$ 0 0 ΚΑΤΣΟΥΚΑΝΙΑ : (η) πονηριά, αταξία, λανθασμένη ενέργεια, ανέντιμη πράξη.«Είντα κοντό κατσουκανιά μου ΄χεις ξετελεμένη και δίχως λόγο κι αφορμή δείχνεις μετανιωμένη?». Μ.Ι.ΙΔΟΜΕΝΕΩΣ-ΚΡΗΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ