Ανεντρανίζω: υψώνω τα μάτια, συνέρχομαι, επανακτώ τις δυνάμεις μου, ανασηκώνομαι.
«Ανεντρανίζω άμα σε δω , μα δεν καταλαβαίνεις πόσο πολύ σε αγαπώ και όλο με αποπαίρνεις»
« Ω , την παντέρμη ξεφουρνιά , είντα λογιώ μυρίζει, μπαίνει βαθιά σου, άμα πεινάς , και σε ανεντρανίζει».
Μ.Ι.ΙΔΟΜΕΝΕΩΣ-ΚΡΗΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ