Σε φέρνει ο άνεμος, μέσα από θρόισμα φύλλων
με λέξεις, αυτές που σήκωσαν σκουριές αιώνων
και μολυβένια παράπονα, αντιθέσεις παράλληλες,
εκπληρωμένα καθήκοντα, τώρα, μια άλλη όραση
για τις συμπληγάδες που άφησα πίσω
έχουν πεθάνει όλες οι πλάνες
οι παλιές ψυχές ξαναζούν,
«γιασεμιά τα σύνορα του κόσμου» , ψιθυρίζεις,
κρυμμένα μηνύματα, φωνή ελκυστική, αξιόπιστη
πριν μου παραδώσεις τη σκυτάλη της μνήμης.
Η Ανατολή στη θάλασσα, πέρα από το φρύδι του λόφου
ικετεύει ουρανούς και εγκαταλειμμένους αιώνες.
Φοράς, τα φλογισμένα ρόδα της αυγής μετάξια στο λαιμό
Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Ελένη, η σκέψη φίλντισι,
επιστρέφει στην αναγκαιότητα του τυχαίου,
το καραβάνι τραβάει την ανηφόρα προς το ευγενέστερο φως
αφήνοντας πίσω ανθισμένες φασκομηλιές και πεύκα.
Τελειοποιημένη η φύση, όταν εξαγνίζει τη λογική.
Τελειοποιημένη εκείνη η φύση στην επικράτεια του καιρού
που μπορεί να χαρίσει μια αστραπή σ’ ένα τυφλό οδοιπόρο.
Με φθινοπωρινές σιωπές, υποστέλλω λέξεις νοσταλγίας
το μελάνι σκόρπισε πάνω στις λευκές σελίδες
σημάδια και πετροχελίδονα.
Χαμογελάς, έχουν γίνει συνείδηση οι απουσίες,
όχι, δεν είναι μια ανώνυμη αίσθηση
είναι που μ’ έμαθες ν’ αγαπώ τα ασήμαντα
τη θέληση σου υπηρετώ, χάδι από αλμύρα
αναμνήσεις παλαιοπωλείου, τάμα στο καινούριο φεγγάρι
ρυθμικοί οι ήχοι στο ρολόι του τοίχου
το εκκρεμές δε βαρέθηκε να διηγείται ακόμη το χρόνο.
Πόσο εύγλωττα όλα απόψε στον καθρέφτη του νου
ψιχαλίζει, θαρρείς και η βροχή παραμονεύει
τη ματαιωμένη διαδρομή μιας μελωδίας,
ή μιας νότας, εκείνης που γεννήθηκε από έναν λυγμό
πάνω στα πλήκτρα, δάχτυλα διάφανα γεμάτα αινίγματα
όχι, δεν έχει γίνει η καρδιά προάστιο της λήθης
αλήθεια, μετά από πόσες αγωνίες επιβάλλεται η Αγάπη…
Αντιγόνη, ανοικτό το αλφαβητάρι στο ίδιο σύννεφο
η πρώτη ουσία στο αλάτι, γέννηση, δάκρυ, θάλασσα,
σαν μυθολόγιο ζωής, με λάβα στην ψυχή, ενώπιον σου
να μου ορίσεις ξανά την ευτυχία της περιπλάνησης στη γνώση.
Στο σεληνόφως, η όραση χορταίνει πεταλούδες και γράμματα
επιστήθια μελαγχολία σε ρομαντικούς επιλόγους,
Αγάπη, εφάμιλλη της δύναμης,
η κόψη σου, όψη στην κόντρα του θανάτου
ιδανικό να σε θαυμάζω και να σε αισθάνομαι
μ’ έμαθες να χωρούν όλα στην καρδιά μου
αυτά που μιλούν και αυτά που σωπαίνουν, Αντιγόνη.
Εκεί, στα ίδια σημεία, η Ηλέκτρα σπέρνει άστρα και όνειρα
με μυρωδιά Δαμασκηνού ρόδου στα μαλλιά
ιέρεια πετρωμένη σε κυματιστές ίριδες,
μωβ βαθύ, στο Λιβυκό ο Έρωτας συναναστρέφεται το ρίσκο
η φλόγα, χίλια σκοτάδια ξόδεψε, μα ακόμη φέγγει
ωραία πάντα η περιπέτεια της ελπίδας
και της υπόσχεσης, θα μένει,
έχω ξεπλύνει τα μάτια απ’ το ψέμα
κοιτάζοντας ιερές φωτιές και πύραυνα καλοκαιριού
κρυφές σκέψεις, κρυφές ευχές, τοπία προσευχής
πανάρχαιος υποσυνείδητος ο τρόπος.
Αύριο, Ηλέκτρα, θα μιλήσει η άλαλη πένα, Αύριο…
η αντίστροφη μέτρηση με τις χαρακιές πάνω στα λευκά μάρμαρα
υποβλητικές χαρακιές της καρδιάς σε μαύρους καθρέφτες.
Κρατάς την πόρτα των θαυμάτων ανοικτή
εξορκίζεις το κακό, γητεύεις χίμαιρες στο δοξάρι της λύρας
λάφυρο το χαμόγελο σου στο ασπροκέντημα,
και στο λευκό μαργαριτάρι του λαιμού
στην ανάσα σου, μήλο και κανέλα η ρίζα μου
«η επιστροφή είναι πράξη απόγνωσης», εσύ μου το δίδαξες
αφοσιωμένη στο Αύριο… φαναράκια αναμμένα στο φάρο
βαμβάκι η λύπη, τα αβάσταχτα αγαπώ σε σιντεφένιες μέρες
εκείνος διάλεξε, την Αλεξάνδρεια στο Φθινόπωρο
Αύριο, νυχτώνει Φθινόπωρο…
Ψυχή ελεύθερη, ασυμβίβαστη, εσύ που παραδέχεσαι μοίρα, τον άνεμο
γυαλίζει η σκέψη, στα σκονισμένα φτερά του αγγέλου, Ελένη
Ελένη, σαν τις στάλες της βροχής,
εκείνες που ξεχάστηκαν απόβραδο στο φανοστάτη
έβρεξε και σήμερα, ξέσπασμα του Απρίλη
με τις δυνατότητες όλες κλεισμένες στη φαντασία
υπόκλιση χωρίς χειροκρότημα, σου πάει η νύχτα,
βλέπεις δε φοβάσαι την επανάσταση των ίσκιων κι όμως,
θλιβερή συνήθεια η πραγματικότητα, παραδέχεσαι.
Ορκίστηκες στην Άνοιξη παίζοντας την ωδή στη χαρά
και άνθισε στο καταχείμωνο η ξερή αμυγδαλιά
με μια γαλάζια κορδέλα ουρανό
πάνω από το μουρμούρισμα του παιδιού διαβάζουν οι θεοί.
Έγειρε, νυσταγμένο στο καντούνι
με την απώλεια της εικόνας του το φεγγάρι,
ανεβαίνουν οι Πλειάδες μπροστά απ’ το φεγγίτη της σοφίτας
εδώ είμαι, από τότε, ξέρεις μου πάει η Κέρκυρα
εδώ επιβιώνει ο μύθος, μέσα από σύμβολα που εξελίσσονται
στο λαβύρινθο κινούμαι κυκλικά, μονοπάτια του άγνωστου
με μια διαφορά, κρατώ πυρσό αναμμένο...
Το πιάνο στη θέση του κι εσύ αλήθεια, γιατί τόσο μακριά,
ποιες μελωδίες αξιώνουν τη συγκίνηση μεσάνυχτα,
στο καρδιοχτύπι συνωστίζονται ανίκητες οι επιθυμίες
αλητεύουν οι λέξεις σε χάρτες και θάλασσες
τα λευκά πνεύματα ντύθηκαν ομίχλες και ταξίδεψαν μακριά.
Γιατί διάλεξες αυτό το δωμάτιο, τόσο στενό, τόσο άδειο,
γιατί μου φαίνεται πως χαμηλώνουν οι γωνίες,
μα πως μπορείς να κοιμάσαι εδώ, να ξεχνιέσαι εδώ,
πως γίνεται να λες ότι ζεις εδώ, όχι Ελένη.
Ξέρεις, η φαντασία μου σε θέλει,
να ονειρεύεσαι μέσα στον ψίθυρο μιας προσευχής
ή σε μια νότα, ή ακόμα καλύτερα σε πολλές νότες.
Γελάς, αυτό το βλέμμα στα βαθιά σου μάτια, όταν οι ρυτίδες
καλωσορίζουν το φως με δικαιολογημένη περηφάνια
καιρός που αποκτούν φωνές τα αδικαίωτα
ώρα που λιτανεύουν οι σιωπές φτερουγίσματα
στο πεντάγραμμο τα αόρατα, έχουν αξιώσεις ν’ ανέβουν
τελικά, με ποια σύνεργα ζωής πορεύεσαι
για να εξαργυρώσεις το δικαίωμα στην αθανασία,
στην τρομαγμένη Δύση, χρυσή πλημμυρίδα υψώνεσαι,
ξέρεις πως ο Έρωτας ούτε συντρίβει, μα ούτε και σώζει
επιμένεις να πληρώνεις ναύλα ευδαιμονίας
η τέχνη αναπαράγει και διαιωνίζει
με την απαίτηση της ακοής σε προσανατολισμούς νέους,
για όποιον χάνεται, για εκείνον που δε γνωρίζει
πως και η φωνή, από το Φως… φύεται,
πόσο αιφνίδια ραγίζουν τα ακροκέραμα ηττημένα απ’ το χρόνο.
Το παρελθόν ανοίγει παράθυρο στο ηλιοβασίλεμα
αναπολείς άλλες νύχτες γεμάτες μουσική,
κάπου ένα πιάνο, ερωτισμός της ψυχής
ζεις στην αιχμαλωσία της αξιοπρέπειας
μάρτυρας ευγένειας ο τελευταίος επισκέπτης της μοναξιάς
ναυαγισμένη θύμηση σε ίχνη κιμωλίας στον πίνακα
σαν φιλοδώρημα της Τέχνης ξεκλειδώνει το πάθος
μια άλλη παράσταση γλιστρά απ’ το συρτάρι στο πάτωμα
Αύριο… Ελένη, στη σημειογραφία του τυχαίου
καινούριο όνομα και σημάδι το κλειδί του σολ,
ιστορίες για καταποντισμένες φλυαρίες,
λεηλατημένες περιπλανήσεις σε δάση φαντασίας
μετάλαβα το δισταγμό στο λόγο που δεν είναι άυλος
για να γλιτώσω από την εξορία της βεβαιότητας.
Πλαστογραφίες και εκμυστηρεύσεις δίχως νόημα
ο σύγχρονος κόσμος γκρεμίζεται με την πολυχρωμία του εντός μου,
αγαπώ τη γαλήνη και τη μοναξιά της πέτρας στο μαυσωλείο του ήλιου
στο περιστύλιο η αμφιβολία μισή, χρώματα της ώχρας,
αχαρτογράφητα σκοτάδια καταπίνουν υποθηκευμένες τύψεις
πολύτιμη η έξοδος κινδύνου στα ερημονήσια του Νότου
μήτε αχίλλειος πτέρνα, μήτε ανάγκη προστασίας πια,
βροχή, πολύτιμη η συνάντηση στη θάλασσα
εκείνος θα είναι πάντα εκεί, στην Αλεξάνδρεια
μια φιλόξενη θύμηση, στη συντέλεια της θλίψης
απόδραση στο πέρα από την αιωνιότητα
στον καιρό της Αγάπης όρκος παμπάλαιος
αναγκάστηκα… να μεγαλώσω, ευτυχώς δίχως ενοχές.
Αύριο… εν’ ονόματι της Αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα, Άνοιξη 2016