Πόλη του ηλίου, της καλής (και πολλής!) ρακής. Των θερμοκηπίων, της παραλίας, του Γαϊδουρονησιού. Των 25.000 Γεραπετριτών που σε φιλεύουν τα καλύτερα, ή των άλλων 5 που, (όπως υποστηρίζουν) βρίσκονται παντού! Οπου κι αν πας, μαζί τους επιστρέφεις. Να κοιτάς το Λιβυκό και να λες, καλά έκανα. Ναι, πάλι εδώ. «Νάιλα» και δίχτυα.
Πόλη του ηλίου, της καλής (και πολλής!) ρακής. Των θερμοκηπίων, της παραλίας, του Γαϊδουρονησιού. Των 25.000 Γεραπετριτών που σε φιλεύουν τα καλύτερα, ή των άλλων 5 που, (όπως υποστηρίζουν) βρίσκονται παντού! Οπου κι αν πας, μαζί τους επιστρέφεις. Να κοιτάς το Λιβυκό και να λες, καλά έκανα. Ναι, πάλι εδώ. «Νάιλα» και δίχτυα.
Πόσες φορες φορτώθηκες τα πράγματα στην πλάτη; Σαλβάρια, αιώρες, γκαζάκια και σκοινιά. Πόσους φίλους έχεις κάνει; Μέτρα. Πότε πρωτοέδειξες με το δάχτυλο το νοτιότερο σημείο στον χάρτη; Ποιοι είναι εκεί να σε προϋπαντήσουν κάθε φορά; Ριζωμένοι στο Καφενείο του Σπύρου, στο Saxo, στη Γαλέρα, έξω απ'τα καραβάκια που για ακόμα μια φορά περιμένουν να σε βάλουν στο νησί. Πόσοι σου χαμογελούν με ένα εγκάρδιο «κάλως όρισες», πόσοι σε ρωτούν πότε «θα μπεις;». Σου βγάζουν ρακή και μεζέ, κοιτούν να έχεις όλα τα απαιτούμενα και μετά σε κοιτούν κατάματα, το βλέπεις πως τους νοιάζει. «Σε κάλυψα;» ρωτούν. Φίλοι παλιοί, φάτσες γνώριμες, άγριες, αυλακωμένες απ'τον ήλιο, τη θάλασσα, τη ζέστη των θερμοκηπίων, άνθρωποι ετοιμόλογοι, αναπάντεχα γλυκείς, βέροι Λασιθιώτες, ανοιχτόκαρδοι, που τουλάχιστον εσύ δεν θα ξεχάσεις ποτέ. Αμάθητος είσαι και φαίνεται. Βαριανασαίνεις κάτω απ'το λιοπύρι, καίγεσαι, μα αυτοί σου έχουν πάλι τη λύση. Σου βγάζουν καρεκλάκι εκεί που εξαερίζει και το βράδυ το παραπετάς (κιόλας νύχτωσε;). Κάτι τέτοιες ώρες σού είναι αχρείαστο: ο αέρας ολοένα και θεριεύει, βουίζει το κεφάλι, σηκώνει ρούχα, ανακατώνει μαλλιά, κάνει τους Γεραπετρίτες να μιλούν για τη δική τους «Αεράπετρα».
Κάπως έτσι βολεύεσαι δίπλα τους, χρόνο με τον χρόνο, στη δροσιά της. Τη μια πετάγεσαι στο Μύρτος με τη θάλασσα που βαθαίνει απότομα- το απάνεμο λιμάνι που το πιάνει μόνο o γαρμπής. Την άλλη απλώνεις την πετσέτα σου πίσω απ'τα βράχια της Αγίας Φωτιάς, άλλοτε κάνεις όρεξη για την απεραντοσύνη της Ψαροπούλας. Πόσους ύπνους έριξες σε αυτές τις αμμουδιές; Στη Μεγάλη παραλία, κοντά, να τρέξεις να προλάβεις το πρώτο καραβάκι, πότε βρέθηκες με τα πόδια χωμένα στα ανάβαθα νερά του Μακρύγιαλου, να ξυπνάς με τις πρώτες φωνές της άμμου. Γιατί, τότε; Που ξώμεινες στα Τέρτσα, παρέα με τους χίπηδες, κάτω απ'τα αρμυρίκια; 'Η στον Πλάτανο μέχρι το πρωί, αγκαλιά με τους Μυρτιανούς;
Πόσες φορές ξημέρωσες στα «Βοτσαλάκια» του Kουτσουρά; Με τον Αλέκο να σου μιλά για τους χωριανούς που κατέβηκαν απ'το Σταυροχώρι, την Κωστούλα να αναψοκοκκινίζει πάνω απ'τα τηγάνια, να κάνει όλη την κουζίνα να μοσχοβολά; Πόσες μεθυσμένες ιστορίες θυμάσαι; Πες αλήθεια. Πόσους γέροντες γνώρισες; Πόσα παρατσούκλια συγκράτησες; Πόσους χοχλιούς ρούφηξες; Πόσα κιλά ρακή ήπιες; Κάθε φορά, το ίδιο μαγεύεσαι από τις τραγουδιστές φωνές τους. Σωπαίνεις, νιώθεις πού βρίσκεσαι, μοναχά ακούς. Το «ου» να χώνεται ανάμεσα στις λέξεις, να ακυρώνει το «α», ώσπου ξάφνου μιλάς σαν κι αυτούς:
«κοιμούμαι», «θυμούμαι» λες, και όλα τα σχετικά. Το «μωρέ», σε τούτα τα μέρη, γίνεται «βωρέ», ο μεθυσμένος «ολόπιοτος», οι αγανακτισμένοι «ολοδιαόλιστοι» και ό,τι «μετράει»... σβολώνει! Σπαρταράς απ'τα γέλια, εσύ κι οι γύρω σου, και κάπου κάποιος πλέκει μαντινάδες, πόδια χτυπάνε στα βιολιά, στους εκστατικούς κρητικούς ήχους, που κι αυτοί το ίδιο αβίαστα σε κερδίζουν. Δίπλα στους ντόπιους μαθαίνεις να τρως ωμή την αγκινάρα, το κουνουπίδι άβραστο, πασπαλισμένο με «αλάτσι» της θάλασσας, λάδι και λεμόνι. Δοκιμάζεις το αυθεντικό λαντουριστό, και όπου κι αν πας, ξέρεις καλά πως η ντομάτα η κατακόκκινη, η μυρωδάτη και ζουμερή, είναι πάντα η γεραπετρίτικη.
Μαθαίνεις κι άλλα, λίγα την κάθε χρονιά. Να ρίχνεις τσαπαρί στα ανοιχτά της Ιεράπετρας, να χτυπάς τα χτένια, να τα ζαλίζεις με την παντόφλα, να κυνηγάς καβρούς μόλις νυχτώνει, να ξεφεύγεις αγκαλιά με τον κουβά, να τους αφήνεις λεύτερους, στα κρυφά, γιατί τους λυπάσαι. Κοιτάς τη φωτιά σαν υπνωτισμένος: εμπρός της καψαλίζεται το ξακουστό «αντικριστό» κι οι άντρες γύρω της ψήνουν τις μπριζόλες με τα κιλά, τρώνε ασταμάτητα, ρίχνουν κι άλλες στα κάρβουνα, τις εξαφανίζουν στο πι και φι.
Το ορκίζεσαι. Ποτέ σου δεν βαρέθηκες. Πώς είναι δυνατόν, αναρωτιέσαι; Σαν να γεννάει πράματα και θάματα τούτος ο τόπος. Σαν ο αέρας του Λιβυκού να κρύβει και να φανερώνει με κάθε του φυσιά ό,τι αυτός θέλει να σου δείξει. Μυστικά και ψέματα Είσαι και συ από φύση σου αλλοπαρμένος. Δεν εξηγείται αλλιώς. Είναι δυνατόν να βλέπεις μια θάλασσα από θερμοκήπια και να ανοίγει η καρδιά σου; Πού να 'ξερες, λες του όποιου δύσπιστου. Ούτε που θες να εξηγήσεις. Τι να πεις δηλαδή; Πως όταν σε ρωτούν από πού είσαι, απαντάς με καημό «από Αθήνα» και γρήγορα αλλάζεις την κουβέντα; Πως τουλάχιστον για λίγο θα ήθελες να 'σαι εσύ ένας από αυτούς που ορίζουν τις ζωές τους γύρω από ολόλευκα νάιλα - που κάποιες φορές αγγίζουν μέχρι και τη θάλασσα;
Αλήθεια, το ήξερες πως το πρώτο θερμοκήπιο φτιάχτηκε στο Στόμιο, στον Ξερόκαμπο το '66; Πως για τρία χρόνια ο Απόστολος Διακάκης και ο Ολλανδός γεωπόνος Παύλος Κούπερ είχαν το αγγουράκι μονοπώλιο; Πως εξαιτίας της μετέπειτα αυξημένης παραγωγής οι Στειακοί λέγαν τους Γεραπετρίτες αγγουράδες; Ή πως η νοτιοανατολική Κρήτη είναι η ξηρότερη περιοχή της Ελλάδας, αυτή με τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια; Τη λίγη ανακούφιση στον διψασμένο κάμπο δίνουν οι ανεμόμυλοι, αυτές οι μεταλλικές αντλίες που ορθώνονται ακόμα στα χωράφια. Και το φράγμα των Μπραμιανών, που από το '86 ποτίζει όλη την πεδιάδα και έχει πλέον μετατραπεί σε θαυμαστό υδροβιότοπο.
Ηξερες πως το εκκλησάκι που κρύβεται στην κοίτη του, απ'τα πολλά νερά έχει 2-3 χρόνια να φανεί; Πως στο δασάκι του Kουτσουρά διοργανώνονται οι πιο ατμοσφαιρικές συναυλίες; Οχι, πες! Στους καταρράκτες του Μυλωνά στην Κακιά Σκάλα έχεις πάει; Εχεις δει τον ήλιο να σβήνει πίσω από τα βουνά της Θρυπτής, από τον λόφο τουΠεριστερά; Ξέφυγες ποτέ σου από τη λαοθάλασσα του παραλιακού πλακόστρωτου, να περπατήσεις την Κάτω Μερά, να δεις την κρυμμένη ομορφιά
μιας εκ πρώτης όψεως νεόκτιστης (ίσως και απωθητικής) πόλης; Δίπλα στο τζαμί, πίσω από τον ενετικό καλέ, το κάστρο, στην είσοδο του πάλαι ποτέ θαλάσσιου περάσματος; Γιατί; Για το Μύρτος ήξερες πως το λέγανε Μικρή Ολλανδία; Οτι μαζί με τους Μύθους και τα Τέρτσα ήταν για τους χίπηδες το «Τρίγωνο των Βερμούδων»; Το μέρος όπου χάνονταν για μήνες στον γυρισμό τους απ'τις Ινδίες, κι ότι για να βγάλουν τα προς το ζην δούλευαν πρώτοι αυτοί στα χωράφια; Ή πως οι ίδιοι οι Μυρτιανοί κατέβηκαν στα πεδινά απ'τα «καημένα χωριά» της Βιάννου και τη δεκαετία του '80 ό,τι αποθήκη είχε ο καθένας την έκανε δωμάτιο;Ευτυχώς να λες για τα λιγοστά μινωικά κατάλοιπα που δηλώνουν την ιστορική παρουσία 3.000 χρόνων: λόγω αυτών δεν μπόρεσε καμιά μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα να χαλάσει την τόση γραφικότητα.
Ακόμα και για το Γαϊδουρονήσι, ακόμα μαθαίνεις μυστικά. Γι'αυτό τον μικρό αμμουδερό παράδεισο που διακρίνεται στα 7 ν.μ., αυτόν που νόμιζες πως γνώριζες καλά. Μόλις φέτος άκουσες για τον μύθο του κούφιου κέδρου, που λένε, μπαίνεις μέσα του, οδηγείσαι βαθιά κάτω απ'τη γη. Μη σε ξενίζει. Ούτε και να σου φαίνεται περίεργο. Τύχη είναι. Και ο ήλιος που τη λούζει και οι άνθρωποι. Αντρες-γυναίκες που ψωνίζουν με καερέτι, που στήνουν κοινωνικά παντοπωλεία, βοηθούν τους συνανθρώπους τους, γλεντάνε σύσσωμοι στις εκδηλώσεις. Ωραία τα ανεξήγητα. Και τα νωχελικά. Αντε τώρα να χρειαστεί να εξηγήσεις γιατί όταν κατεβαίνεις στο λιμάνι νιώθεις πως γύρισες σπίτι σου.
Κείμενο: Ηλέκτρα Φατούρου
Φωτογραφίες: Παναγιώτης Σαρρής
Φωτογραφίες: Παναγιώτης Σαρρής