Στο Παρίσι ο Φλουράνς συνάντησε ξανά τους μπλανκιστές συντρόφους του και δόθηκε ολόψυχα στην επαναστατική προπαγάνδα, συνεργαζόμενος με την εβδομαδιαία αριστερή δημοκρατική εφημερίδα “Μασσαλιώτιδα” του Ανρί Ροσφόρ.
Στις 12 Ιανουαρίου 1870 ήταν ανάμεσα στους άλλους μπλανκιστές1 που προσπάθησαν να εξεγείρουν τους 100.000 διαδηλωτές που συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία τον δημοσιογράφο Βίκτορα Νουάρ, τον οποίο είχε σκοτώσει ο πρίγκιπας Πιέρ Βοναπάρτης, ενώ στις 7 Φεβρουαρίου προσπάθησε χωρίς επιτυχία με άλλους επαναστάτες να προκαλέσουν, μέσω μιας “νύκτας οδοφραγμάτων”, λαϊκή εξέγερση στην εργατική συνοικία Μπελεβίλ στα βόρεια του Παρισιού.
Στις 12 Ιανουαρίου 1870 ήταν ανάμεσα στους άλλους μπλανκιστές1 που προσπάθησαν να εξεγείρουν τους 100.000 διαδηλωτές που συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία τον δημοσιογράφο Βίκτορα Νουάρ, τον οποίο είχε σκοτώσει ο πρίγκιπας Πιέρ Βοναπάρτης, ενώ στις 7 Φεβρουαρίου προσπάθησε χωρίς επιτυχία με άλλους επαναστάτες να προκαλέσουν, μέσω μιας “νύκτας οδοφραγμάτων”, λαϊκή εξέγερση στην εργατική συνοικία Μπελεβίλ στα βόρεια του Παρισιού.
Ανατρεπτικός αξιωματικός της εθνοφρουράς
Μετά τη στρατιωτική συντριβή του Ναπολέοντα του Γ’ στο Σεντάν και την παράδοσή του στους Πρώσους στις 2 Σεπτεμβρίου του 1870, ο Γκουστάβ, ενώ κατευθυνόταν προς την Ελλάδα, επέστρεψε στα τέλη του μήνα στο πολιορκημένο από τους Πρώσους Παρίσι και, αμνηστευμένος, τοποθετήθηκε επικεφαλής 500 “τυφεκιοφόρων” της Εθνοφρουράς στο γνώριμό του Μπελεβίλ.
Στις 31 Οκτωβρίου 1870 οι “τυφεκιοφόροι” του Γκουστάβ, οι Ιακωβίνοι δημοκράτες και οι μπλανκιστές εργάτες αποπειράθηκαν να εξεγερθούν, αυτή την φορά κατά της “Προσωρινής Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας”, όταν πληροφορήθηκαν ότι είχε εξουσιοδοτήσει τον Αδόλφο Θιέρσιο να έλθει σε διαπραγματεύσεις με τους Πρώσους. Φωνάζοντας “προδοσία!”, οι εξεγερμένοι κατέλαβαν το δημαρχείο και ανακοίνωσαν την ίδρυση μιας επαναστατικής “Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας”2 με πρόεδρο τον ίδιον τον Μπλανκί.
Αν και αρχικά η κυβέρνηση, φοβισμένη από την εξέγερση, υποσχέθηκε να κάνει την επόμενη μέρα δημοτικές εκλογές, στην συνέχεια πήρε τον λόγο της πίσω και έστειλε τα πιστά σε αυτήν τμήματα της Εθνοφρουράς να επανακαταλάβουν του δημαρχείο και να αποκαταστήσουν την τάξη.
Στις δημοτικές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1870 ο Γκουστάβ Φλουράνς εκλέχτηκε αντιδήμαρχος του Μπελεβίλ, η εκλογή του ωστόσο ακυρώθηκε με το αιτιολογικό ότι ήταν καταζητούμενος.
Ο “ήρωας του Μπελεβίλ” εντοπίστηκε τελικά στις 7 Δεκεμβρίου, συνελήφθη όμως οι πιστοί σε αυτόν εθνοφύλακές του, τους οποίους συντόνιζε ο Ιταλός αναρχικός Αμιλκάρε Τσιπριάνι, συμπολεμιστής του στην επανάσταση της Κρήτης, τον απελευθέρωσαν μετά από μερικές εβδομάδες, με έφοδο στη φυλακή την νύκτα της 21ης προς 22α Ιανουαρίου 1871 λίγο πριν από την παράδοση του Παρισιού στους Πρώσους.
Στην υπό τους Πρώσους νέα “Εθνοσυνέλευση”, που για να μην καταστεί όμηρος του πλήθους είχε αρχίσει να συνέρχεται στο Μπορντώ, ο λαός του Παρισιού και η Εθνοφρουρά απάντησαν με το να συγκροτήσουν στις 3 Μαρτίου επαναστατικά συμβούλια και με το να εκλέξουν στις 15 τη δική τους ηγεσία, μια Κεντρική Επιτροπή, που σε λίγο, στις 18 Μαρτίου, θα εξελισσόταν στην ένδοξη “Κομμούνα του Παρισιού”.
Μετά τη στρατιωτική συντριβή του Ναπολέοντα του Γ’ στο Σεντάν και την παράδοσή του στους Πρώσους στις 2 Σεπτεμβρίου του 1870, ο Γκουστάβ, ενώ κατευθυνόταν προς την Ελλάδα, επέστρεψε στα τέλη του μήνα στο πολιορκημένο από τους Πρώσους Παρίσι και, αμνηστευμένος, τοποθετήθηκε επικεφαλής 500 “τυφεκιοφόρων” της Εθνοφρουράς στο γνώριμό του Μπελεβίλ.
Στις 31 Οκτωβρίου 1870 οι “τυφεκιοφόροι” του Γκουστάβ, οι Ιακωβίνοι δημοκράτες και οι μπλανκιστές εργάτες αποπειράθηκαν να εξεγερθούν, αυτή την φορά κατά της “Προσωρινής Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας”, όταν πληροφορήθηκαν ότι είχε εξουσιοδοτήσει τον Αδόλφο Θιέρσιο να έλθει σε διαπραγματεύσεις με τους Πρώσους. Φωνάζοντας “προδοσία!”, οι εξεγερμένοι κατέλαβαν το δημαρχείο και ανακοίνωσαν την ίδρυση μιας επαναστατικής “Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας”2 με πρόεδρο τον ίδιον τον Μπλανκί.
Αν και αρχικά η κυβέρνηση, φοβισμένη από την εξέγερση, υποσχέθηκε να κάνει την επόμενη μέρα δημοτικές εκλογές, στην συνέχεια πήρε τον λόγο της πίσω και έστειλε τα πιστά σε αυτήν τμήματα της Εθνοφρουράς να επανακαταλάβουν του δημαρχείο και να αποκαταστήσουν την τάξη.
Στις δημοτικές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1870 ο Γκουστάβ Φλουράνς εκλέχτηκε αντιδήμαρχος του Μπελεβίλ, η εκλογή του ωστόσο ακυρώθηκε με το αιτιολογικό ότι ήταν καταζητούμενος.
Ο “ήρωας του Μπελεβίλ” εντοπίστηκε τελικά στις 7 Δεκεμβρίου, συνελήφθη όμως οι πιστοί σε αυτόν εθνοφύλακές του, τους οποίους συντόνιζε ο Ιταλός αναρχικός Αμιλκάρε Τσιπριάνι, συμπολεμιστής του στην επανάσταση της Κρήτης, τον απελευθέρωσαν μετά από μερικές εβδομάδες, με έφοδο στη φυλακή την νύκτα της 21ης προς 22α Ιανουαρίου 1871 λίγο πριν από την παράδοση του Παρισιού στους Πρώσους.
Στην υπό τους Πρώσους νέα “Εθνοσυνέλευση”, που για να μην καταστεί όμηρος του πλήθους είχε αρχίσει να συνέρχεται στο Μπορντώ, ο λαός του Παρισιού και η Εθνοφρουρά απάντησαν με το να συγκροτήσουν στις 3 Μαρτίου επαναστατικά συμβούλια και με το να εκλέξουν στις 15 τη δική τους ηγεσία, μια Κεντρική Επιτροπή, που σε λίγο, στις 18 Μαρτίου, θα εξελισσόταν στην ένδοξη “Κομμούνα του Παρισιού”.
Στα οδοφράγματα της κομμούνας
Στις 26 Μαρτίου, ενώ ο Μπλανκί είχε συλληφθεί μετά από κατάδοση, ο Φλουράνς εκλέχτηκε μέλος της “Επαναστατικής Επιτροπής” της “Κομμούνας” και τοποθετήθηκε στρατηγός. Για δύο περίπου βδομάδες πολέμησε σκληρά τους “βερσαλιέζους”, τον στρατό της “Εθνοσυνέλευσης”, η οποία τώρα είχε μεταφέρει ξανά την έδρα της, από το Μπορντώ στις Βερσαλλίες.
Στις 26 Μαρτίου, ενώ ο Μπλανκί είχε συλληφθεί μετά από κατάδοση, ο Φλουράνς εκλέχτηκε μέλος της “Επαναστατικής Επιτροπής” της “Κομμούνας” και τοποθετήθηκε στρατηγός. Για δύο περίπου βδομάδες πολέμησε σκληρά τους “βερσαλιέζους”, τον στρατό της “Εθνοσυνέλευσης”, η οποία τώρα είχε μεταφέρει ξανά την έδρα της, από το Μπορντώ στις Βερσαλλίες.
Ο ιπποτικός και μεγαλόκαρδος Φλουράνς
-σύμφωνα με τη ρήση του Κ. Μάρξ- του οποίου η γενναιότητα δεν γνώριζε εμπόδια, στα 33 του μόλις χρόνια πέρασε στο πάνθεον των μαρτύρων της ελευθερίας, όταν το πρωί της 3ης Απριλίου 1871, παγιδευμένος σε ένα πανδοχείο του Rueil, κοντά στο Malmaison, «περικυκλώθηκε από ένα πλήθος χωροφυλάκων που έπεσαν επάνω του, χτυπώντας τον με τους υποκόπανους των τουφεκιών τους, και τον αφόπλισαν»3.
«Πεσμένος καταγής, μισοπεθαμένος», διηγείται ο πιο πιστός σύντροφος και συναγωνιστής του στην κρητική επανάσταση Τσιπριάνι4, «είδα τον Φλουράνς να κατεβαίνει ασκεπής, άοπλος, στο μέσον μιας ενωμοτίας χωροφυλάκων.».5
«Στεκόταν όρθιος και σοβαρός, με φυσιογνωμία ήρεμη και γαλήνια, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το σώμα του τυλιγμένο στη μεγάλη χλαίνη που φορούσε στην πολιορκία, περιφέροντας πάνω στην αγέλη που τον τριγύριζε ένα βλέμμα σίγουρο και σταθερό».6
Μέσα σ’ αυτόν τον σάλο, φάνηκε ένας έφιππος λοχαγός: ο Ντεμαρέ.
«Εσείς είστε ο Φλουράνς, ρώτησε με αυταρχικό τόνο.
-Ναι, απάντησε εκείνος.
-Εσείς είστε που σκοτώνετε τους χωροφύλακές μου;
-Οχι δεν είμαι εγώ.
-Πώς, δεν είστε εσείς, είπε ο Ντεμαρέ, με φωνή που την έπνιγε η λύσσα.
-Οχι, απάντησε με σταθερότητα ο Φλουράνς. -Ψεύτη! ούρλιαξε ο λοχαγός, και με μια γερή σπαθιά του έσχισε το κεφάλι, ξεκολλώντας του τον ώμο. Ο Φλουράνς έπεσε κάτω σφαδάζοντας, μέσα σε φρικτή επιθανάτια αγωνία. Ενας χωροφύλακας ακούμπησε γελώντας την κάννη του τουφεκιού του στο αφτί του. Ο πυροβολισμός του τίναξε τα μυαλά προς όλες τις κατευθύνσεις».
-σύμφωνα με τη ρήση του Κ. Μάρξ- του οποίου η γενναιότητα δεν γνώριζε εμπόδια, στα 33 του μόλις χρόνια πέρασε στο πάνθεον των μαρτύρων της ελευθερίας, όταν το πρωί της 3ης Απριλίου 1871, παγιδευμένος σε ένα πανδοχείο του Rueil, κοντά στο Malmaison, «περικυκλώθηκε από ένα πλήθος χωροφυλάκων που έπεσαν επάνω του, χτυπώντας τον με τους υποκόπανους των τουφεκιών τους, και τον αφόπλισαν»3.
«Πεσμένος καταγής, μισοπεθαμένος», διηγείται ο πιο πιστός σύντροφος και συναγωνιστής του στην κρητική επανάσταση Τσιπριάνι4, «είδα τον Φλουράνς να κατεβαίνει ασκεπής, άοπλος, στο μέσον μιας ενωμοτίας χωροφυλάκων.».5
«Στεκόταν όρθιος και σοβαρός, με φυσιογνωμία ήρεμη και γαλήνια, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το σώμα του τυλιγμένο στη μεγάλη χλαίνη που φορούσε στην πολιορκία, περιφέροντας πάνω στην αγέλη που τον τριγύριζε ένα βλέμμα σίγουρο και σταθερό».6
Μέσα σ’ αυτόν τον σάλο, φάνηκε ένας έφιππος λοχαγός: ο Ντεμαρέ.
«Εσείς είστε ο Φλουράνς, ρώτησε με αυταρχικό τόνο.
-Ναι, απάντησε εκείνος.
-Εσείς είστε που σκοτώνετε τους χωροφύλακές μου;
-Οχι δεν είμαι εγώ.
-Πώς, δεν είστε εσείς, είπε ο Ντεμαρέ, με φωνή που την έπνιγε η λύσσα.
-Οχι, απάντησε με σταθερότητα ο Φλουράνς. -Ψεύτη! ούρλιαξε ο λοχαγός, και με μια γερή σπαθιά του έσχισε το κεφάλι, ξεκολλώντας του τον ώμο. Ο Φλουράνς έπεσε κάτω σφαδάζοντας, μέσα σε φρικτή επιθανάτια αγωνία. Ενας χωροφύλακας ακούμπησε γελώντας την κάννη του τουφεκιού του στο αφτί του. Ο πυροβολισμός του τίναξε τα μυαλά προς όλες τις κατευθύνσεις».
Ο αντίκτυπος του μαρτυρικού του θανάτου
Η πληροφορία για τον θάνατό του προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στο πολιορκημένο Παρίσι. Ο τάφος του στο κοιμητήρι Περ-Λεσαίζ μετατράπηκε σε τόπο προσκυνήματος, μια συνήθεια που κράτησε για χρόνια8. Η Τζένη Μαρξ έγραψε σε μια επιστολή της στον Λ. Κούγκελμαν στις 12 Μαΐου του 1871, μιλώντας και εκ μέρους του Κ. Μαρξ: «Ο θάνατος του Φλουράνς, του πιο γενναίου των γενναίων, μας γέμισε όλους με βαθύ πόνο, όπως και ο απελπισμένος αγώνας της Κομμούνας, όπου παίρνουν μέρος όλοι οι πιο παλιοί και καλοί μας φίλοι».
Κάτω από τον πρωτοσέλιδο τίτλο “Γουσταύος Φλουράνς” η L’ Indépendance Hellénique αναγγέλλοντας στις 18/30 Απριλίου 1871 στους αναγνώστες της την είδηση του θανάτου του, αναφερόταν και στην ολόθερμη από τον παλαιό ανταποκριτή της συμμετοχή και υποστήριξη του αγώνα για την ελευθερία της Κρήτης:
«Οι αναγνώστες μας είχον πλέον της μιας ευκαιρίας να εκτιμήσωσι την αξίαν και το τάλαντον του κ. Φλουράνς, όστις συνηγόρησεν επί μακρόν υπέρ του ελληνικού αγώνος από τας στήλας ημών και ούτινος τα φιλελληνικά αισθήματα ουδέποτε διεψεύσθηκαν έκτοτε…
Ως άπαντες οι πεπεισμένοι δημοκράται, ούτω και ο δυστυχής φίλος ημών επίστευεν εις το μέλλον της παγκοσμίου Δημοκρατίας, εις την λαϊκήν κυριαρχίαν, εις τα δικαιώματα των λαών να αποτινάξουν τον ζυγόν των τυράννων των. Δι ό και, εκραγείσης της επαναστάσεως εν Κρήτη, προσέτρεξεν να καταταγή εις τας τάξεις των Κρητών, ους η αδιάφορος Ευρώπη άφησεν να συντριβώσιν υπό των Τούρκων μετά τριών ετών πόλεμον και ανενδότους αγώνας.
Εν Κρήτη, συνέταξε τας επιστολάς του Ζυμβρακάκη προς τον Βίκτορα Ουγκώ, τον Ιούλιο Φαβρ, κ.λπ. αίτινες εδημοσιεύθησαν εν τη Indépendance. Επιστρέψας εν Παρισίοις, ένθα τον εκάλει ο πατήρ εν τη νεκρική αυτού κλίνη, εδημοσίευσε φυλλάδιον, εν ω συνηγόρει υπέρ του αγώνος των Κρητών, έκτοτε δε η Ελλάς δεν είχε φίλον πιστότερον και πλέον αφοσιωμένον».
«Δεν θα υπενθυμίσωμεν ενταύθα επεισόδια τινά του βίου του κ. Φλουράνς, άτινα ανέφερεν ο ίδιος εν τη Indépendance και άτινα δεν θα ήτο δυνατόν να οφείλονται παρά μόνον εις άνθρωπον με ανήσυχον χαρακτήρα, κατά την αντίληψιν του οποίου τα γεγονότα δεν βαδίζουν μετ’ αρκούντως ταχέος ρυθμού, καθώς και εις την μεγάλην αγάπην τούτου προς τους Κρήτας, των οποίων είχεν ενθέρμως ενστερνισθή τον αγώνα».9
Στο βιβλίο με τίτλο: “Οι άνθρωποι του καιρού μου”, που εξέδωσε στα 1879 ο Ιταλός συγγραφέας Ντομένικο Γκαλάτι, υπάρχει ένα ενδιαφέρον πορτρέτο του Γάλλου επαναστάτη:
«Είχε ογδόντα χιλιάδες λίβρες εισόδημα και έκανε ζωή αναχωρητή. Σοφός σαν λεξικό, γενναίος σαν σπαθί. Ηταν δημοκράτης και σοσιαλιστής. Η εκστρατεία του στην Κρήτη ήταν απόδειξη της ανδρείας του και της ειλικρίνειας των αρχών του…
Ήταν ωραίος άντρας. Ηταν ντυμένος πάντα, χωρίς εξαίρεση στα μαύρα. Τα μαλλιά του αραίωναν και το μέτωπό του παρουσίαζε αρχή φαλάκρας. Τα γαλάζια μάτια του ήταν ζωηρά, διαπεραστικά και παράξενα ανήσυχα. Ενα ιδιόρρυθμο χαμόγελο, σαν μορφασμός, έδειχνε περιφρόνηση και ειρωνεία… Μισούσε τους αστούς όσο αγαπούσε το λαό…
Το ύφος του ήταν λακωνικό, ο χαρακτήρας του μετρημένος, τα πολιτικά του ήθη αυστηρά. Τι επιτυχία ήταν δυνατόν να ελπίζει; Εκείνο που χαρακτήριζε το πνεύμα του ήταν η τόλμη… Ηταν ο ρήτορας των λαϊκών συγκεντρώσεων… Το μυαλό του ήταν φλόγα, η καρδιά του πάγος».10
«Οι πολιτικές του πεποιθήσεις», θα γράψει ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, «δεν προσφέρονται για απλουστευτική κατάταξη στο πολιτικό πανόραμα της εποχής του. Οπαδός της ασυμβίβαστης εθνικής άμυνας στη διάρκεια του γαλλοπρωσικού πολέμου και πιστός στον “περιούσιο” χαρακτήρα του γαλλικού λαού, διαπνεόταν από ανυποχώρητο εθνικισμό, που διέθετε εντούτοις ισχυρά οικουμενικά χαρακτηριστικά, όπως προκύπτει από τη δράση του στην Ελλάδα και την Κρήτη. Η αυστηρότητα των ηθών, η αδιαλλαξία του, ο ρεπουμπλικανισμός του, η αθεΐα του και ο ακραίος πατριωτισμός του μας παραπέμπουν στις αυθεντικότερες παραδόσεις του νεοϊακωβινισμού. Τα τολμηρά πραξικοπηματικά επαναστατικά του εγχειρήματα, η αναζήτηση της άμεσης δράσης και η κλίση του στις συνομωσίες τον φέρνουν κοντά στον μπλανκισμό. Η ειλικρινής δίψα του για κοινωνική δικαιοσύνη, το βαθμιαίο άνοιγμα προς τις σοσιαλιστικές ιδέες και ο κοσμοπολίτικος διεθνισμός του τον προσανατολίζουν, τέλος, στον μαρξισμό».11
Η πληροφορία για τον θάνατό του προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στο πολιορκημένο Παρίσι. Ο τάφος του στο κοιμητήρι Περ-Λεσαίζ μετατράπηκε σε τόπο προσκυνήματος, μια συνήθεια που κράτησε για χρόνια8. Η Τζένη Μαρξ έγραψε σε μια επιστολή της στον Λ. Κούγκελμαν στις 12 Μαΐου του 1871, μιλώντας και εκ μέρους του Κ. Μαρξ: «Ο θάνατος του Φλουράνς, του πιο γενναίου των γενναίων, μας γέμισε όλους με βαθύ πόνο, όπως και ο απελπισμένος αγώνας της Κομμούνας, όπου παίρνουν μέρος όλοι οι πιο παλιοί και καλοί μας φίλοι».
Κάτω από τον πρωτοσέλιδο τίτλο “Γουσταύος Φλουράνς” η L’ Indépendance Hellénique αναγγέλλοντας στις 18/30 Απριλίου 1871 στους αναγνώστες της την είδηση του θανάτου του, αναφερόταν και στην ολόθερμη από τον παλαιό ανταποκριτή της συμμετοχή και υποστήριξη του αγώνα για την ελευθερία της Κρήτης:
«Οι αναγνώστες μας είχον πλέον της μιας ευκαιρίας να εκτιμήσωσι την αξίαν και το τάλαντον του κ. Φλουράνς, όστις συνηγόρησεν επί μακρόν υπέρ του ελληνικού αγώνος από τας στήλας ημών και ούτινος τα φιλελληνικά αισθήματα ουδέποτε διεψεύσθηκαν έκτοτε…
Ως άπαντες οι πεπεισμένοι δημοκράται, ούτω και ο δυστυχής φίλος ημών επίστευεν εις το μέλλον της παγκοσμίου Δημοκρατίας, εις την λαϊκήν κυριαρχίαν, εις τα δικαιώματα των λαών να αποτινάξουν τον ζυγόν των τυράννων των. Δι ό και, εκραγείσης της επαναστάσεως εν Κρήτη, προσέτρεξεν να καταταγή εις τας τάξεις των Κρητών, ους η αδιάφορος Ευρώπη άφησεν να συντριβώσιν υπό των Τούρκων μετά τριών ετών πόλεμον και ανενδότους αγώνας.
Εν Κρήτη, συνέταξε τας επιστολάς του Ζυμβρακάκη προς τον Βίκτορα Ουγκώ, τον Ιούλιο Φαβρ, κ.λπ. αίτινες εδημοσιεύθησαν εν τη Indépendance. Επιστρέψας εν Παρισίοις, ένθα τον εκάλει ο πατήρ εν τη νεκρική αυτού κλίνη, εδημοσίευσε φυλλάδιον, εν ω συνηγόρει υπέρ του αγώνος των Κρητών, έκτοτε δε η Ελλάς δεν είχε φίλον πιστότερον και πλέον αφοσιωμένον».
«Δεν θα υπενθυμίσωμεν ενταύθα επεισόδια τινά του βίου του κ. Φλουράνς, άτινα ανέφερεν ο ίδιος εν τη Indépendance και άτινα δεν θα ήτο δυνατόν να οφείλονται παρά μόνον εις άνθρωπον με ανήσυχον χαρακτήρα, κατά την αντίληψιν του οποίου τα γεγονότα δεν βαδίζουν μετ’ αρκούντως ταχέος ρυθμού, καθώς και εις την μεγάλην αγάπην τούτου προς τους Κρήτας, των οποίων είχεν ενθέρμως ενστερνισθή τον αγώνα».9
Στο βιβλίο με τίτλο: “Οι άνθρωποι του καιρού μου”, που εξέδωσε στα 1879 ο Ιταλός συγγραφέας Ντομένικο Γκαλάτι, υπάρχει ένα ενδιαφέρον πορτρέτο του Γάλλου επαναστάτη:
«Είχε ογδόντα χιλιάδες λίβρες εισόδημα και έκανε ζωή αναχωρητή. Σοφός σαν λεξικό, γενναίος σαν σπαθί. Ηταν δημοκράτης και σοσιαλιστής. Η εκστρατεία του στην Κρήτη ήταν απόδειξη της ανδρείας του και της ειλικρίνειας των αρχών του…
Ήταν ωραίος άντρας. Ηταν ντυμένος πάντα, χωρίς εξαίρεση στα μαύρα. Τα μαλλιά του αραίωναν και το μέτωπό του παρουσίαζε αρχή φαλάκρας. Τα γαλάζια μάτια του ήταν ζωηρά, διαπεραστικά και παράξενα ανήσυχα. Ενα ιδιόρρυθμο χαμόγελο, σαν μορφασμός, έδειχνε περιφρόνηση και ειρωνεία… Μισούσε τους αστούς όσο αγαπούσε το λαό…
Το ύφος του ήταν λακωνικό, ο χαρακτήρας του μετρημένος, τα πολιτικά του ήθη αυστηρά. Τι επιτυχία ήταν δυνατόν να ελπίζει; Εκείνο που χαρακτήριζε το πνεύμα του ήταν η τόλμη… Ηταν ο ρήτορας των λαϊκών συγκεντρώσεων… Το μυαλό του ήταν φλόγα, η καρδιά του πάγος».10
«Οι πολιτικές του πεποιθήσεις», θα γράψει ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, «δεν προσφέρονται για απλουστευτική κατάταξη στο πολιτικό πανόραμα της εποχής του. Οπαδός της ασυμβίβαστης εθνικής άμυνας στη διάρκεια του γαλλοπρωσικού πολέμου και πιστός στον “περιούσιο” χαρακτήρα του γαλλικού λαού, διαπνεόταν από ανυποχώρητο εθνικισμό, που διέθετε εντούτοις ισχυρά οικουμενικά χαρακτηριστικά, όπως προκύπτει από τη δράση του στην Ελλάδα και την Κρήτη. Η αυστηρότητα των ηθών, η αδιαλλαξία του, ο ρεπουμπλικανισμός του, η αθεΐα του και ο ακραίος πατριωτισμός του μας παραπέμπουν στις αυθεντικότερες παραδόσεις του νεοϊακωβινισμού. Τα τολμηρά πραξικοπηματικά επαναστατικά του εγχειρήματα, η αναζήτηση της άμεσης δράσης και η κλίση του στις συνομωσίες τον φέρνουν κοντά στον μπλανκισμό. Η ειλικρινής δίψα του για κοινωνική δικαιοσύνη, το βαθμιαίο άνοιγμα προς τις σοσιαλιστικές ιδέες και ο κοσμοπολίτικος διεθνισμός του τον προσανατολίζουν, τέλος, στον μαρξισμό».11
Η ανάμνησή του στην Ελλάδα
«Ο ελληνικός Τύπος και η ελληνική μπουρζουαζία είχαν ξεχάσει πια τον ηρωικό αγωνιστή της Κρήτης, που πριν από λίγα χρόνια, δεν έβρισκαν λόγια για τον παινέσουν. Οι κομμουνάροι είταν “σκυλιά”. Είταν “δολοφόνοι”. Είταν “οι καταστροφείς του πολιτισμού”. Ο πιο επίσημος μάλιστα την τοτινή εποχή διανοούμενος της εληνικής πλουτοκρατίας ο Εμ. Ροΐδης σένα του άρθρο 12, βρίσκει την ευκαιρία να χύσει το φαρμάκι του ενάντια στην Παρισινή Κομμούνα. Και η Ελληνική Βουλή, στη συνεδρίαση της 5/17 του Ιούνη κατά πρόταση του πρωθυπουργού Κουμουνδούρου, με μίσος και βρισιές ενάντια στο παρισινό προλεταριάτο, έδειξε την αλληλεγγύη της στους Γάλλους μπουρζουάζες.13 Εκανε το ταξικό της χρέος».
Μα καθώς περνούσαν τα χρόνια και όσοι τον είχαν γνωρίσει στη μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866-1869 έφευγαν ο ένας μετά τον άλλον, μαζί τους έσβηνε και η ανάμνηση του Φλουράνς στην Ελλάδα. Εκείνος, ωστόσο, που μοιράστηκε με τον Φλουράνς το σκεπασμένο από τα χιόνια καλύβι του στο οροπέδιο του Ομαλού, ο Λακκιώτης αρχηγός Χατζημιχάλης Γιάνναρης, δεν τον ξέχασε και σ’ ένα επικό ποίημα που δημοσίευσε στα 1894 με τίτλο
«Ο ελληνικός Τύπος και η ελληνική μπουρζουαζία είχαν ξεχάσει πια τον ηρωικό αγωνιστή της Κρήτης, που πριν από λίγα χρόνια, δεν έβρισκαν λόγια για τον παινέσουν. Οι κομμουνάροι είταν “σκυλιά”. Είταν “δολοφόνοι”. Είταν “οι καταστροφείς του πολιτισμού”. Ο πιο επίσημος μάλιστα την τοτινή εποχή διανοούμενος της εληνικής πλουτοκρατίας ο Εμ. Ροΐδης σένα του άρθρο 12, βρίσκει την ευκαιρία να χύσει το φαρμάκι του ενάντια στην Παρισινή Κομμούνα. Και η Ελληνική Βουλή, στη συνεδρίαση της 5/17 του Ιούνη κατά πρόταση του πρωθυπουργού Κουμουνδούρου, με μίσος και βρισιές ενάντια στο παρισινό προλεταριάτο, έδειξε την αλληλεγγύη της στους Γάλλους μπουρζουάζες.13 Εκανε το ταξικό της χρέος».
Μα καθώς περνούσαν τα χρόνια και όσοι τον είχαν γνωρίσει στη μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866-1869 έφευγαν ο ένας μετά τον άλλον, μαζί τους έσβηνε και η ανάμνηση του Φλουράνς στην Ελλάδα. Εκείνος, ωστόσο, που μοιράστηκε με τον Φλουράνς το σκεπασμένο από τα χιόνια καλύβι του στο οροπέδιο του Ομαλού, ο Λακκιώτης αρχηγός Χατζημιχάλης Γιάνναρης, δεν τον ξέχασε και σ’ ένα επικό ποίημα που δημοσίευσε στα 1894 με τίτλο
“Η Κρητικοπούλα”, του αφιέρωσε τους παρακάτω στίχους:
Ένας Φραντσέζος ο Φλοράνς στη μάχη μιαν ημέρα,
εφώνιαζε αδυνατά, «να μπάρμπαρε μια σφαίρα».
Των Μποτσαρέων συγγενής τρέχει και τον κολόνει
μαυτόν μια σφαίρα εχθρική κτυπά και τον σκοτόνει.
Αυτός ο Γάλλος ήτονε πολλ’ ενθουσιασμένος,
στους Έλληνες στον πόλεμο ολ’ αφοσιωμένος»14
*εκπαιδευτικός Δ.Ε.
Μέχρι της χθες εκάλει τον Έλληνα εργάτην εις την Γαλλίαν η ευγνωμοσύνη. […]Σπεύσατε όσοι δύνασθε. Εκεί μάχεται η ανθρωπότης με την αυθαιρεσίαν, μάχεται η πρόοδος με τον Μεσαίωνα. […] Λάβετε έν όπλον και σπεύσατε
-άνευ ουδεμίας εντεύθεν απαιτήσεως- όπως έπραξαν οι προπορευθέντες αδελφοί. […] Σπεύσατε όσον τάχιον διότι εις την Γαλλίαν ο πόλεμος δεν είναι εθνικός· είνε της ανθρωπότητος όλης· είνε ιερός. Σας καλεί το καθήκον.” (εφημερίδα “Αστήρ”, αρ. 25/ 19-10-1870).
-άνευ ουδεμίας εντεύθεν απαιτήσεως- όπως έπραξαν οι προπορευθέντες αδελφοί. […] Σπεύσατε όσον τάχιον διότι εις την Γαλλίαν ο πόλεμος δεν είναι εθνικός· είνε της ανθρωπότητος όλης· είνε ιερός. Σας καλεί το καθήκον.” (εφημερίδα “Αστήρ”, αρ. 25/ 19-10-1870).
Στον αντίποδα της συμμετοχής διεθνών επαναστατών στις κρητικές εξεγέρσεις του 19ου αιώνα υπάρχει και το ζήτημα της συμμετοχής Ελλήνων εθελοντών στον Γαλλοπρωσικό πόλεμο και την Παρισινή Κομμούνα, γεγονός που προκαλεί αμηχανία στην Αθήνα του 1871 και μπαίνει στο περιθώριο της επικαιρότητας. Το βιβλίο της Ξένιας Μαρίνου “Αναζητώντας οδοφράγματα. Αστικός Τύπος και ελληνικές συμμετοχές στον γαλλοπρωσικό πόλεμο και την Παρισινή Κομμούνα”, έρχεται για πρώτη φορά να φωτίσει αυτό το άγνωστο στο πλατύ κοινό θέμα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ροσφόρ, Σαρλ Ντελεκλύζ–Charles Delescluze, Ζιλ Βαλέ-Jules Valles.
2. “Comité du Salut Publique”, κατά μίμηση εκείνης των “Ιακωβίνων” την περίοδο 1793-1794.
3. Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 355.
4. Ο Αμιλκάρε Τσιπριάνι (1844-1918) το 1862, με το ξέσπασμα της εξέγερσης εναντίον του Όθωνα, βρισκόταν στην Aθήνα, καταδιωκόμενος από την αυστριακή αστυνομία, επειδή συμμετείχε με τα γαριβαλδινά σώματα στις συγκρούσεις με τα αυστριακά στρατεύματα το 1859-1860. Ο Τσιπριάνι έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυση της Δημοκρατικής Λέσχης στην Αθήνα και συμμετείχε στα γεγονότα του 1862 από την πρώτη στιγμή. Μάλιστα ήρθε σε επαφή με τον αναρχικό Eμμανουήλ Δαούδογλου, αλλά συνελήφθη και απελάθηκε. Kατέφυγε στην Aλεξάνδρεια όπου συνεργάσθηκε με Iταλούς, Eβραίους και Ελληνες αναρχικούς και σοσιαλιστές. Το 1868 πήγε στην Kρήτη και συμμετείχε στην εξέγερση εναντίον της τουρκικής εξουσίας. Κατά τη διάρκεια του γαλλο-πρωσικού πολέμου του 1870, είχε πολεμήσει για την άμυνα του Παρισιού, ενώ το 1871 ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της Παρισινής Kομμούνας.
2. “Comité du Salut Publique”, κατά μίμηση εκείνης των “Ιακωβίνων” την περίοδο 1793-1794.
3. Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 355.
4. Ο Αμιλκάρε Τσιπριάνι (1844-1918) το 1862, με το ξέσπασμα της εξέγερσης εναντίον του Όθωνα, βρισκόταν στην Aθήνα, καταδιωκόμενος από την αυστριακή αστυνομία, επειδή συμμετείχε με τα γαριβαλδινά σώματα στις συγκρούσεις με τα αυστριακά στρατεύματα το 1859-1860. Ο Τσιπριάνι έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυση της Δημοκρατικής Λέσχης στην Αθήνα και συμμετείχε στα γεγονότα του 1862 από την πρώτη στιγμή. Μάλιστα ήρθε σε επαφή με τον αναρχικό Eμμανουήλ Δαούδογλου, αλλά συνελήφθη και απελάθηκε. Kατέφυγε στην Aλεξάνδρεια όπου συνεργάσθηκε με Iταλούς, Eβραίους και Ελληνες αναρχικούς και σοσιαλιστές. Το 1868 πήγε στην Kρήτη και συμμετείχε στην εξέγερση εναντίον της τουρκικής εξουσίας. Κατά τη διάρκεια του γαλλο-πρωσικού πολέμου του 1870, είχε πολεμήσει για την άμυνα του Παρισιού, ενώ το 1871 ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της Παρισινής Kομμούνας.
Ο Τσιπριάνι συνέχισε την επαναστατική του δράση μέχροι το τέλος της ζωής του, το 1918.
5. Prolès Charles, G. Flourens, Παρίσι 1898, σελ. 89.
6. Prolès Charles, G. Flourens, Παρίσι 1898, σελ. 89.
7. Prolès Charles, G. Flourens, Παρίσι 1898, σελ. 89.
8. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 369
9. Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 355-356.
10. Domenico Galati, Gli Uomini del mio tempo, Μπολόνια 1879.
11. Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 15.
12. Βλ. το άρθρο του Εμμανουήλ Ροϊδη, “Οι Ρωμαίοι δούλοι και ο Χριστιανισμός”, στο περιοδικό “Παρθενών” (1871) κυρίως στη σελ. 55.
13. Βλ. Εφημερίδα συζητήσεων της Βουλής. Αναφέρεται στο Γιάννης Κορδάτος, Η Παρισινή Κομμούνα – Μνημόσυνα, ο.π.
14. Χατζημιχάλης Γιάνναρης, Η Κρητικοπούλα, Αθήνα 1894, σελ. 112.
5. Prolès Charles, G. Flourens, Παρίσι 1898, σελ. 89.
6. Prolès Charles, G. Flourens, Παρίσι 1898, σελ. 89.
7. Prolès Charles, G. Flourens, Παρίσι 1898, σελ. 89.
8. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 369
9. Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 355-356.
10. Domenico Galati, Gli Uomini del mio tempo, Μπολόνια 1879.
11. Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 15.
12. Βλ. το άρθρο του Εμμανουήλ Ροϊδη, “Οι Ρωμαίοι δούλοι και ο Χριστιανισμός”, στο περιοδικό “Παρθενών” (1871) κυρίως στη σελ. 55.
13. Βλ. Εφημερίδα συζητήσεων της Βουλής. Αναφέρεται στο Γιάννης Κορδάτος, Η Παρισινή Κομμούνα – Μνημόσυνα, ο.π.
14. Χατζημιχάλης Γιάνναρης, Η Κρητικοπούλα, Αθήνα 1894, σελ. 112.