Μοιρολόι της Ανωπολίτησας μάνας για το θάνατο του γιού της,
που έπεσε στη μάχη του Κουρνά το 1770.
Ήταν ο πρώτος νεκρός της επανάστασης Δασκαλογιάννη.
«Μαρμαρωμένο σε θωρώ Πωλιό μου ,
αγρίμι τω Μαδάρω κι εδικό μου.
Μιλώ σου και δε μου μιλείς , κλωνάρι μου,
πιάνω σε, και μου φεύγεις παλικάρι μου.
Που πάεις με τέθοιαν άνοιξη, καλέ μου,
που πάεις με τέθοιον ήλιο , σύντροφέ μου»;
Μοιρολόι της Πατακίνας πεθεράς του Παύλου Ζαμπέτη 1770
Γιέ μου , θλιφτή παραγγελιά σου φερν’ απού τα όρη ,
χαιρετισμό μιάς άμοιρης , που να ‘ ρθει δεν εμπόρει .
Ξαθά μαλλιά π’ανάθρεφε , επά και χρόνια τόσα,
να στρώνει προσκεφάλι σου , κι ιδέ πως αποδώσα.
Κάθε κλωνί κι απαντοχές τσι σύγκοψε ολπίδα.
μα οψές ουλες τα απαντοχές τσι σύγκοψε η λεπίδα.
Ρωτώ τον καπετάνιο σου, το Δάσκαλο το Γιάννη,
όντεν αθούσι τα κλαδιά , πόλεμο γιάντα κάνει,
και παίρνει ο ήλιος πούλουδα και παλικάρια ο Χάρος ,
και τα παντέρμα τα Σφακιά διπλόν το ‘ χουν το βάρος.
Φωνήν και κλάημαν άκουσα στσή Μεσαράς τη μπάντα.
Σε ποια μεριά τση Μεσαράς , σε ποια μεριά του κάμπου;
Είς το Τυμπάκι το ΄λεγε μια Σφακιανή κοπέλα,
κι έκλαιγε τον υγιούκα τζη κι έκλαιγε τον υγιό τζη:
«Γιέ μου, που σ ‘ ηύρ’ ο Χάροντας κι εμαχαιρόσφαξέ σε;
Κι α σ’ ηύρε στο ζευγάρι μας , να το ξεζευγαρώσω,
κι α σ’ ηύρε στο κουράδι μας , να το ξετσαφαρώσω ,
κι α σ’ ηύρε στο περβόλι μας , νερό να μην του δώσω,
κι α σ’ ηύρε εις την εκκλησιά, να μην τη λουτρουήσω ,
κι α σ’ ηύρηκε στη γειτονιά , να μην τη χαιρετήσω».
«Μάνα, λουτρούγα τσ’ εκκλησιές , χαιρέτα τσί γειτόνους,
μά μένα μ’ ηύρε ο Χάροντας στα’ αγάπης μου την πόρτα».