Η περίοδος του Πάσχα, όσον αφορά τα έθιμα, αρχίζει από το Σάββατο του Λαζάρου και τελειώνει την Παρασκευή της Διακαινησίμου. Η εβδομάδα αυτή μετά το Πάσχα ονομαζόταν από τους παλιούς «βδομάδα τω σκολώ», δηλ. Δευτέρα τω σκολώ(ν), Τρίτη τω σκολώ, όπου σκόλη ίσον γιορτή, αργία.
Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής τα παιδιά κρατώντας ανθοστολισμένους καλαμένιους σταυρούς ή εικονίσματα της Σταύρωσης γυρνούσαν στα σπίτια του χωριού απαγγέλοντας ή τραγουδώντας κατά περίπτωση «τα πάθη του Χριστού», αυτό που οι νεώτεροι λέμε «Μοιρολόι της Παναγίας»:
Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα
σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπώνται
σήμερον έλαβαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι.
Για να σταυρώσουν το Χριστό τον πάντων Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει Δείπνο μυστικό, να τονε λάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν στο θρονί της
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή της ήρθε απ' ουρανού κι απ'αρχαγγέλου στόμα:
- Σώνουν, Κυρά μου, οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
και τον υιόν σου πιάσανε και στου χαρκιά τον πάνε
κι στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυραννάνε.
- Χαρκιά, χαρκιά, φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία περόνια.
Κι εκείνος ο παράνομος βαρεί και κάνει πέντε.
-Συ Φαραέ που τα φτιαξες , πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλτε τα δυο στα πόδια του και τα άλλα δυο στα χέρια
το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στη καρδιά του
να τρέξει αίμα και νερό να πληγωθεί η καρδιά του.
Η Παναγιά ως τ'άκουσε έπεσε και λιγώθη.
Σταμνιά νερό τση ρίξανε τρία κανάτια μόσχο
και τρία νεροδόσταμα για να της έρθει ο νους της.
Και σαν της ήρθ'ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της
ζητεί μαχαίρι να σφαγεί, φωθιά να πάει να πέσει,
ζητεί γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.
Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα
επήραν το στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι
το μονοπάτι τ'ς έβγαλε εις του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηρά ζερβά, τηρά δεξά, κανέναν δεν γνωρίζει
τηρά και δεξιότερα, βλέπει τον Αη-Γιάννη.
- Άγιε Ιωάννη Πρόδρομε, και βαπτιστά του γιου μου
Μην είδες τον υιόκα μου και σε διδάσκαλό σου;
- Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω
δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τον(ε) δείξω.
Βλέπεις εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο
απού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο
απού φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είν'ο Γιόκας σου και με διδάσκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τόν(ε) ρωτάει:
- Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς, παιδί μου;
- Τι να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις.
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσονύχτι
που θα λαλήσ'ο πετεινός, θα παίξουν οι καμπάνες
τότε και συ μανούλα μου θα 'χεις χαρές μεγάλες
Όποιος τ'ακούει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει
κι όποιος το καλοφουγκραστεί παράδεισο θα λάβει
παράδεισο και λίβανο από τον Αγιο Τάφο.
Και εις έτη πολλά.
( Τα τραγούδησε έτσι όπως τα θυμόταν η 90χρονη
Ελευθερία Φραγκάκη από το Ξενιάκο Ηρακλείου Κρήτης)
ΠΗΓΗ: https://sites.google.com