Το Πάσχα το περιμέναμε πως και πως. Όλο το χρόνο νοσταλγούσαμε τις όμορφες μέρες του και την χαμογελαστή άνοιξη που τις συνόδευε γεμάτη ευωδιές κι αρώματα.Πάντα αυτές οι γλυκές μέρες μας δημιουργούσαν ηρεμία και γαλήνη.
Ο χειμώνας μας αποχαιρετούσε συνήθως την Κυριακή των Βαΐων κι αν ο καιρός μέχρι τότε παρέμενε κρύος και βροχερός, πάντα είχε φυλαγμένες Αλκυονίδες μέρες, σαν εαρινή ανάπαυλα και προσφορά για την Μεγάλη Εβδομάδα. Αν ο χειμώνας κατάφερνε στο τέλος να επικρατήσει στην πάλη που έδινε με την άνοιξη, αμέσως μετά την εβδομάδα της Ανάστασης συνέχιζε ακάθεκτος με βροχές και μπουμπουνητά, για λίγο όμως.Ήξερε πως ό,τι κι αν έκανε πια, για μια ακόμα χρονιά η άνοιξη τον είχε νικήσει.
Μόλις έσκαγε μύτη ο Απρίλης μαζί με τα ρόδα και τα γιασεμιά άρχιζαν να μπουμπουκιάζουν και οι πασχαλιές. Μοσχοβολούσε όλο το χωριό, οι μέρες άρχιζαν να μεγαλώνουν και ο καιρός ζέσταινε απότομα. Ακόμα και τις χρονιές που το Πάσχα έπεφτε νωρίς, ο Απρίλης πάντα το προλάβαινε. Έτσι μετράγαμε την άνοιξη τότε.
Όλες οι αυλές γέμιζαν βιόλες, τα περιβόλια και οι κήποι πασχαλιές και οι κρίνοι μεγάλωναν απότομα σ’ ένα βράδυ, λες κι ετοιμάζονταν καιρό για να προσφερθούν στητοί και καμαρωτοί για το στόλισμα του Επιταφίου.
Αμέσως μετά τη Καθαρά Δευτέρα άρχιζε η ψυχική μας προετοιμασία, καθώς ξεκινούσαν οι εσπερινοί του Μεγάλου Κανόνα και οι Χαιρετισμοί τις Παρασκευές. Παρακολουθούσαμε με κατάνυξη τις λειτουργίες κι είχαμε μάθει απέξω όλα τα τροπάρια. Νηστεύαμε και είμαστε χαρούμενοι παρότι μετά την δεύτερη βδομάδα, από την αδυναμία, άρχιζαν να κρέμονται τα ρούχα στο ήδη αδύνατο κορμί μας. Πριν το Πάσχα είχαμε κυριολεκτικά ρέψει από τη νηστεία σαράντα ημερών. Τις περισσότερες μέρες το φαγητό μας ήταν σκέτη ντοματόσουπα, φακές, ελιές και αλάδωτο παξιμάδι.Ένα παράξενο όμως πράγμα, πείνα δεν νιώθαμε!
Ο παπάς μας είχε πει ότι για να μην γινόμαστε δούλοι της πείνας, καλό ήταν να σκεφτόμαστε συχνά τα παιδιά που δεν είχαν όχι ντοματόσουπα, αλλά ούτε νερό να πιουν! Μας είχε δείξει και φωτογραφίες από τα παιδιά αυτά και ακαριαία τα μάτια μας άρχισαν να τρέχουν δάκρυα. Δεν ήταν δυνατόν να υπάρχουν τόσο αδύνατα,σκελετωμένα πλάσματα, παιδιά με πρόσωπα γερασμένα! Η πείνα μας κοβόταν μαχαίρι κάθε φορά που οι εικόνες αυτές έρχονταν στο μυαλό μας… και στο δικό μου έκαναν συχνές επισκέψεις. Ήταν ντροπή για όλους μας να συμβαίνει αυτό.
Κι εμείς όμως είχαμε παιδιά που τα κόκκαλα τους άνετα μπορούσαμε να τα μετρήσουμε.Πεινούσαν αρκετοί άνθρωποι στο χωριό, οι φτωχές οικογένειες ήταν πάρα πολλές. Ο παπά Γρηγόρης πίσω από τη πλάτη μας μάλωνε πολλές φορές τις μαμάδες μας που μας νήστευαν με ντοματόσουπα και ελιές, όλη τη Σαρακοστή και τους έλεγε να μας δώσουν να πιούμε λίγο παραπάνω γάλα και που και που να σφάζουν και κάνα κοτόπουλο για να πιούμε λίγη σούπα. Ανησυχούσε κι αυτός βλέποντας τα χλωμά και αδύνατα πρόσωπά μας.
Πηγαίναμε τρέχοντας κοντά του μόλις τον βλέπαμε να μπαίνει στην εκκλησία, πριν ακόμα κτυπήσει η καμπάνα του εσπερινού, για να μας πει ποιος θα διάβαζε εκείνο το βράδυ το ‘’Άσπιλε, Αμόλυντε, Άφθορε, Άχραντε, Αγνή Παρθένε Θεόνυμφε Δέσποινα…’’ και ποιος το ‘’Και δος ημίν Δέσποτα…’’. Αυτές τις ευχές στο μικρό Απόδειπνο τις διάβαζε κάθε μέρα και άλλο παιδί. Η χαρά μου ήταν μεγάλη όταν ερχόταν η σειρά μου να διαβάσω την ευχή στην Παναγία. Μου άρεσαν πάρα πολύ τα λόγια και κάθε φορά με κόπο συγκρατούσα τα δάκρυα μου, κάποιες φορές δεν τα κατάφερνα και με έπαιρναν τα κλάματα. Την είχα δε μάθει απέξω κι ανακατωτά.
Τα μεγάλα και τραγικά γεγονότα της Μεγάλης Εβδομάδας, την προδοσία, την απάτη και τα μαρτύρια του Χριστού τα βιώναμε απόλυτα και τα περισσότερα παιδιά κλαίγαμε στη βραδινή λειτουργία της Κυριακής των Βαΐων όταν ο παπάς μας έβγαζε το Νυμφίο από το ιερό, γιατί γνωρίζαμε το δράμα που τον περίμενε. Όλοι ντυνόμασταν πένθιμα, με πρώτο αυτόν και τα παπαδοπαίδια που τον ακολουθούσαν με τα εξαπτέρυγα και τα θυμιατά...
ΑΝΝΑ ΓΑΛΑΝΟΥ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2015