ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ – ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
Στο χωριό μου Απίδια Σητείας πριν 60 περίπου χρόνια
Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής οι κοπέλες του χωριού στόλιζαν τον Επιτάφιο στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου(παλιό νεκροταφείο) στο Έξω Απίδι. Τα παιδιά ξεχυνόμαστε στους αγρούς της περιοχής για να φέρομε όμορφα αγριολούλουδα στην εκκλησία. Μαζί με λουλούδια από τις αυλές και με αξιοθαύμαστη τεχνική και καλαισθησία από τα κορίτσια είχαν αποτέλεσμα την εξαίρετη εμφάνιση του Επιτάφιού μας.
Εντύπωση έκανε σε μας η εμφανής επιθυμία των κοριτσιών, μετά το στόλισμα, ποια θα σκούπιζε τα υπολείμματα των λουλουδιών και φύλλων από το πάτωμα της εκκλησίας. Πίστευαν ότι αυτή, που σκούπιζε, θα ήταν παντρεμένη μέχρι τον Επιτάφιο της επόμενης χρονιάς! Έτσι, κάποιες φορές, υπήρχε σχετικός διαγκωνισμός, αν και διακριτικός, στην προσπάθειά τους ποια κοπελιά θα πιάσει πρώτη τη σκούπα!
Μετά το στόλισμα ξεκινούσαμε παρέες παιδιών, κρατώντας εικόνα της σταύρωσης. Αρχίζαμε από τον Καλό Λάκκο και διαδοχικά, περνώντας ένα –ένα τα σπίτια, συνεχίζαμε στο Μέσα Απίδι, Έξω Απίδι και καταλήγαμε στο Δρογγάρι. Στα Τσουπά δεν πηγαίναμε. Εκεί ζούσαν μόνο δύο οικογένειες. Σε κάθε σπίτι λέγαμε τα κάλαντα από την αρχή έως το τέλος, για να πάρομε την αμοιβή μας: λίγο λάδι, αυγά, καλιτσούνια, τσουρεκάκια και κατσοχοιράκια (πολύ μικρά γαλοτυράκια). Χρήματα σπάνια μας έδιναν. Τότε δεν κυκλοφορούσε πολύ «ρευστό». Κοπιάζαμε για να πληρωθούμε. Όχι σαν σήμερα: χτύπημα κουδουνιού, μερικοί στίχοι από τα κάλαντα, τα ΕΥΡΟ στο χέρι και γι αλλού πανιά…. «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώστε»! Έστω όμως και έτσι, ας είναι! Να μην ξεχαστούν εντελώς.
Παραθέτω πιο κάτω τα κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής, τα Πάθη του Χριστού, όπως τα ψάλλαμε τότε:
Σήμερο μαύρος ουρανός, σήμερο μαύρη μέρα
σήμερο όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερο βάλανε αρχή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρείς καταραμένοι.
Το Φαραώ εστείλανε καρφιά να πά’ να φτιάξει.
Λένε του : «’φτιάξε τέσσερα», λένε του: «φτιάξε τρία»
κι εκείνος ο παράνομος πάει και φτιάχνει πέντε.
-«Σύ Φαραέ που τα ‘φτιαξες, διάταξε να τα βάλουν».
-«Βάλτε τα δυο στα πόδια του και τ’ άλλα δυο στα χέρια.
Το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδίτσα,
να τρέξει αίμα και νερό, να πικραθεί η μανίτσα».
Κι η Παναγιά ως τ’ άκουσε έπεσε λιγωμένη.
Σταμνιά νερό της χύνουνε, τρία κανάτια μόσχο
και τρία μυροδόσταμνα για να ‘ρθει ο λογισμός της.
Και σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της,
ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά γκρεμό να δώσει,
ζητά πηγάδι να πνιγεί να πικροθανατώσει.
Τα κλάματα την πήρανε στο σπίτι της την πάνε.
Θωρεί την πόρτα σφαλιχτή και τα κλειδιά παρμένα.
Τον όφι τον τρικέφαλο στο κέρκελο δεμένο.
-«Άνοιξε πόρτα του σπιτιού και πόρτα του Πιλάτου.»
Κι η πόρτα απού το φόβο της ανοίγει αμοναχή της.
Θωρεί ζουγλούς, θωρεί κουτσούς, θωρεί μονοποδάρους.
Κανένα δεν εγνώρισε μόνο τον Άη Γιάννη.
-«Αη μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιού μου,
μην είδες τον υιγιόκα μου, μην είδες τον υιγιό μου»;
-«Εσύ που τον εγέννησες και δεν τονε γνωρίζεις
κι εγώ που τον εβάφτισα πώς θα τονε γνωρίσω»;
-«Θωρείς εκείνο το χλωμό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι
κι οπού κρατά στα χέρια του σταυρό να τον σταυρώσουν;
Εκείνος είναι ο γυιόκας σου κι εμένα ο δάσκαλός μου.
Κι η μάνα του πλησίασε και του γλυκομιλούσε:
-«Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλά, παιδί μου»;
-«Τι να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχει;
Μόν’ το Μεγάλο Σάββατο κοντά στο μεσονύχτι,
όταν λαλούν οι πετεινοί και θα χτυπούν καμπάνες,
τότε θ’ αναστηθώ κι εγώ κι έχε χαρές μεγάλες».
Όποιος τ’ ακούει χαίρεται κι όποιος τα λέει αγιάζει
κι όποιος τα καλοφουγκραστεί παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον ΄Αγιο Τάφο.
Και του χρόνου.
Η καμπάνα του Άι Γιώργη δε σταματούσε όλη μέρα να χτυπά πένθιμα, νεκρίκια. Το βράδυ, μετά τα εγκώμια και το ράντισμα του Επιτάφιου με μύρο, γινότανε η περιφορά του γύρω από το ναό τρεις φορές. Πολύς κόσμος ακολουθούσε την πομπή. Αν η βραδιά το επέτρεπε, αν ήταν άπνοια, κρατούσαμε αναμμένα κεριά σε όλη τη διάρκεια της περιφοράς. Σταματούσε πάνω σε κάθε τάφο και ο ιερέας μνημόνευε όλους τους νεκρούς, που είχαν σ’ αυτόν ταφεί. Κάποιες φορές τον βοηθούσαν σ’ αυτό οι συγγενείς των νεκρών, αναφέροντας με σιγανή φωνή τα ονόματά τους. Εμείς ακολουθούσαμε αυτή την κατανυκτική πομπή, μέσα στο σκοτάδι, ενώ η καμπάνα χτυπούσε αργά, πένθιμα, νεκρίκια. Δέος συγκίνηση και φόβος μας επηρέαζε, καταλυτικά, από τη μυστηριακή ατμόσφαιρα. Προσπαθούσαμε να βρισκόμαστε κοντά στους πρώτους, να μη μένομε πίσω. Η παιδική φαντασία μας οργίαζε σ’ αυτό το περιβάλλον με τους σταυρούς και τους τάφους! Ο Επιτάφιος ξαναγύριζε μέσα στην εκκλησία μαζί με όλους τους χωριανούς. Κανένας δεν έφευγε. Περιμέναμε όλοι το τέλος της ακολουθίας να σηκώσουν 4 άνδρες ψηλά τον Επιτάφιο στην αυλόπορτα της εκκλησίας και να περάσομε κάτω από αυτόν, ακουμπώντας με ευλάβεια τα χείλη μας στο λευκό σεντόνι που έπεφτε στο πλάι του Επιτάφιου. Τα μέλη κάθε οικογένειας όλοι μαζί παίρναμε το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι, σιωπηλοί, με την προσμονή της Ανάστασης!
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΑΚΗΣ
συνταξιούχος δάσκαλος