Ο ναός των Αγίων Γεωργίου και Χαραλάμπου, δίκλιτος βυζαντινός ναός που χρονολογείται στον 11 ο αι, είναι χτισμένος με πέτρες ποταμού και τα κενά ανάμεσά τους γεμισμένα με όστρακα και κομμάτια πλίνθων.
Στο 7ο χιλιόμετρο από την Ιεράπετρα και προς το δρόμο της Παχείας Άμμου μέσα στο δρόμο βρίσκεται το σημερινό χωριό Επισκοπή που μαζί με το Πάνω Χωριό και το Κάτω Χωριό αποτελούν την κοινότητα του Κάτω Χωριού.
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου Επισκοπής είναι ένα βυζαντινό λουτρό του 11ου αι. που μετασκευάστηκε σε ναό πιθανότατα κατά τον 16ο αιώνα (Μυλοποταμιτάκη 1986, 450-1). Ηταν τμήμα του επισκοπικού συγκροτήματος, στοιχείο που δηλώνει ότι η λειτουργία των δημοσίων λουτρών ήταν στην ευθύνη του Επισκόπου. Τα βυζαντινά λουτρά μοιάζουν με ναούς, καθώς ένας από τους βασικούς τους χώρους, το θερμό (caldarium), στεγάζεται κατά κανόνα με τυφλό τρούλο, ενώ τα μεγαλύτερα φέρουν πλάγιες κόγχες. Έτσι, μετά από την εγκατάλειψή τους, ήταν φυσικό να μετατραπούν σε ναούς όπως συνέβη στην περίπτωση του λουτρού της Επισκοπής. Μάλιστα στη θέση του νοτίου χώρου του λουτρού (του «χλιαρού»-tepidarium), προστέθηκε ο καμαροσκεπής ναός του Αγίου Χαραλάμπους, μάλλον τον 16ο αιώνα. Η μετατροπή του λουτρού σε παρεκκλήσιο του Επισκοπικού ναού θα πρέπει να έγινε μετά την κατάληψη της Επισκοπής από τους Λατίνους (1210 και εξής), καθώς χρησιμοποιήθηκε ως ταφικό μνημείο για τον Λατίνο επίσκοπο Gaspare Viviani.
Στο εσωτερικό δεν σώζονται τοιχογραφίες. Εκτός από το γεγονός ότι δεν είναι πολλά τα βυζαντινά λουτρά που σώζονται σε καλή κατάσταση, το μνημείο έχει ιδιαίτερη θέση στην βυζαντινή αρχιτεκτονική της Κρήτης κυρίως λόγω του κεραμοπλαστικού του διακόσμου. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρείται η χρήση της τεχνικής της κρυπτής πλίνθου στα πλίνθινα τόξα τόσο των τυφλών αψιδωμάτων που διαρθρώνουν τις πλευρές του μνημείου όσο και των ψευδοπαραθύρων του τρούλου. Επίσης η χρήση ταινιών φιαλοστομίων (ένθετων κεραμικών διακοσμητικών στοιχείων σε σχήμα τετράφυλλου άνθους) που περιγράφουν τα τόξα ολοκληρώνουν μία εξεζητημένη για τα δεδομένα της Κρήτης διακοσμητική διάθεση. Τα στοιχεία αυτά υπογραμμίζουν ότι πρόκειται για κτήριο υψηλών προθέσεων το οποίο σχεδίασαν αρχιτέκτονες και κατασκεύασαν τεχνίτες γνώστες των προηγμένων οικοδομικών πρακτικών που εφαρμόζονταν στα κέντρα της αυτοκρατορίας.
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου Επισκοπής είναι ένα βυζαντινό λουτρό του 11ου αι. που μετασκευάστηκε σε ναό πιθανότατα κατά τον 16ο αιώνα (Μυλοποταμιτάκη 1986, 450-1). Ηταν τμήμα του επισκοπικού συγκροτήματος, στοιχείο που δηλώνει ότι η λειτουργία των δημοσίων λουτρών ήταν στην ευθύνη του Επισκόπου. Τα βυζαντινά λουτρά μοιάζουν με ναούς, καθώς ένας από τους βασικούς τους χώρους, το θερμό (caldarium), στεγάζεται κατά κανόνα με τυφλό τρούλο, ενώ τα μεγαλύτερα φέρουν πλάγιες κόγχες. Έτσι, μετά από την εγκατάλειψή τους, ήταν φυσικό να μετατραπούν σε ναούς όπως συνέβη στην περίπτωση του λουτρού της Επισκοπής. Μάλιστα στη θέση του νοτίου χώρου του λουτρού (του «χλιαρού»-tepidarium), προστέθηκε ο καμαροσκεπής ναός του Αγίου Χαραλάμπους, μάλλον τον 16ο αιώνα. Η μετατροπή του λουτρού σε παρεκκλήσιο του Επισκοπικού ναού θα πρέπει να έγινε μετά την κατάληψη της Επισκοπής από τους Λατίνους (1210 και εξής), καθώς χρησιμοποιήθηκε ως ταφικό μνημείο για τον Λατίνο επίσκοπο Gaspare Viviani.
Στο εσωτερικό δεν σώζονται τοιχογραφίες. Εκτός από το γεγονός ότι δεν είναι πολλά τα βυζαντινά λουτρά που σώζονται σε καλή κατάσταση, το μνημείο έχει ιδιαίτερη θέση στην βυζαντινή αρχιτεκτονική της Κρήτης κυρίως λόγω του κεραμοπλαστικού του διακόσμου. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρείται η χρήση της τεχνικής της κρυπτής πλίνθου στα πλίνθινα τόξα τόσο των τυφλών αψιδωμάτων που διαρθρώνουν τις πλευρές του μνημείου όσο και των ψευδοπαραθύρων του τρούλου. Επίσης η χρήση ταινιών φιαλοστομίων (ένθετων κεραμικών διακοσμητικών στοιχείων σε σχήμα τετράφυλλου άνθους) που περιγράφουν τα τόξα ολοκληρώνουν μία εξεζητημένη για τα δεδομένα της Κρήτης διακοσμητική διάθεση. Τα στοιχεία αυτά υπογραμμίζουν ότι πρόκειται για κτήριο υψηλών προθέσεων το οποίο σχεδίασαν αρχιτέκτονες και κατασκεύασαν τεχνίτες γνώστες των προηγμένων οικοδομικών πρακτικών που εφαρμόζονταν στα κέντρα της αυτοκρατορίας.