Αγαπητοί φίλες και φίλοι,
Σήμερα νοιώθω μεγάλη χαρά και τιμή που θα μιλήσω για έναν άνθρωπο και καλλιτέχνη που εκτιμώ και σέβομαι ιδιαιτέρως, τον Μανώλη Καζαμία, αλλά και για την μουσική ιστορία της οικογένειας του. Τέτοια αφιερώματα και τιμητικές διακρίσεις δικαιωματικά πρέπει να γίνονται και να δίδονται σε ανθρώπους με μεγάλη πολιτιστική προσφορά όπως είναι αυτός και η οικογένεια του.
Ο Μανώλης Καζαμίας γεννήθηκε το 1947. H καταγωγή του είναι από το Χαμέζι, το όμορφο αυτό βορινό χωριό της Σητείας. Είναι γόνος της γνωστής και με μεγάλη παράδοση μουσικής οικογένειας των Καζαμίων.
Πριν όμως μιλήσουμε γι αυτόν ας ξετυλίξουμε από την αρχή το κουβάρι ξεκινώντας από την 1η γενιά μουσικών της οικογένειας. Είμαστε κάπου στα τέλη του 19ου αι.
O παππούς του Γιώργης Καζαμίας ξεκινάει την παράδοση της οικογένειας στην λύρα. Δυστυχώς από την μέχρι τώρα έρευνα δεν γνωρίζουμε κάτι περισσότερο γι αυτόν. Το μόνο που γνωρίζουμε αφορά τον πατέρα του, του οποίου το επώνυμο δεν ήταν Καζαμίας αλλά Χασαπλαδάκης από ένα περιστατικό που συνέβη εκείνα τα χρόνια. Η ιστορία έχει ως εξής. Ο Δεσπότης Ιεραπύτνης και Σητείας ήτανε λέει παωμένος στο Χαμέζι και το μεσημεράκι, ενώ ήτανε καλοκαίρι, του λέει ο γέρο Χασαπλαδής: Άγιε Δέσποτα! Ανεμεκιάρου να πηγαίνεις γιατί θα ντακάρει να βρέχει! Ο Δεσπότης δεν τον πίστεψε και καθυστέρησε στο χωριό. Σαν ήφυγε δεν επέρασε ούτε μισή ώρα και ο Δεσπότης με τη συνοδεία εγιαήρανε στο Χαμέζι ολόβρεχτοι. Ντελόγο είπε του γέρου: Εσένα ήπρεπε να σε λένε Καζαμία! Από τότε κι ύστερα του κόλλησε το Καζαμίας.
Ο πατέρας του Μανώλη Καζαμία, ο Γιάννης Καζαμίας ή Καζαμιογιάννης (1913-1992), ξακουστός λυράρης άφησε εποχή με την δεξιοτεχνία του παιξίματος του και αποτέλεσε την 2η μουσική γενιά της οικογένειας.
Άρχισε την εκμάθηση της λύρας σχετικά μεγάλος σε ηλικία, μετά που γύρισε από στρατιώτης σε ηλικία 22 χρονών. Πρώτος δάσκαλος του ήταν ο Μανώλης Παρασκευάκης ή Κιρλίμπας στο παρανόμι, ο οποίος ήταν προγενέστερος του, κι αυτός εξίσου δεξιοτέχνης λυράρης. Ουσιαστικά η εκμάθηση γίνονταν με μαθητεία εξ ακοής δηλ. μόλις άκουγε ο Γιάννης ότι θα παίξει ο Κριλίμπας στο καφενείο πήγαινε έξω από το παράθυρο του καφενείου και γροικούσε με προσοχή το κάθε γύρισμα της κάθε κοντυλιάς. Ύστερα πήγαινε στο σπίτι του να σημειώσει τα γυρίσματα. Αυτός ήταν ο πιο συνηθισμένος τρόπος εκμάθησης των παραδοσιακών οργάνων εκείνης της εποχής, της λύρας και του βιολιού μιας και δεν υπήρχαν τότε ωδεία ή σχολές εκμάθησης παραδοσιακών οργάνων, όπως υπάρχουν σήμερα.
Ο Καζαμιογιάννης με τον γιο του Μανώλη τις απόκριες στο Χαμέζι
Σε ηλικία εικοσιπέντε χρονών ήταν πλέον φτασμένος λυράρης. Έφτασε σε τέτοιο επίπεδο δεξιοτεχνίας ώστε να τον θαυμάζουν και ο δάσκαλος του αλλά και ο έτερος Κιρλίμπας, ο Γιάννης Σολιδάκης από την Μαρωνιά. Ο Μανώλης Παρασκευάκης από τον οποίο είχε γαλουχηθεί στην παραδοσιακή μουσική της ανατολικής κρήτης, τον ερωτούσε με θαυμασμό <<πως το κάνεις το χέρι σου έτσι ρε Γιάννη; >> Είχε θα λέγαμε το θείο χάρισμα ώστε να <<σπάει>> φυσικά τον καρπό στο ένα χέρι και με το άλλο να χαϊδεύει τις χορδές με τα νύχια του. Έπαιζε όλα τα γνωστά γυρίσματα, όλες τις γνωστές κοντυλιές αλλά τα διάνθιζε και με δικά του γυρίσματα ώστε το παίξιμο του να αποκτήσει ταυτότητα και ιδιαίτερο χρώμα. Η λύρα στα χέρια του έβγαζε σπίθες, όπως μου είπε συγκεκριμένα ο γιος του ο Μανώλης.
Θα αναφέρω ένα πραγματικό περιστατικό το οποίο αξίζει να αναφερθεί για να καταλάβουμε την αξία αυτού του καλλιτέχνη.
Σύμφωνα με μαρτυρία ενός Χαμεζανού, πολύ παλιά, γύρω στο 60-65, πέρασαν από το χωριό ο Μουντάκης με τον Σκορδαλό. Τότε οι άνθρωποι του χωριού, όπως και σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της Ανατολικής Κρήτης δεν τους αναγνώρισαν αφού τότε δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, παρ όλο που τους είχαν ακούσει στους δίσκους της εποχής. Εκείνη την ημέρα είχε στηθεί γλέντι στο καφενείο του χωριού στο οποίο έπαιζε ο Καζαμιογιάννης. Κάθισαν λοιπόν οι δυο αυτοί μεγάλοι Κρητικοί λυράρηδες έξω από το καφενείο μη τυχόν και ενοχλήσουν τον λυράρη και άκουγαν προσεκτικά τις κοντυλιές που έβγαιναν γλυκά από την λύρα του. Κάποιος από τους παρευρισκόμενους θαμώνες προσφέρθηκε να τους κεράσει, αυτοί αποδέχτηκαν το κέρασμα αλλά προτίμησαν να κρατήσουν την ανωνυμία τους και να μείνουν έξω από το καφενείο ώστε να μη διακόψουν το γλέντι. Είχαν μαγευτεί από το δεξιοτεχνικό παίξιμο του Καζαμιογιάννη και προτίμησαν να τον ακούσουν παρά να παίξουν οι ίδιοι. Ήταν τόσος ο ενθουσιασμός τους από το παίξιμο του ώστε να ρωτήσουν πως έλεγαν αυτόν τον άγνωστο γι” αυτούς δεξιοτέχνη λυράρη.
Τα χρόνια εκείνα τα γλέντια και τα πανηγύρια κρατούσαν ατελείωτες ώρες, συνεχόμενες ημέρες που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να έφτανε και μια βδομάδα!!! Το γλέντι του γάμου από την άλλη κρατούσε πάντα 3 ημέρες. Την πρώτη ημέρα γίνονταν ο γάμος, την δεύτερη ο αντίγαμος και την τρίτη ο συμπεθερίστικος.
Ο Καζαμιογιάννης πάνω στην κούραση ύστερα από τις τόσες ώρες συνεχόμενου παιξίματος τον έπαιρνε στιγμιαία ο ύπνος, λαγοκοιμόταν όπως θα λέγαμε, αλλά το δοξάρι του συνέχιζε να πάλλονταν στους ρυθμούς της μελωδίας. Οι παρευρισκόμενοι γλεντιστάδες του έλεγαν <<εσταμάτησε ο χορευτής μόνο παίξε του αλουνού>> έτσι τον εξυπνούσαν κατα κάποιο τρόπο κι άρχιζε ξανά από την αρχή.
Ο Καζαμιογιάννης
Η πρώτη του λύρα και πιο συγκεκριμένα ένα λυράκι, ήταν δώρο του σάντολου του. [Σάντολος είναι ο νονός στην τοπική διάλεκτο.] Η δεύτερη αποκτήθηκε μετά από χρόνια και ήταν κατασκευή του Κιρλίμπα από την Μαρωνιά. Αυτή η λύρα σήμερα βρίσκεται στα χέρια του γιου του Μανώλη. Πρέπει να αναφέρουμε επίσης ό,τι ο Καζαμιογιάννης όπως και οι περισσότεροι συγκαιρίτες του λυράρηδες έπαιζε πάντα με δοξάρι με γεροκούδουνα.
Τα παιδιά του Καζαμιογιάννη, 3 αγόρια και 2 κορίτσια, αποκτήσανε όλοι το καλλιτεχνικό DNA του πατέρα τους. Στις δεξιότητες τους συγκαταλέγονται το τραγούδι, η ενασχόληση με την κιθάρα, κι ο χορός.
Ο Μανώλης Καζαμίας είναι η 3η γενιά λυράρηδων της οικογένειας Καζαμία. Άρχισε σε ηλικία 14 ετών μετά από προτροπή του πατέρα του.
Ο Μανώλης Καζαμίας
Ύστερα από διδασκαλία του πατέρα του και επίδειξη των πατημάτων και της κίνησης του δοξαριού άρχισε να σημειώνει τις πρώτες κοντυλιές. Στην συνέχεια με την δική του επιμονή έβγαλε όλες τις κοντυλιές και πλούτισε το ρεπερτόριο του με όλες τις γνωστές μελωδίες της εποχής, ώστε να ενασχοληθεί επαγγελματικά με την λύρα, από την αποστράτευση του μέχρι και τον θάνατο του πατέρα του. Στην αρχή χωρίς μηχανήματα στη συνέχεια από το 80 και μετά με ενισχυτή και ηχεία. Στο ακομπανιαμέντο στην κιθάρα τις περισσότερες φορές ήταν ένας συγχωριανός του ο οποίος έπαιζε αυτοδίδακτα τα βασικά ακκόρντα. Κάθονταν ο ένας πάντα απέναντι στον άλλο στην εποχή προ ενισχυτή ώστε να ακούει ο ένας τον άλλο καλύτερα. Αλλά και ο ίδιος πολλές φορές είχε ακομπανιάρει τον πατέρα του. Μερικές φορές ως συνοδευτικό όργανο υπήρχε το νταουλάκι ιδιαίτερα από τσι παλιούς οργανοπαίκτες.
Άξιοι διάδοχοι του Μανώλη είναι σήμερα τα παιδιά του, η κόρη του η Μαρία η οποία κρατάει πάσο με την κιθάρα στον πατέρα της, και ο Γιάννης ο μεγαλύτερος γιος του ο οποίος ασχολείται επαγγελματικά με ζήλο και μεράκι, με το λαγούτο.
Ο Μανώλης Καζαμίας με τα παιδιά του Μαρία και Γιάννη
Αποτελούν την συνέχεια αυτής της μεγάλης μουσικής οικογένειας του Χαμεζίου, και παράλληλα την τέταρτη γενιά που συνεχίζει την μακραίωνη παράδοση των Καζαμίων.
Ο Μανώλης Καζαμίας σήμερα περνάει τον περισσότερο του χρόνο στο μετόχι του. Εκεί παρέα με τις πέρδικες τσ” ελιές τσ” απιδιές και τα κηπουλικά του παίζει τη λύρα. Όπως και ο πατέρας του είναι πρόθυμος πότε να περιποιηθεί και να κεράσει κανένα περασάρη και πότε να χτίσει καμιά ξερολιθιά πάντα με το χαμόγελο στο πρόσωπο.
Με τη λύρα στα χέρια παίζει κι αυτός τις κοντυλιές του γέρου και νοιώθει σαν να ξεκουράζεται, να ξεφεύγει και να ηρεμεί από το μόχθο και το λιοπύρι της ζωής.
Αγαπητοί μου φίλοι ας αναφωνήσουμε σε λίγη ώρα όλοι με μία φωνή ΆΞΙΟΣ!!! στον Μανώλη Καζαμία για την μεγάλη του προσφορά αλλά και για το σπάνιο, για την εποχή μας, ήθος του.
Σας ευχαριστώ όλους σας για την προσοχή σας!
Μανώλης Ν. Παπαδάκης,
Εκπαιδευτικός, Ερασιτέχνης βιολάτορας
17 Ιουλίου 2015, Βρύση Αγ. Σπυρίδωνας (Κανένε)
Σημείωση: Το ως άνω άρθρο διαβάστηκε στην διημερίδα «Η μουσικοχορευτική παράδοση της Ανατολικής Κρήτης» για το τιμητικό αφιέρωμα του Μανώλη Ι. Καζαμία.