Στις 21 Νοεμβρίου του 1962 πιστή στο ραντεβού που είχε ορίσει η μοίρα, συνάντησαν τα μάτια για πρώτη φορά το φως ένα ξημέρωμα, στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης. Η γιαγιά μου, θεωρούσε μεγάλη τύχη να γεννηθώ στο ακριβό σμίξιμο της νύχτας με τη μέρα ή μήπως είναι αλήθεια, η άλλη εκδοχή που μιλάει για χωρισμό κι αποχαιρετισμό.
Η Σπιναλόγκα χτυπάει πάντα ένα καμπανάκι στην ψυχή, ένα ξεχασμένο σήμαντρο και είναι δίχως άλλο αιτία, η απαράμιλλη αυτοτέλεια της νοσταλγίας μιας εφηβικής σκέψης, που καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα παλιά και νέα και ίδια πάντα, για να κάνει σαφές με ένα τρόπο ανερμήνευτο το ουσιώδες και το ιδανικό αυτής της ασκητικής πολιτείας των άφτερων αγγέλων.
Εκεί που ο ορίζοντας της θάλασσας σκύβει και προσκυνά το κάστρο στη Σπιναλόγκα, είναι από τότε υπηρέτης και τακτικός επισκέπτης ο λογισμός. Η ρίζα μου είναι στο Οροπέδιο Λασιθίου στο Τζερμιάδο. Ανάμεσα στη Δίκτη και τη Σελένα μεγάλωσα, κορφές που ακόμη και τώρα φεγγοβολούν στον ύπνο μου, φωτίζοντας διακριτικά την ανάγκη και της αλήθειας, για να μη χαθώ στα σύγχρονα σκοτάδια του ξεστρατισμένου κόσμου.
Είναι βέβαιο πως μεγάλωσα σε αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον, όπως και τα περισσότερα παιδιά της γενιάς μου τότε, αλλά σίγουρα με αγάπη και καλοσύνη και ανάμεσα σε πολλούς συγγενείς. Κρατώ στην καρδιά την αθωότητα του παιδιού που υπήρξα και μυρωδιές πολλές, αυτές που είχαν οι γειτονιές του παλιού καιρού, της ασβεστωμένης αυλής, του βασιλικού, της κανέλας, του μήλου, του αχνιστού ψωμιού, του μούστου... και του Αυγούστου που ήταν και είναι πάντα του γούστου μου.
Το ασήμι του φεγγαριού είτε πλατύγυρο, είτε μισό, με μαγνητίζει. Προσπάθησα να ξεκρεμάσω απ’ τον ουρανό κάποτε ένα φεγγάρι, αυτό που ανατέλλει στον Κάστελο και πίστευα πως ήταν δικό μου. Δεν τα κατάφερα, η θεια Μαρία με γύρισε πίσω, έτσι έλεγε η γιαγιά μου και σταυροκοπιόταν τονίζοντας το ''ευτυχώς'', μα ποτέ δεν το παραδέχτηκα αυτό το ευτυχώς, εξ’ άλλου η ίδια η γιαγιά πυροδοτούσε τη φαντασία μου, όταν το χαρακτήριζε καρφίτσα και παραμάνα της νύχτας.
Μια ξυπόλητη νεράιδα είχα συναντήσει εκείνη τη νύχτα. «Όταν αγαπήσεις και πονέσεις θα ’ρθει μόνο του να σε βρει», είχε ψιθυρίσει και μύριζε χώμα βρεγμένο και μαστίχα χιώτικη η ανάσα της.
Έχω τις ρίζες εκείνες που γεννήθηκα, μα πέταξα και τις δικές μου στην πόλη που διάλεξα από πείσμα και από περηφάνια, από μια άλλη εσωτερική επιταγή της ψυχής. Δεν φοβάμαι πια. Κατάφερα να αγαπήσω τους φανοστάτες της καινούριας πόλης. Τώρα νιώθω την άνθιση μιας άλλης ευτυχίας. Είναι τα παιδιά μου. Ζω στην Κέρκυρα και λατρεύω τη διακριτικότητα και την αμίμητη αρμονία που έχει το Ιόνιο φως μέσα στην οργιώδη βλάστηση.
Εργάζομαι στην Επαγγελματική Σχολή του Υπουργείου Τουρισμού. Αντιλαμβάνομαι πως έχω χρέος στην καθημερινότητα μου, να προσπαθώ, να διδάσκω τα παιδιά και τα παιδιά μου, την ανάγκη να διεκδικούν τον αμύθητο θησαυρό της Ζωής και του Έρωτα, με αφετηρία την ψυχή, κρατώντας το νου ελεύθερο, με πράξεις Αγάπης εξυψωμένες στους αιθέρες, για να αντέξει ο κύκλιος χορός των μικρών θεών και Αύριο, να αγγίξουν τα μυστήρια και το μεγαλείο του σύμπαντος κοινωνώντας στις χούφτες τη χαρά και το ρίσκο της αιωνιότητας.
Συνηθίζω να κλείνω τα μάτια, να ταξιδεύω πίσω απ'τον καιρό και ψάχνω σημάδια στην πολυτέλεια της μοναξιάς, (η μοναξιά είναι δασκάλα αυτογνωσίας), στις αναμνήσεις, στα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης και στα κόκκινα μήλα, αυτά του Λασιθιώτικου κάμπου, που κρέμονται απείραχτα απ’ τις πάχνες στα χιονισμένα κλαδιά και λιτανεύουν τα λόγια και την αγάπη κι όταν ανοίγω τα ματοτσίνορα ξέρω καλά πως, το δάκρυ δεν αφήνει ενθύμια.
Είμαι πάντα πρόθυμη στο ταξίδι του νόστου και του Νότου κι όλο μαζεύω στην ανέμη το μίτο, για να ελευθερώσω από το λαβύρινθο το δικό μου φεγγάρι, μπορεί μια νύχτα του Αυγούστου εκεί στην Κρήτη. Αύριο… εκεί που τ’ άστρο δε γερνά και η νιότη δεν παλιώνει… ίσως να με περιμένει ξανά στο σταυροδρόμι η ίδια νεράιδα.
Διεκδικώ τη Ζωή, τον αμύθητο πλούτο και θησαυρό την Αγάπη, γνωρίζοντας πώς πρέπει συνεχώς να ξοδεύομαι, μέσα σ'ένα φθαρμένο, σχεδόν σάπιο κοινωνικό ιστό που αδιάκοπα όλο και περισσότερο ξεφτίζει σε τούτο τον ανοδήγητο ξεστρατισμένο κόσμο. Το ίδιο όνειρο πάντα στ’ ανοιχτά τ’ ουρανού υψώνεται, όταν ρόδο άλικο ο Έρωτας αγαπά το ρίσκο και τινάζει το χνούδι της λήθης και της λύπης στο φως ... Κρατώ το παράθυρο της μνήμης ανοικτό. Θύμησες άφθαρτες, εναγώνιες και ευτυχώς αθέατες... στην καρδιά, με τις πρωινές αύρες της λουλακιάς θάλασσας κατοχυρωμένες πια ως άμυνα ψυχής και παρατηρώντας την αποϊεροποίηση της Ζωής γύρω μου, πιο πολύ τη ζωή, Ζωή ονειρεύομαι και την επιστροφή στο δικό μου παράδεισο, τη μόνη πηγή αυτοσυνειδησίας. Αύριο, εκεί που το ποτάμι σμίγει με τη θάλασσα, εκεί πού το γλυκό νερό συναντιέται με την αρχαία γεύση της Ζωής, την αλμύρα, εκεί που η μνήμη γίνεται βιβλίο ανοικτό πλάι στη μνήμη του νερού, αλήθεια σε τούτο το γεμάτο μυστήριο και λαχτάρα αντάμωμα, σμίγει ή χάνεται... |
Ξαγρυπνώ, να μην ξεγελαστώ από τα εύκολα και να διατηρήσω την αξιοπρέπεια και την τιμή μου. Γνωρίζοντας πως το σημάδι καμιά φορά μιλά περισσότερο από τον δημιουργό του έχω μάθει και να σωπαίνω.
Πιστεύω στα παιδιά, στις νεράιδες, στους αγγέλους, στο Αύριο. Αύριο, όταν η αληθινή ουσία της ζωής ξεχυθεί από το πιο μακρινό άστρο του στερεώματος κι αγκαλιάσει με το ίδιο αίσθημα δικαιοσύνης και προθέσεις καλοσύνης όλους μας.
Πιστεύω με μια γενναιότητα κρυμμένη σε προθέσεις φαντασίας και σε σκέψεις αδιάβαστες. Μ’ αρέσουν οι δυνατές στιγμές, αυτές που αγγίζουν την αιωνιότητα όταν τα μάτια γίνονται πέλαγα, για να ταξιδέψουν κι εκείνα τα όνειρα που ξέχασαν να σηκώσουν τα λευκά πανιά.
Καταθέτω την ευγνωμοσύνη μου στο φως, το μόνο ταξίδι που δικαιώνει την αιωνιότητα, ελπίζοντας να αναγνωρίσουμε όλοι μαζί, τους ιερούς δρόμους του αυθεντικού οδοιπορώντας στο αξόδευτο Φως, το ενιαίο και όχι διασπασμένο σε αμφίβολες δέσμες.
Μένω στον κόσμο μου εντός, γιατί ξέρουν πως μπορώ να ειρωνεύομαι τη μιζέρια και τα δήθεν και τούτο γιατί έχω πετάξει από πάνω μου ότι είναι ξένο προς τη συνείδησή μου και τολμώ έστω στην ωριμότητα μου, μα ποτέ δεν είναι αργά, όχι μόνο να λέω αλλά και να γράφω…
Μένω στον κόσμο μου εντός, για να θαυμάζω κάθε μικρό παιδί που παίζει έχοντας απόλυτη αυτοσυγκέντρωση και ταυτόχρονα απέραντη ανεμελιά, και είναι ειλικρινά πολύ δύσκολο να μη νιώσω ότι γοητεύομαι με την παιδική αθωότητα χειροπιαστή κάθε στιγμή αφού αφήνομαι και την αισθάνομαι να κυλά και μέσα μου.
Δίνω σημασία στα χέρια. Xέρια, για να αγγίζονται τρυφερά και με εμπιστοσύνη, να χαιρετούν με εγκαρδιότητα, να παίζουν με τις πνοές του ανέμου και το γέλιο του ήλιου, χέρια με τη μυρωδιά μιας θαλάσσιας αύρας, χέρια έτοιμα για το χειροκρότημα, χέρια για να μετρήσουν το καλό, χέρια απλωμένα διστακτικά για να δεχτούν το ελάχιστο της αγάπης μας, χέρια υψωμένα στον ουρανό ικετεύοντας και αυτά το φως, χέρια ανοικτά στη βροχή, χέρια που μας κράτησαν με ασφάλεια και μας έμεινε φυλακτό η θύμηση τους.
Υποκλίνομαι στην Αγάπη.
Ξέρω καλά, πως καμιά φορά η ψυχή βαραίνει και δυσκολεύεται να πετάξει, τότε που ο νους πλημμυρίζει από αναμνήσεις, εικόνες, όνειρα, από στιγμές που άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στην καρδιά και μας επέτρεψαν να πορευτούμε με ίσια περπατησιά κόντρα στη λήθη και στην ευκολία , κόντρα στην κόντρα του καιρού.
Σκέψεις, με τα προικιά του ανατολικού ανέμου φερμένες στο κανίσκι του φεγγαριού, εκείνες οι απλές καθημερινές σκέψεις που γεννούν συναισθήματα και συναισθήματα που μας οδηγούν ευτυχώς αρκετούς ακόμη, σε δράσεις και συμπεριφορές, διαμορφώνοντας μια άλλη πραγματικότητα, εκείνη που στοχεύει να μας φέρει πιο κοντά στην αλήθεια.
Στιχάκια, ιστορίες, παραμύθια, ένας ατέλειωτος χορός από λέξεις και εικόνες, υπήρχαν στο νου από τότε που στον περίβολο του Δημοτικού σχολείου Τζερμιάδου καταθέταμε παιδιά πολλά, το περίσσευμα της ψυχής και κοκκίνιζαν οι παπαρούνες πρώτα στα μάγουλα κι'ύστερα στον κάμπο. Τα χρόνια πέρασαν μα δεν ακύρωσαν όσα κράτησα, ακριβό φυλακτό.
Το να μοιράζομαι με γεμίζει συγκίνηση αληθινή και η συγκίνηση συνήθως ανοίγει αβίαστα το παράθυρο στον ενθουσιασμό κι'απ'το ανοικτό παράθυρο κοιτάζοντας ψηλά, στερεώνω σε μια γιρλάντα ουρανού με άστρα και χελιδονίσματα την πίστη μου πως, θα τα καταφέρω και αύριο, να αγγίξω την καρδιά ενός οποιουδήποτε ανθρώπου με το ίδιο πάντα βλέμμα της παιδικής αφέλειας.
Έτσι πορεύομαι, δίχως θυμό πια για τίποτα, όλα έχουν ένα λόγο και εξυπηρετούν ένα αόρατο σχέδιο ισορροπίας και αρμονίας γι'αυτό και συμβαίνουν.
Αισθάνομαι στην καθημερινότητα τη συνηγορία των αγγέλων γιατί όλα τα παιδιά που με περιβάλλουν εδώ και 30 χρόνια είναι άφτεροι άγγελοι και κάνουν θόρυβο με το γέλιο τους, οδηγώντας με μακριά από το ευτελές.
Αντιλαμβάνομαι τη ζωή σαν ένα ακριβό, το ακριβότερο ταξίδι με πολλούς σταθμούς,
το πριν και πίσω απ'τον καιρό, μα πάντα στο χρόνο εκείνο που χτυπά μαγικά μέσα μου και τώρα πια δεν υπάρχει χρόνος να σπαταλήσω άσκοπα σε πράγματα που δεν έχουν να μου προσφέρουν τίποτα. Έμαθα πως «η ζωή είναι ένα ένδυμα. Όταν είναι λερωμένο το καθαρίζουμε, όταν τρυπήσει το μπαλώνουμε, αλλά μένει κανείς ντυμένος όσο πιο πολύ μπορεί!» (Ονορέ Ντε Μπαλζάκ). Έτσι τώρα, φορώ τη Ζωή απ’ την καλή και την προσέχω, και την πάω και με πάει και μου πάει τελικά γιατί απολαμβάνω την Αγάπη και αισθάνομαι τις πηγές της....
Νοσταλγία, είναι η αίσθηση ότι ανήκουμε κάπου και η ανάγκη να επιστρέφουμε σε ένα μέρος, όπου κάποτε νιώθαμε άνετα και ασφαλείς. Νοσταλγώντας, σίγουρα καταλαβαίνουμε πως η πραγματική μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία. Άνοιξε λοιπόν αν μπορείς χωρίς να συγκινηθείς, χωρίς να δακρύσεις το παλιό σεντούκι της μνήμης και το σημειωματάριο της ψυχής.
Tάξε πως κρατάς κι εσύ, ένα ματσάκι γιασεμιά κι αν πρέπει να τα χαρίσεις, μη διστάσεις, συνέχιζε να ψιθυρίζεις «ναι, δεν φοβάμαι να ανοίξω την πιο βαθιά πληγή γιατί εκεί βρίσκεται ο αιώνιος ολόλευκος ανθός και θα μείνει για πάντα ανθός της σκέψης και της προσευχής.
Η μουσική είναι η γλώσσα του σύμπαντος, εκείνη που καταφέρνει να γκρεμίζει τις καστρόπορτες του φόβου. Δεν είναι τυχαίο που ο Πλάτων την ονόμαζε ως την ομορφιά του Σύμπαντος κι έλεγε πως η «η Μουσική είναι η κίνηση του ήχου για να φτάσει την ψυχή και να της διδάξει την αρετή», ότι «η μουσική είναι ένας ηθικός κανόνας. Δίνει ψυχή στο σύμπαν, φτερά στη σκέψη, απογειώνει τη φαντασία, χαρίζει χαρά στη λύπη και ζωή στα πάντα”.Πολλές μουσικές και πολλά τραγούδια, με γυρίζουν πίσω, σε γωνιές και σε δρόμους που στάθηκα, περπάτησα, αγάπησα, ερωτεύτηκα, έκλαψα, χάθηκα.
Ας είναι να ταξιδεύει ο νους με τα πανιά της καρδιάς ανοικτά κι απ΄ το βυθό της ψυχής τα όνειρα ακριβά μαργαριτάρια να στολίζουν τις άφεγγες νύχτες, μέχρι να πληγωθεί τόσο το σκοτάδι, που ότι έχει καλά κρυμμένο να ξεμυτίσει στο φως, για να μας δώσει απαντήσεις και να κεράσει η αλήθεια σε ασημένιο δίσκο την αγάπη σε ποτήρι κρυστάλλινο και την καλοσύνη βύσσινο γλυκό.
Είμαι η Χαρούλα Βερίγου, με ευγνωμοσύνη για τη ρίζα της καταγωγής.
και
η Ζωή Δικταίου, εν’ ονόματι της Αγάπης, στη βροχή και στο Ιόνιο φως της Κέρκυρας.
Η πρώτη κατάθεση ψυχής πριν αρκετά χρόνια.