Στους πρόποδες του όρους Ίδη, υπάρχει μια εικοσάδα μικρών χωριών, τα οποία κατοικούνταν από μια διαφορετική φυλή, ανάμικτη από Τούρκους και Έλληνες. Τους αποκαλούν «Αμπαδιώτες». Οι Αμπαδιώτες ήταν μουσουλμάνοι που μιλούσαν την αραβική γλώσσα.
Στο έργο των De Bonneval P.-Dumas M., Αναγνώριση της νήσου Κρήτης, διαβάζουμε ότι οι Αμπαδιώτες είναι όλοι μικρόσωμοι, άσχημοι, με μαυριδερό χρώμα και ύπουλο βλέμμα. Είναι κλέφτες, απάνθρωποι, δύσπιστοι μεταξύ τους και χωρίς πίστη. Δικαιολογημένα προκαλούν φόβο όταν τους συναντούν κατά ομάδες. Μερικές φορές πηγαίνουν να ληστέψουν τα χωριά και να φορολογήσουν τα ελληνικά μοναστήρια. Όλοι οι κακοποιοί γίνονται δεκτοί απ’ αυτούς τους ληστές και βρίσκουν εκεί καταφύγιο, όταν καταδιώκονται για να δικαστούν. Το 1771 όταν ένα αγγλικό πλοίο, είχε πάει στον όρμο του Τυμπακίου για να πάρει νερό, μια ομάδα Αμπαδιωτών κατέβηκε, κατέλαβε τη βάρκα, ανέβηκε στο κατάστρωμα, έσφαξε τον καπετάνιο, μαζί μ'όλο το πλήρωμα, και λήστεψε το καράβι. Η διοίκηση έχει δώσει, μερικές φορές άχρηστες φορολογικές απαλλαγές, σε κάποια άτομα αυτής της παρηκμασμένης και διεφθαρμένης φυλής.
Προέρχονται, κατά μία άποψη, στην πλειοψηφία τους από Άραβες στρατιώτες που εγκαταστάθηκαν στα νότια του Ψηλορείτη μετά την ολοκλήρωση της τουρκικής κατάκτησης. Υπάρχει, επίσης, ο ισχυρισμός ότι η Αμπαδιά είναι παραφθορά του αραβικού Μπάμπια (κάμπος, πεδιάς) και ότι οι Αμπαδιώτες ήταν λαός, που απόμεινε από τους Σαρακηνούς και κρατήθηκε εφτακόσια τόσα χρόνια από την εποχή των Σαρακηνών ως το 1669.
Σύμφωνα με κάποια άλλη εκδοχή, «αμπάς» είναι το χοντρό μάλλινο ύφασμα από το οποίο παρασκευάζονταν ανδρικά ενδύματα επί παραγγελία. Έτσι οι Αμπαδιώτες, ως εξομώτες ευγενών κρητικών και ενετικών οικογενειών, δεν καταδέχονταν να φορούν ενδύματα από κοινό μάλλινο ύφασμα (ρασιά) αλλά «αμπάδες».
Ο Ν. Σταυρινίδης, υποστηρίζει την άποψη ότι πρόκειται για Άραβες, πιθανώς Αιγυπτίων ή Σύρων, που εγκαταστάθηκαν εκεί μετά την πτώση του Χάνδακα.
Ο Ι. Δ. Μουρέλλος, υποστηρίζει, πως, όπως προκύπτει και από τη μελέτη του Τούρκικου Αρχείου Ηρακλείου, οι Αμπαδιώτες είναι απομεινάρι των Λαζών, που κι αυτοί είχαν εκτουρκιστεί, από χριστιανούς του Ευξείνου Πόντου και των Καραμανλήδων που ήρθαν και κατάλαβαν τα μέρη αυτά το 1654 κι απόμειναν εκεί διατηρώντας όλη τους την αγριότητα.
Οι Λαζοί και οι Καραμανλήδες που ’χε φέρει μαζί του ο Χουσεϊν και που τους διάλεξε σαν τους πιο πολεμικούς και άξιους στην ξηρά και στη θάλασσα της Ανατολής, εξαπλώθηκαν στο εσωτερικό της χώρας. Οι αρχηγοί τους ο Χουρσίτ Τσελεπής των Λαζών και ο Καραμάν Μπέης των Καραμανλήδων (Καισαρέων) προχώρησαν ως την Αγία Βαρβάρα, στον Άγιο Θωμά τα Πραιτώρια και την Πόμπηα και τα κατάλαβαν αυτά όπως και όλες τις επαρχίες που πέρασαν, μέχρι και την Μεσσαρά. Κατοίκησαν στα δέκα χωριά του Αμαρίου, από τη Λοχριά ως την Κρύα Βρύση, με κέντρο τους το Βαθειακό.
Ο Ι. Δ. Μουρέλλος, επίσης, αναφέρει μια προσπάθεια συνεργασίας χριστιανών και Αμπαδιωτών, με τους οποίους οι άλλοι Τούρκοι για την αλλαζονία τους, μα και για την αγριότητα τους, που δεν ανεγνώριζε όρια στην εκδήλωση της, ήσαν διαρκώς πιασμένοι.
Η προσπάθεια αυτή ήταν, φαίνεται, σκέψη του Ηγουμένου του Πρέβελι Μελχισεδέκ Τσουδερού, που κρατιόταν ενήμερος όλης της προπαρασκευαστικής κίνησης, ως πρώτος Φιλικός και ως παράγοντας ισχυρός στην όλη δράση.
Ο Καλλικρατιανός, Αναγνώστης Μανουσέλης κι ο Σήφης Δασκαλάκης από τ’ Ασφένδου πήραν την εντολή ν'αρχίσουν τις συνεννοήσεις. Πραγματικά επέτυχαν να πάρουν τον όρκο των Αμπαδιωτών για κοινή συμμαχική δράση. Το μόνο που ζητούσαν οι Αμπαδιώτες ήταν ένα ποσόν όπλων και πολεμοφοδίων, γιατί δεν ήταν εύκολη η προμήθειά τους, όπως έλεγαν, για να μη δώσουν υποψία στους άλλους Τούρκους.
Οι Αμπαδιώτες φαίνεται να υποκρίθηκαν καλά πως παραδέχτηκαν τις προτάσεις των Σφακιανών, και καμώθηκαν πως αυτοί, ως μόνοι γνήσιοι Τούρκοι της Κρήτης, ήθελαν να ταπεινώσουν τους άλλους ψευτοτούρκους, που εξευτέλιζαν τη θρησκεία του Μωάμεθ, όπως εξευτέλισαν και του Χριστού με την αλλαξοπιστία τους. Οι γενίτσαροι κι άλλοι Τουρκοκρητικοί, καθώς έλεγαν οι Αμπαδιώτες, μήτε χριστιανοί ήσαν, αφού αρνήθηκαν τη θρησκεία τους, μήτε Τούρκοι, αφού δεν ήξεραν να κάμουν μήτε ένα «ντοά»—προσευχή-—στο μεγάλο προφήτη.
Τα λόγια των Σφακιανών έκαμαν πως τα παραδέχθηκαν και με φρικτούς όρκους έκλεισαν την συμμαχία τους. Οι απεσταλμένοι τους υποσχέθηκαν για την ώρα δέκα βαρέλια μπαρούτι, κι άμα θα ‘φταναν καινούργια τουφέκια, θα τους έδιναν ένα σεβαστό αριθμό κι από αυτά. Έτσι έφυγαν παραγγέλοντάς τους να στείλουν στα Σφακιά δικούς των να πάρουν τα δέκα βαρέλια.
Οι Αμπαδιώτες μόλις έμαθαν ό,τι ήθελαν, χωρίς να χάσουν καιρό, ειδοποίησαν τον Οσμάν πασά του Ρεθύμνου για τα σχέδια των χριστιανών και μύνησαν στους Σφακιανούς, πως θα πάνε να πάρουνε τα δέκα βαρέλια το μπαρούτι, μα όχι από τη «στράτα» που είχαν συμφωνήσει, «αλλά από μια άλλη στράτα, που θα την μάθουν σαν θα ’ρθει η ώρα του Αλλάχ».
Και ενώ οι χριστιανοί προσπαθούν να συμπληρώσουν τις προμήθειές τους και να καθορίσουν τα καπετανάτα, που θα αναλάμβαναν την προσωρινή διοίκηση των παλληκαριών ως την οριστική κήρυξη της επανάστασης, οι πασάδες των Κάστρων, με το στρατάρχη της Κρήτης Σερήφ πασά, συνεννοούνταν για μια οργανωμένη γρήγορη δράση, για να προλάβουν την γενική έγερση.
Α.Γ