Στην εκπνοή του 19ου αιώνα, γεννήθηκε στη Σητεία Κρήτης μια φωτεινή μορφή για τη μουσική παράδοση της Ανατολικής Κρήτης, που έμελλε να την οδηγήσει, με συνοδοιπόρο το λαό, στο ψηλότερο σημείο της ποιοτικής της δημιουργίας, απ’ όπου ακτινοβόλησε και ακτινοβολεί σ’όλη την Κρήτη και πέραν από αυτήν.
Ο Στρατής Καλογερίδης γεννήθηκε το έτος 1883 στο Λιμάνι της Σητείας από γονείς καταγόμενους από την Ανατολική Κρήτη.
Πατέρας, ο Μανόλης Καλογερίδης από τον Ξυδά Καστελλίου Πεδιάδας Ηρακλείου, με σπουδές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Μητέρα, η ΄Αννα Τσαγκαράκη από τη Μυρσίνη Σητείας.
Ο πατέρας, Μανόλης Καλογερίδης, διορίστηκε βοηθός Σχολάρχη στη Σητεία, με Σχολάρχη τον Σεραφείμ Π. Φωκά.
Μετά τη λήξη της θητείας του στο Σχολαρχείο, διορίστηκε Τελώνης Σητείας.
Ο Στρατής Καλογερίδης ήταν το μεγαλύτερο τέκνο της οικογένειας . Ακολουθούν τα αδέλφια του Μαρίκα, Θεόκριτος, Γεωργία και Βαγγέλης.
Για την παιδική ηλικία του Καλογερίδη, η παράδοση αναφέρει πως είχε δείξει έντονα δείγματα ταλέντου στη μουσική. Για το λόγο αυτό, ο πατέρας του του αγόρασε ένα μαντολίνο. Σε σύντομο χρόνο έμαθε να παίζει σ’ αυτό κοντυλιές και να συγκεντρώνει κοντά στο σπίτι του τους γειτόνους, ΄Ελληνες και Τούρκους, την εποχή εκείνη της Τουρκοκρατούμενης Κρήτης.
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του, ο πατέρας του τον έστειλε στην Τουλώνα Γαλλίας, όπου ήταν εγκαταστημένη η αδελφή της μητέρας του Κατερίνα, παντρεμένη με Γάλλο Αξιωματικό.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο πατέρας του τον προόριζε να σπουδάσει Χημικός . Αντί δε αυτού, ο Στρατής προτίμησε να σπουδάσει μουσική στο βιολί και μάλιστα στο Κονσερβατουάρ των Παρισίων.
Οι εξακριβωμένες πληροφορίες μας, αναφέρουν πως η μετάβασή του έγινε στην Τουλώνα Γαλλίας, όπου παρακολούθησε σε Σχολή μαθήματα που είχαν σχέση με τη Χημεία, αλλά στον κλάδο της φωτογραφίας, επάγγελμα που θα ασκήσει στη συνέχεια στο Ηράκλειο Κρήτης.
Αναφορικά με τη θεωρητική μουσική εκπαίδευση του Καλογερίδη, εξακριβώσαμε, πως στην Τουλώνα υπήρχε και υπάρχει και σήμερα Παράρτημα του Κονσερβατουάρ Παρισίων.
Ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα του, θα αναγκάσει τον Καλογερίδη να επιστρέψει στη Σητεία, αφού, όπως αποδείχτηκε, παρέμεινε στη Γαλλία ικανό χρόνο για να εκπληρώσει το σκοπό του, της επαγγελματικής του ειδίκευσης.
Από τις παρτιτούρες του προκύπτει, πως παράλληλα με τα μαθήματα της μουσικής που έπαιρνε στην Τουλώνα, ασχολείτο και με την παραδοσιακή μουσική της πατρίδας του.
Η παρτιτούρα που φέρει χρονολογία «Τουλών 1905», δείχνει πως η αρχή της δημιουργίας της κοντυλιάς Fa maggiore, με τρία γυρίσματα, έγινε στη Γαλλία.
Με αυτήν την κοντυλιά στη συνέχεια, θα δείξει όλη τη μουσική συνθετική έμπνευσή του, μέσα στα παραδοσιακά πλαίσια και μοτίβα, αλλά και τη μεγάλη του δεξιοτεχνία στο βιολί.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός, πως πριν αναχωρήσει για τη Γαλλία, είχε γαλουχηθεί με τη μουσική παράδοση της περιοχής Σητείας. Την περίοδο εκείνη μεσουρανούσαν οι κοντυλιές του Φοραδάρη (Κωστή Χατζαντωνάκη) από τη Ζήρο Σητείας. Γι’ αυτό, όπως προκύπτει και από τις πάρτιτούρες του, μετά την επιστροφή του από τη Γαλλία, ιδιαίτερα επέμεινε στη συλλογή μουσιικής από τους λαϊκούς οργανοπαίχτες της Ζήρου και των γύρων από αυτήν χωριών.
Η ακριβής χρονολογία μετάβασης στη Γαλλία και επάνοδος, δεν είναι γνωστή.
Υπολογίζεται δυο τουλάχιστο χρόνια πριν τη χρονολογία που αναγράφεται στην παρτιτούρα (1905) για τη μετάβαση.
Η εγγονή του Μαίρη, κόρη της θυγατέρας του Γεωργίας, που έχει εγκατασταθεί πριν πολλά χρόνια στην Αυστραλία και έχει κάνει οικογένεια εκεί, σε πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε, σε σχετική ερώτησή, είπε πως ο παππούς της είχε ζήσει στη Γαλλία επτά χρόνια και μιλούσε άπταιστα τη Γαλλική γλώσσα.
Μετά την επάνοδό του από τη Γαλλία, παρέμεινε αρκετό χρόνο στη Σητεία, μέχρι να είναι σε θέση να εγκατασταθεί επαγγελματικά στο Ηράκλειο, όπου πάλι από τις παρτιτούρες του προκύπτει πως αυτό συνέβη γύρω στο έτος 1912.
Κατά το χρόνο διαμονής του στη Σητεία, ασχολήθηκε με τη μουσική παράδοση της περιοχής. Τη μουσική αυτή την έπαιρνε από τους λαϊκούς οργανοπαίχτες που τους συναντούσε στα διάφορα χωριά, όχι μόνο της περιοχής της Σητείας, αλλά και του Μεραμπέλλου. Αυτό διαπιστώνεται από τις παρτιτούρες του.
Μετά την εγκατάστασή του στο Ηράκλειο, θα συνεχίσει την επαφή του με τους λαϊκούς οργανοπαίχτες της περιοχής του Νομού Ηρακλείου από τους οποίους θα συλλέγει τις παραδοσιακές κοντυλιές, από λύρες, βιολιά μαντολίνα αλλά και ασκομαντούρες.
Στο Ηράκλειο , παράλληλα με τις επαγγελματικές του εργασίες στο καλλιτεχνικό φωτογραφείο που είχε δημιουργήσει, θα ασχοληθεί και θα αφιερώνει πολύ χρόνο στην επεξεργασία του μουσικού υλικού που είχε συλλέξει από τους λαϊκούς οργανοπαίχτες των Νομών Λασιθίου και Ηρακλείου.
Από το υλικό αυτό, θα προκύψουν μεταγενέστερα τα παρακάτω έργα του:
1.Σε παρτιτούρες μουσικά κομμάτια από κοντυλιές πρωτότυπες και διασκευασμένες. Επίσης πρωτότυπες μελωδίες.
Η καταγραμμένη αυτή μουσική, παραχωρήθηκε στο Δήμο Ηρακλείου και τηρείται από τη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη.
2. Με βάση το παραπάνω υλικό και συμπληρωματικές μουσικές προσθήκες και νέες συνθέσεις, δημιουργείται το τελειότερο από τα μουσικά έργα του σε κοντυλιές τραγουδιστικές και χορευτικές. Το μουσικό αυτό έργο δισκογραφήθηκε σε δίσκους των 75 στροφών.
Ο Καλογερίδης, μ’ αυτά τα έργα της δισκογραφίας του έγινε γνωστός , αγαπήθηκε και χειροκροτήθηκε όσο κανείς άλλος στο χώρο της Ανατολικής Κρήτης «και τον καθιέρωσαν στην ψυχή του ευρύτερου κοινού ως τον λαϊκό βάρδο της Κρήτης» κατά τη διατύπωση του αείμνηστου Καθηγητή Μουσικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργου Αμαριανάκη, στη Συλλογή της «Κρητικής Μουσικής»-έργων του Καλογερίδη- που εκδόθηκε με δική του μέριμνα από το Δήμο Ηρακλείου.
Κατά την προ του 1940 χρονική περίοδο, έκανε εκπομπές με το βιολί και τη μουσική του από το Ε.Ι.Ρ, ερχόμενος στην Αθήνα ειδικά για το σκοπό αυτό.
Ο Καθηγητής Γιώργος Αμαριανάκης, αναφέρει στην Εισαγωγή της ίδιας Συλλογής της «Κρητικής μουσικής» που εκδόθηκε, τα εξής:
«….Ο Καλογερίδης πέτυχε κάτι το πολύ σημαντικό. Ξεκινώντας δηλαδή από τη λαΙκή παράδοση και χωρίς να απομακρυνθεί από αυτήν, έφτιαξε περίτεχνες συνθέσεις «έντεχνες λαϊκές συνθέσεις», οι οποίες ξαναγύρισαν πίσω στο λαό, ξαναπέρασαν στο κανάλι της προφορικής παράδοσης και παίζονται από τους λυράρηδες ακόμη και μέχρι σήμερα ως –κοντυλιές του Καλογερίδη- …»
Και στη συνέχεια: «….Από την ‘αποψη αυτή, η συμβολή του Καλογερίδη στη συντήρηση και εξέλιξη της παραδοσιακής Κρητικής Μουσικής, υπήρξε μπορούμε να πούμε αξιόλογη……..Με τις καταγραφές του από το ένα μέρος διέσωσε πολλές κοντυλιές ……από το άλλο άνοιξε καινούργιο δρόμο για την τεχνικότερη εκτέλεση των δημοτικών μελωδιών της Ανατολικής κυρίως Κρήτης…..»
Το έτος 1960 προσβάλλεται από σοβαρή ασθένεια. Αναγκάζεται να πουλήσει ορισμένα από τα βιολιά του (είχε πέντε κατά την εγγονή του) για να αντιμετωπίσει τα έξοδα της νοσηλείας του στην Αθήνα. Δυστυχώς όμως χωρίς αποτέλεσμα.
Ο Καλογερίδης, την 25-7-1960, αναχώρησε για το μεγάλο ταξίδι του μαζί με τη μουσική σκέψη του και το ανεπανάληπτο δοξάρι του.
Ενταφιάστηκε στο Κοιμητήριο της Καλλιθέας Αττικής.
ΠΗΓΗ: http://www.easterncretanviolonmusic.gr/