Χίλια και παραπάνω χρόνια συνδέουν τις δύο αυτές ελληνικές περιοχές. Οι δεσμοί είναι άμεσης φυλετικής καταγωγής και έχουν καταβολές και ρίζες βαθιές. Ο εποικισμός της Κρήτης επί Νικηφόρου Φωκά είναι η απαρχή μιας μακρόχρονης σχέσης, που συνεχίστηκε αδιάλειπτα ως τις αρχές του αιώνα μας. Οι αναγκαίες διαρκείς εσωτερικές μεταναστεύσεις των βυζαντινών χρόνων στην περίπτωση τη Κρήτης και του Πόντου είναι δηλωτικές για να διατηρηθεί αλώβητο το ελληνικό στοιχείο του νησιού. Στην προσπάθεια αυτή, να κρατηθεί ενιαίο το ελληνικό-χριστιανικό στοιχείο του νησιού της Κρήτης, που εξανδραποδίστηκε από τους πειρατές Σαρακηνούς, ο Νικηφόρος Φωκάς έφερε στην Κρήτη —εκτός από τους χιλιάδες μετανάστες από τα ανατολικά θέματα— και ευγενείς οικογένειες από την Πόλη και την ανθούσα τότε Τραπεζούντα.
Αναφέρονται οι Φωκάδες (ο Ιωάννης, συγγενής του αυτοκράτορα) που κατάγονταν από τα μέρη του Πόντου και από αυτή την οικογένεια προήλθε αργότερα το γένος των Καλλέργηδων που σημάδεψε έντονα τη ζωή του νησιού ακόμα και ως τις μέρες μας· ο Λουκάς Λιτίνος, ο Ευστάθιος ή Ευστράτιος Χορτάτζης, ο γενάρχης των Χορτάτζηδων, ο Κορνάρος, ο Δημήτριος Βλαστός, ο Μάρουλλος ή Μαρουλάς, ο Μαρίνος Σκορδίλης, ο Φίλιππας Γαβαλάς, ο Ανδρέας Μελισσηνός, ο Λέων Μουσούρος, ο Κων/νος Βαρούχας, ο Θωμάς Αρχαλέος, ο Νικηφόρος Αργυρόπουλος ο Αγιοστεφανίτης, ο Ματθαίος Καφάτος και άλλοι. αλλαγές στο συσχετισμό του πληθυσμού θα φανούν έντονες σε ποικίλες εκδηλώσεις του νησιού. Θα βρούμε επίσης πολλές ομοιότητες στις παραδοσιακές καταβολές των κατοίκων, ομοιότητες που δε συναντάμε τόσο έντονες σε άλλες περιοχές του υπόλοιπου ελλαδικού Χώρου. Υπήρχαν και παλιά πολλές ονομασίες —υπάρχουν και σήμερα ονομασίες χωριών και τοποθεσιών στην Κρήτη, που έχουν τις ρίζες τους σε εποικισμούς βυζαντινούς, που συνεχίστηκαν και αργότερα, όπως επί Ισαάκιου Αγγέλου, στα 1183, στην ενετοκρατία, στα 1583 και σε μεταναστεύσεις που γίνανε μετά την άλωση της Τραπεζούντας. Αναφέρονται μάλιστα και χωριά ολόκληρα και τοποθεσίες που έχουν τις ρίζες τους εκεί, στο μακρινό Πόντο, όπως τα χωριά Τραπεζούντα, Αρμένοι, Αρμενικά, Βάρβαρα (από την Αγία Βαρβάρα), Τσακώνη, Μαρουλά (συνοικία του Χάνδακα), Αττιπάς, Αργυρούπολη (αρχαία Λάππα), Σκορδίλη, Λιθίνες.
Ο Νουαρέ (Documenti Inectis, 1892, σελ. 225) γράφει χαρακτηριστικά ότι ο αρχηγός των Τραπεζουντίων του Πόντου Αβράμιος Αντέρον Αρμίητος, το Φλεβάρη του 1414 υπέβαλε αίτηση προς την ενετική Σύγκλητο και ζητούσε να εγκατασταθούν 880 οικογένειες από την Τραπεζούντα του Πόντου στην Κρήτη. Η σύγκλητος δέχτηκε την αίτηση και έχτισαν χωριό με την ονομασία Τραπεζούντα, όπως αναφέρεται, κοντά στη Σητεία, που καταστράφηκε ολοσχερώς από τις πειρατικές επιδρομές του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Βρέθηκε μάλιστα και παράσταση με το μονοκέφαλο αετό των Κομνηνών της Τραπεζούντας. Γύρω στα 1648 το χωριό ερημώθηκε και καταστράφηκε και σήμερα ελάχιστα μόνο ερείπιά του σώζονται. Την ίδια άποψη επικροτούν και επεκτείνουν και άλλοι ιστορικοί μελετητές. Ο Νικ. Π. Παπαδάκης στο λεύκωμα «Η Σητεία, η πατρίδα του Μύσωνα και του Κορνάρου», Σητεία, 1980, αναφέρει κι άλλους οικισμούς που προήλθαν από εποικισμούς που γίνανε στα βυζαντινά και στα βενετσιάνικο χρόνια. Μάλιστα εκφράζει την άποψη πως ο Τζιάκομο Κορνάρο, πατέρας του Ανδρέα και του Βιτσέντζου, ήταν κάτοικος της κρητικής Τραπεζούντας. Η άποψη δεν απέχει από την ιστορική αλήθεια. Αν ανατρέξουμε στον «Ερωτόκριτο, θα βρούμε πλήθος λέξεις και εκφράσεις που μοιάζουν πολύ με τις ποντιακές εκφράσεις και που δε βρίσκουμε πουθενά αλλού στον ελλαδικό χώρο τέτοιες ομοιότητες (ενδεικτικά αναφέρονται τα:
κομπώνω, καματερόν, κρούζω, ο ψέλλον, ενέγκασα, γενέα, χοχλίδιν, οξύδιν, γούλα, αφονηρούμαι, λιγώνω, αναθεματίζω, κιντέα, κούτσα, κόθρος, αρμεγάδι, πρωτογάλι, χάλκωμαν, εξάζω, φουμιστάδες, ερέχκουμαι κι άλλα πολλά). Η σχέση μαντινάδας και ποντιακού δίστιχου δεν είναι διόλου τυχαία, ούτε τα όργανα κρητική λύρα - ποντιακή λύρα).
Και μετά την άλωση της Τραπεζούντας από τους Τούρκους 15.8.1461) πολλοί Πόντιοι μετανάστευσαν στην ενετοκρατούμενη ακόμα χριστιανική Κρήτη. Αναφέρουμε ενδεικτικά το λόγιο-φιλόσοφο Γεώργιο Τραπεζούντιο, που γεννήθηκε στο Χάνδακα (Ηράκλειο) από γονείς μετανάστες του Πόντου, τον Κρητοπόντιο λόγιο Μιχαήλ Μάρουλλο τον Ταρχανιώτη, το Ζαχαρία Σκορδίλη,
τον Κρητοπόντιο λόγιο και καθηγητή Νικόλαο Παπαδόπουλο τον Κρητικό.
Οι σχέσεις Ποντίων και Κρητο-ποντίων στη Βενετία αποδεικνύουν τους ακατάλυτους δεσμούς των δύο λαών. Ο Παπαδόπουλος συνεργάζεται με τον Παναγιώτη το Σινωπέα, ο εκδότης Ζαχαρίας Καλλέργης συνεργάζεται με τον Ιάκωβο τον Ποντικό. Αλλά και αντιζηλίες και εχθρότητες διακρίνουμε ανάμεσα στο Μαργούνιο Μάξιμο (ορθόδοξο) και στους λατινόφρονες Νικόλαο Παπαδόπουλο και Παναγιώτη Σινωπέα. Ο ονομαστός λόγιος και ιερωμένος Γεράσιμος Βλάχος, που έζησε στη Βενετία, διαβαζόταν και εκτιμούνταν πολύ στον Πόντο. Πλείστα επίσης γραφτά μνημεία και παραδόσεις επιβεβαιώνουν τις σχέσεις των δύο λαών. Ο καθηγητής Ρωμαίος σημειώνει ότι στην Κρήτη και στην Κύπρο τα ακριτικό τραγούδια του Πόντου και της Καππαδοκίας τραγουδιούνταν και επηρέασαν άμεσα τα αντίστοιχα (στην Κρήτη), θυμίζοντας τις παλιές ηρωικές εποχές των Ακριτών του Βυζαντίου.
Αλλά και στα χρόνια της επανάστασης του 1821 έχουμε μια καινούρια ένδειξη σύσφιξης των σχέσεων. Ο ποντιακής καταγωγής αγωνιστής του ’21 Αλέξης Μαυροθαλασσίτης με τα παλικάρια του πολεμάει στην Κρήτη μαζί με τους Κρητικούς πολέμαρχους κι εκεί σκοτώνεται και θάβεται.
Ο Υψηλάντης απευθύνει ιδιαίτερο γράμμα στους Κρητικούς να μετάσχουν και να συμβάλουν ενεργά στην επανάσταση και στέλνει μάλιστα τον Μιχαήλ Αφεντούλη (Αφενταυλέγιεφ) να οργανώσει το επαναστατικό κίνημα, μα εκείνος δεν τα καταφέρνει εξαιτίας της διαμάχης των ντόπιων καπεταναίων.
Και στα νεότερα χρόνια, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, πολλοί Πόντιοι πρόσφυγες βρήκαν καταφύγιο στη φιλόξενη Κρήτη και έμειναν εκεί, ρίζωσαν και πολιτογραφήθηκαν Κρητικοί.
Μελετώντας την ιστορία βρίσκουμε παλιούς ακατάλυτους δεσμούς ανάμεσα στον κρητικό και ποντιακό λαό, σχέσεις γλωσσικές και σχέσεις παράδοσης ή φυλετικές, που δεν είναι τυχαίες. Βρίσκουν την τεκμηρίωσή τους στα ιστορικά δεδομένα.
Φόρης Παροτίδης