Την άνοιξη, πριν ακόμη αρχίσουν οι ζέστες,οι κτηνοτρόφοι του χωριού έπρεπε να κουρέψουν τα πρόβατα. Το μαλλί που προερχόταν από το κούρεμα των προβάτων ήταν πολύτιμο για τους παλιότερους, απαραίτητο στοιχείο της ζωής τους. Μετά το κούρεμα ξεκινούσε μια μακρά διαδικασία επεξεργασίας και εκμετάλλευσης του μαλλιού.
Η οικοτεχνία ήταν αρκετά ανεπτυγμένη παλιότερα ώστε να υπάρχει αυτάρκεια στα περισσότερα αγαθά. Το επέβαλλε εξάλλου η δύσκολη πρόσβαση στα αστικά κέντρα. Τα πρωτεία, θα λέγαμε, τα κατείχε η υφαντική τέχνη, αφού όλα σχεδόν τα ρούχα, με ελάχιστεςεξαιρέσεις, τα κλινοσκεπάσματα, τα χαλιά κλπ. ήταν μάλλινα και ντόπιας παραγωγής. Πρώτη ύλη το μαλλί από τα πρόβατα.
Έπαιρναν οι γυναίκες τα ποκάρια και τα έπλεναν με καυτό νερό πρώτα, για να φύγει η«σαργιά», και μετά με κρύο νερό, για να αποκτήσουν λευκότητα τα άσπρα και να καθαρίσουντα «σίβα» (τα σκουρόχρωμα μαλλιά από τα λάγια πρόβατα).
Αφού στέγνωναν καλά, στη συνέχεια έπρεπε να τα γράνουν, να ανοίξουν δηλαδή με ταδάκτυλα τα πυκνά και μπλεγμένα μαλλιά, για να γίνει εύκολο το λανάρισμα.
Ακολουθούσε το λανάρισμα. Τις μεγάλες ποσότητες μαλλιών τις πήγαιναν στην Πύλη ή αλλού,σε ειδικά λαναρεία. Λίγα μαλλιά όμως τα λανάριζαν μόνες τους οι γυναίκες. Σ’ όλα τα σπίτιαυπήρχαν λανάρια. Τα λανάρια ήταν δύο τετράγωνες σανίδες, 35 εκατοστών περίπου.
Στη μια πλευρά της καθεμιάς υπήρχαν, καλά στερεωμένα, πυκνά συρματάκια ατσάλινα.Τοποθετούσαν στο άκρο μιας πλατιάς σανίδας ενός μέτρου περίπου δύο κάθετες τετράγωνεςσανίδες και οριζόντια πάνω σ’ αυτές την κάτω λανάρα, με τα συρματάκια προς τα πάνω. Η πάνω λανάρα είχε μια χειρολαβή. Καθόταν η γυναίκα πάνω στη σανίδα, με τα πόδια της απλωμένα στο κενό ανάμεσα από τις κάθετες σανίδες. Έτσι, με το βάρος της γυναίκας, στηριζόταν καλά η κάτω λανάρα. Έβαζε τα μαλλιά πάνω στη λανάρα και τραβώντας πολλές φορές την πάνω λανάρα με τη χειρολαβή προς το μέρος της λανάριζε τα μαλλιά.
Τα λαναρισμένα μαλλιά τα έκαναν τουλούπες και τα έγνεθαν. Ήταν έμπειρες και επιτήδειεςόλες οι γυναίκες στο γνέσιμο. Κάθε γυναίκα, αν δεν είχε άλλη σοβαρότερη ασχολία, έγνεθε.Τοποθετούσαν την τουλούπα στη ρόκα και τραβώντας με τα δάκτυλά τους λίγο – λίγο το μαλλί από το κάτω μέρος της τουλούπας το έστριβαν με το αδράχτι και το σφοντύλι και το έκαναν νήμα, που το τύλιγαν στο αδράχτι κάνοντας το μασούρια. Κάθε φορά βέβαια έκαναν νήμα για μια συγκεκριμένη χρήση. Και μπορούσαν να κάνουν ποικιλία νημάτων: άλλοτε πολύ λεπτό και καλά στριμμένο, άλλοτε πιο χοντρό και λιγότερο στριμμένο, ανάλογα πάντα με τον προορισμό του κάθε νήματος.
Από τα μασούρια μάζευαν το νήμα σε κουβάρια. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια της ανέμης, το έκαναν βάντες και το έβαφαν, ανάλογα πάντα με τη χρήση του. Το νήμα αυτό το χρησιμοποιούσαν, για να κάνουν πλεκτά (πουλόβερ, φανέλες κλπ.) ή κάλτσες (τσιρέπια), κυρίως όμως για να το υφάνουν. Το βασικότερο εργαλείο υφαντικής τέχνης, απαραίτητο σε κάθε σπίτι, ήταν ο αργαλειός.
Ο αργαλειός δεν είναι εφεύρεση των νεότερων χρόνων. Ήταν γνωστός και χρησιμοποιούνταν χιλιάδες χρόνια πριν. Ο Όμηρος, που έζησε 2700 τόσα χρόνια πριν τον μνημονεύει συχνά τόσο στην Ιλιάδα όσο και κυρίως στη Οδύσσεια. Σταχυολογώ κάποια σημεία που αναφέρεται σ’ αυτόν. Ο Τηλέμαχος λέει στη μητέρα του την Πηνελόπη, τη βασίλισσα ης Ιθάκης: «Μόν’ σπίτι τώρα πήγαινε να κάτσεις στις δουλειές σου, στη ρόκα και στον αργαλειό και βάλε και τις σκλάβες» (Οδ. α, 366-67). Και αλλού: «τον αργαλειό της έστησε (η Πηνελόπη) στον πύργο της να υφάνει διπλό, ψιλόδιαστο πανί…» (Οδ. ω, 128-29). «κι ύφαινε τότε το πανί τ’ ατέλειωτο όλη μέρα και με το φως δουλεύοντας το ξήλωνε τη νύχτα» - το τέχνασμά της (Οδ. ω, 138-39. και σε άλλο σημείο: «κι η Καλυψώ (θεά), μ’ ολόχρυση σαΐτα, στον αργαλειό της ύφαινε και
γλυκοτραγουδούσε» Οδ. ε, 63-64). Και στην Ιλιάδα : η Ίριδα (θεά) πηγαίνει στη ωραία Ελένη, στην Τροία: «Στην κάμαρα τη βρήκε κι ύφαινε σκουτί στον αργαλειό της διπλόφαρδο, άλικο, και ξόμλιαζε (κεντούσε, στόλιζε) παλικαριές, οπού ‘χαν οι Αργίτες κάνει οι χαλκοθώρακοι κι οι Τρώες οι αλογατάδες» (Ιλ. Γ, 125-27).
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι όχι μόνο γνώριζαν τον αργαλειό και τη ρόκα όλες οι γυναίκες, καθώς και οι βασίλισσες, ακόμα και θεές, αλλά και κεντούσαν στα υφαντά τους θαυμάσιες παραστάσεις. Ο αργαλειός είχε το σχήμα κύβου. Ο σκελετός του αποτελούνταν από τέσσερα κάθετα δοκάρια, ένα σε κάθε γωνία, αρκετά χοντρά στο κάτω μέρος, ώστε να πατούν γερά στο πάτωμα, τα δοκάρια δένονταν γερά μεταξύ τους με οριζόντια δοκάρια σε δύο σημεία: χαμηλά, λίγο πιο πάνω από το δάπεδο, με χοντρά δοκάρια και στην κορυφή με λεπτότερα δοκάρια.
Έπρεπε ο σκελετός να είναι απόλυτα σταθερός, για να μην κινείται ο αργαλειός και κάνει μύτη» το σκουτί.
Στο σκελετό αυτό του αργαλειού τοποθετούνταν τα απαραίτητα εξαρτήματά του:
Τα δυο αντιά. Ήταν δοκάρια στρογγυλοποιημένα σ’ όλο τους το μήκος, εκτός από το ένα άκρο, με μια αυλακιά κατά μήκος του, που να χωράει μια βέργα. Στο ένα τους άκρο
διατηρούσαν την αρχική τους μορφή, σε σχήμα κύβου, με τις επιφάνειές του τρυπημένες σταυρωτά, για να τοποθετείται εκεί ένας ξύλινος ή σιδερένιος μοχλός, με τον οποίο σταθεροποιούνταν το αντί. Στο ένα αντί τύλιγαν τι στημόνι. Στο άλλο μάζευαν το υφασμένο πανί ή σκουτί. Το αντί με το στημόνι τοποθετούνταν στο πίσω μέρος του αργαλειού και χαμηλά και συγκρατούνταν από δύο εξοχές τν κάθετων δοκαριών. Το άλλο αντί με το ύφασμα τοποθετούνταν μπροστά στην υφάντρα. Με τη βοήθεια ενός άλλο δοκαριού στο πίσω μέρος του αργαλειού και στο ύψος του μπροστινού αντιού το στημόνι σχημάτιζε ένα Γ.
Το χτένι. Βασικό εξάρτημα του αργαλειού ήταν το χτένι. Αποτελούνταν από στενά και λείακαλαμένια πηχάκια, περίπου 12 εκατοστών, στερεωμένα σε ρίγες και δεμένα γερά με σπάγκο. Ήταν το μόνο εξάρτημα του αργαλειού που αγόραζαν από το εμπόριο. Το χτένι τοποθετούνταν στο ξυλόχτενο. Ήταν δυο πλατιά σανίδια κρεμασμένα από τον αργαλειό, παράλληλα, το ένα πάνω στο άλλο, μπροστά στην υφάντρα. Στην εσωτερική τους πλευρά είχαν εσοχή (αυλάκι), για να τοποθετείται εκεί και να στερεώνεται το χτένι. Το επάνω μέρος της επάνω σανίδας ήταν καμπυλόσχημο και λείο. Από εκεί το έπιανε η υφάντρα και ύφαινε.
-Τα μπάρια. Ήταν εξαρτήματα του αργαλειού που κατασκεύαζαν μόνες τους οι γυναίκες. Σε δυο παράλληλα ραβδιά δημιουργούσαν θηλιές με βαμβακερό, καλά στριμμένο και γερό νήμα. Από τις θηλιές αυτές περνούσαν τις κλωστές του στημονιού. Τα τοποθετούσαν , κρεμασμένα, πίσω από το ξυλόχτενο και με τις πατήθρες, που ήταν συνδεδεμένες με τα μπάρια με σχοινιά, ανεβοκατέβαζαν τις κλωστές του στημονιού, ώστε να γίνεται εναλλαγή και ύφανση. Κάθε φορά χρησιμοποιούσαν δύο (για το απολ(υ)το ή τέσσερα (για δίμιτο) μπάρια, ανάλογα με την ύφανση.
-Η σαΐτα. Μικρό αλλά απαραίτητα εξάρτημα το αργαλειού. Ήταν μια ελλειψοειδής ξύλινη θήκη κατά μήκος της οποίας τοποθετούνταν ένας λεπτός άξονας ου περιστρεφόταν. Στον άξονα αυτόν έβαζαν το μασούρι με το υφάδι. Η υφάντρα πετούσε με ορμή τη σαΐτα ανάμεσα από το άνοιγμα του στημονιού και ξετυλιγόταν μόνο του το υφάδι για την ύφανση.
Τα μασούρια για τη σαΐτα (το υφάδι) τα έκαναν συνήθως με το τσικρίκι.
Για το στημόνι προηγούνταν μια διαδικασία: μάζευαν το νήμα σε κουβάρια, τα τοποθετούσαν σε χαλκώματα και ύδιαζαν το νήμα για το στημόνι. Μετρούσαν το διασίδι σε δεμάτια κάνοντας κόμπους και ακολουθούσε τα τύλιγμα στο αντί.
Στον αργαλειό ύφαιναν ποικίλα υφαντά: χαλιά, με πολύχρωμα και περίπλοκα συνήθως σχέδια, βελέντζες στείρες ή φλοκάτες, ταπάκια, μαντανίες, σεντόνια, χιράμια, τσόλια (με νήμα από γιδίσιο μαλλί, υφάσματα για επίσημα κοστούμια (δίμ(ι)τινα και αγένωτα), υφάσματα για ρούχα καθημερινής χρήσης (σακάκια, παντελόνια, φούστες κ.α.), υφάσματα για σακιά ή τροβάδες κλπ.
Πάντα έστηναν τον αργαλειό κοντά σε παράθυρο. Και τούτο, γιατί η υφάντρα έπρεπε να έχει άπλετο φως, απαραίτητο για την, πολλές φορές, λεπτεπίλεπτη δουλειά της, τα ποικιλόχρωμα σχέδιά της στο ύφασμα. Παράλληλα είχε τη δυνατότητα να επικοινωνεί άνετα με άτομα που θα περνούσαν από εκεί. Η κουβεντούλα απάλυνε τις ατέλειωτες ώρες μοναξιάς της υφάντρας.
Και το τραγούδι της όμως έφτανε πιο εύκολα στ’ αυτιά των γειτόνων και περαστικών, με κύριους αποδέκτες τους νεαρούς, μια και οι πιο πολλές υφάντρες ήταν υποψήφιες για γάμο και ύφαιναν τα προικιά τους.
(Το κείμενο αυτό γράφτηκε από το Νίκο Λεωνίδα Κωστούλα και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα
«ΤΟ ΠΟΛΥΝΕΡΙ», αριθ. φύλλου 4, Νοέμβριο 1998)
ΠΗΓΗ : www.panoreon.gr