ένα εργαστήρι. Όσο περισσότερο ερχόμουν σε επαφή με το μεγάλο θέατρο, τόσο πιο πολύ το φοβόμουν κι έλεγα ότι είναι κάτι μεγαλύτερο από μένα.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, θεωρούσα ότι δεν θα ξαναπαίξω. Ότι, ίσως, θα έκανα μεταφράσεις. Μέχρι που μια μέρα μου τηλεφωνεί ο Βογιατζής. Παρόλο που τους είχα παρατήσει στις πρόβες της Σπασμένης Στάμνας για να φύγω στη Βιέννη, μου ζήτησε να παίξω ξανά. Έτσι βρέθηκα στη διανομή του Θείου Βάνια. Τον Λευτέρη τον ήξερα από 18 χρονών. Προσπάθησα να ξαναζεστάνω τη σχέση μου με την υποκριτική, αλλά δεν μου ήταν καθόλου ευχάριστο να παίζω κι αυτό είχε εξελιχθεί σε κρίσεις πανικού.
Ένα βράδυ με πήγε η Αρβανίτη να μου δείξει τη β” σκηνή της και μου είπε: «Θα κάνεις κάτι». Στην αρχή είπα όχι, αλλά μετά σκέφτηκα «ας το δοκιμάσω». Έτσι έκανα το Τρίπτυχο, την πρώτη μου παράσταση ως σκηνοθέτη. Μετά με κάλεσε ο Μπαντής στο Εμπρός και την τρίτη χρονιά με φώναξαν για άλλα τρία έργα. Από κει και πέρα, κανείς δεν με ξαναφώναξε για ηθοποιό.
Άργησα πολύ να αποδεχτώ την ταυτότητα του σκηνοθέτη. Δεν ήμουν εγώ που την απέδωσα στον εαυτό μου αλλά οι άλλοι. Και ποτέ δεν είπα μέσα μου «τώρα έγινα σκηνοθέτης». Αυτό που είπα είναι ότι έγινα ένας επαγγελματίας σκηνοθέτης. Γιατί θεωρώ ότι σκηνοθέτης είναι κάποιος που έχει ένα όραμα, μια κοσμοθεωρία, που έχει κατασταλάξει σε κάποια πράγματα. Εγώ, κάθε φορά που ξεκινάω να κάνω μια παράσταση, δεν ξέρω πώς θα την κάνω κι εκπλήσσομαι με αυτά που έχω να προτείνω στους ηθοποιούς. Όταν μου έρχεται μια ιδέα, αναρωτιέμαι: «Λες να γίνει κάτι μ” αυτό;». Δεν έχω καμιά σιγουριά. Αν με ρωτήσεις τι είναι σκηνοθεσία, δεν ξέρω να σου απαντήσω.
Είμαι ο πιο αυστηρός κριτής του εαυτού μου και επειδή έχω ένα κομμάτι ανικανοποίητου, κρίνω τις παραστάσεις μου ποσοστιαία. Από τη στιγμή που μπαίνεις στη διαδικασία, ξέρεις από πολύ νωρίς αν η παράσταση θα είναι καλή, κακή ή μέτρια. Υπάρχουν παραστάσεις μου που δεν μου άρεσαν καθόλου κι έγιναν επιτυχία και παραστάσεις που μου άρεσαν πολύ και δεν πάτησε άνθρωπος.
Με ενδιαφέρει πάρα πολύ το νεοελληνικό ρεπερτόριο. Θεωρώ ότι πρέπει να στηρίζουμε τα νεοελληνικά έργα, γιατί η γραφή στο θέατρο είναι το πιο σημαντικό. Εγώ, σε σχέση με αυτά, νιώθω ένας απλός μεταπράτης. Πρέπει να υπάρχουν έργα, και τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχουν διεθνώς, γι” αυτό γίνονται μεταφορές βιβλίων και ταινιών.
Mastorakis--13-Το θέατρο είναι σκηνοθεσία, πάνω απ” όλα. Στα κλασικά έργα αυτό που αντέχει είναι ότι μπορούμε να τα δούμε και έτσι κι αλλιώς. Δεν νομίζω ότι τα κείμενα καταστρέφονται, θα είναι εκεί και αύριο και σε εκατό χρόνια. Έχει όμως σημασία το πώς αντιλαμβάνεται η εποχή ένα κείμενο.
Από το ’90 ζω στην Αθήνα και είναι τα περισσότερα χρόνια που έχω ζήσει σε ένα μέρος. Παρ” όλα αυτά, δεν αντιλαμβάνομαι καν τις εξελίξεις που γίνονται και κάθε φορά που βγαίνω, εκπλήσσομαι πραγματικά. Αυτό συμβαίνει γιατί λείπω συχνά σε μεγάλα ταξίδια στην Ασία και γιατί βγαίνω όλο και λιγότερο. Έχω σταματήσει πια τα μπαρ, αν και μου άρεσαν κάποτε κι έβγαινα συνεχώς. Έχω μεγαλώσει, δεν αντέχω τη δυνατή μουσική, έχω κουραστεί, χόρτασα!
Στην Ασία βρήκα κάτι που με κάνει να αμφιβάλλω όλο και περισσότερο για τη δυτική σκέψη. Οι άνθρωποι είναι ευχαριστημένοι με τα ελάχιστα. Ξαναθυμήθηκα πώς ζούσα όταν ήμουν παιδί. Βρήκα μια ηρεμία στην κατάσταση της σιωπής. Ελάχιστα μιλάω και δεν κάνω νέους φίλους.
Το Μεφίστο ασχολείται με ένα θέμα πολύ σημερινό, την άνοδο του φασισμού. Επίσης, θέτει το ερώτημα τι γίνεται με τους καλλιτέχνες και την εξουσία. Τέλος, είναι ένα έργο πάρα πολύ γοητευτικό γιατί ασχολείται με τον κόσμο του θεάτρου, και μάλιστα με πρόσωπα που υπήρξαν. Με φοβίζει η άνοδος του φασισμού, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη, που είναι τρομερή. Βλέπουμε ήδη τα αποτελέσματα. Στη Βουδαπέστη έδιωξαν τον διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου γιατί ήταν ομοφυλόφιλος κι έβαλαν ακροδεξιό. Τα πράγματα επαναλαμβάνονται τραγικά.