Το Πάσχα(Κατίνα Εκκεκάκη Μπουκιά)
Ήρθε και φέτος η Λαμπρή,
των χριστιανών η μέρα η μεγάλη,
στη σούβλα σιγοψήνεται τ΄ αρνί,
Χριστός ανέστη κάθε στόμα ψάλλει.
Παντού μοσχοβολά η πασχαλιά
κι η άνοιξη με τα πολλά λουλούδια.
Τσουγκρίζουμε τα κόκκινα τ΄ αυγά
κι έχουν λαμπάδες όμορφες τα κοπελούδια.
Στις εκκλησιές μυρίζει το λιβάνι
κι η φύση ντύθηκε στα γιορτινά.
Πίστη να λάμπουνε τα μάτια κάνει
και τις καρδιές γεμίζει η χαρά.
Γλυκά σημαίνουν οι καμπάνες
κι οι χριστιανοί ένας τον άλλονε φιλούνε.
Μεγάλοι και μικροί, παιδιά και μάνες
του Θεανθρώπου την ανάσταση υμνούνε.
Τα κεράκια της Λαμπρής (Στέλιος Σπεράντσας)
Το εκκλησάκι λάμπει απόψε σαν κρυστάλλι.
«Δεύτε λάβετε...» με γλύκα σιγοψάλλει.
Κι ο παππάς, που τ΄ άσπρο ράσο του φορεί,
κι όλοι πάνε για ν΄ ανάψουν το κερί.
Τι χαρμόσυνα η καμπάνα που σημαίνει,
τι χαρά που έχει κι ο κόσμος ο πιστός!
Πώς ευώδιασαν οι κήποι οι ανθισμένοι
τώρα, τώρα, που αναστήθηκε ο Χριστός!
Στο σπιτάκι μας γυρίζω σε λιγάκι
και στο δρόμο μου σκορπάω φεγγοβολιά.
Το καντήλι μας ανάβω και το τζάκι
κι αγκαλιάζω τους δικούς μου με φιλιά.
Στο τραπέζι η μαγειρίτσα μας αχνίζει.
Γύρω ελάτε με χαρά σας προσκαλώ.
Κόψε εφτάζυμο, πατέρα, που μυρίζει
κι ας τσουγκρίσουμε τ΄ αυγά για το καλό.
Επιτάφιος (Στέλιος Σπεράντσας)
Νύχτα μυρωμένη
Μ'Απριλιού δροσούλα.
Το φτωχό εκκλησάκι
Λάμπει στην κορφούλα.
Μέσα ο Επιτάφιος
Του Χριστού και πλάι
ο παππάς σκυμμένος
ψαλμωδίες σκορπάει.
Λουλουδιών ολούθε
Μυρωδιά χυμένη.
Κι η μικρή καμπάνα
Θλιβερά σημαίνει.
Ήσυχος ο κάμπος
Κι όλη γύρω η φύση
Καρτεράει το ξύδι
Λες να προσκυνήσει.
Μα το θείο το ξύδι
Να, προβαίνει τώρα.
Από τα κεράκια
Λάμπει η κατηφόρα.
Και γλυκιές παιδούλες
Ψέλνουνε τριγύρα:
«Έρραναν τον τάφο
Μυροφόρες μύρα».
Μ'Απριλιού δροσούλα.
Το φτωχό εκκλησάκι
Λάμπει στην κορφούλα.
Μέσα ο Επιτάφιος
Του Χριστού και πλάι
ο παππάς σκυμμένος
ψαλμωδίες σκορπάει.
Λουλουδιών ολούθε
Μυρωδιά χυμένη.
Κι η μικρή καμπάνα
Θλιβερά σημαίνει.
Ήσυχος ο κάμπος
Κι όλη γύρω η φύση
Καρτεράει το ξύδι
Λες να προσκυνήσει.
Μα το θείο το ξύδι
Να, προβαίνει τώρα.
Από τα κεράκια
Λάμπει η κατηφόρα.
Και γλυκιές παιδούλες
Ψέλνουνε τριγύρα:
«Έρραναν τον τάφο
Μυροφόρες μύρα».
Ο Χριστός και τα παιδάκια (Στέλιος Σπεράντσας)
Αφήστε τα παιδιά να ρθούν σε μένα,
φτωχών αθώα παιδιά και ταπεινών.
Αφήστε τα να παίξουνε σιμά μου.
Γι αυτά είν΄ η βασιλεία των ουρανών.
Τα χέρια μου ως απλώνω να ευλογήσω,
Τα ολόσγουρα ας χαϊδέψουν τους μαλλιά.
Χαρά μου είν΄ η χαρά τους. Κι ας μου γίνει
Μικρή πάλι η ζωή μου μια σταλιά.
Παιδάκια γεωργών, φτωχών ψαράδων.
Τι ξέρετε όμως, τάχα, έναν καιρό
Για με, για την αλήθεια, αν δεν φορέσουν
Στεφάνι μαρτυρίου αγκαθερό;
Αφήστε τα ναρθούν όλα σε μένα
με την αθώα, την άδολη καρδιά,
Τους πόθους τους να πουν, να μου ιστορήσουν.
Αφήστε να ευλογήσω τα παιδιά.
κι ας τσουγκρίσουμε τ΄ α