Τα λάτρευε τα Χανιά. Εκεί είχε μεγαλώσει, εκεί είχε κάνει τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, εκεί έκανε τους πρώτους του φίλους, εκεί ένιωσε τα πρώτα αθώα καρδιοχτυπήματα, μέχρι που ο πατέρας του πήρε μετάθεση, όντας στρατιωτικός, για κάποια άλλη πόλη της επαρχίας πιο βόρεια: το Κιλκίς. Όσα χρόνια όμως κι αν ζούσε εκεί έτρεχε ο νους του: συνέχεια στη λεβεντογέννα, στον απέραντο γαλάζιο ουρανό και τους έντεκα μήνες του χρόνου, στην τεράστια έκταση της θάλασσας που αιχμαλώτιζε κάθε βλέμμα σου, κάθε καρέ των ματιών σου. Κάτι είχε ο αέρας αυτού του νησιού, που από ό,τι φαίνεται θα τον βασάνιζε ευχάριστα και ηδονικά για πάντα.
Η μάνα του ήταν Κρητικιά με ρίζες από το όμορφο Ρέθεμνος. Το είχε επισκεφτεί αρκετές φορές, είχε περπατήσει αμέτρητες ώρες στα στενά της παλιάς πόλης, είχε επισκεφτεί το ενετικό κάστρο στο ύψωμα της πόλης, τη Φορτέτζα, η οποία σύμφωνα με το wikipedia ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1573 από τους Ενετούς, τις μεγάλες πέτρινες πύλες, τα οθωμανικά κατάλοιπα, που πρόσδιδαν στην πόλη ένα άρωμα ξενοκρατίας. Και στο Ηράκλειο είχε πάει πολλές φορές και έφτανε μέχρι τα ξενοδοχεία της Ελούντας στον Άγιο Νικόλαο, μια ανάσα μακριά από το νησί των λεπρών, που δέσποζε απέναντι σαν ένα πελώριο χλωμό καβούκι χελώνας, ηλιοκαμένο, ολόσωστο φυσικό οχυρό.
Ο Αύγουστος είχε μόλις τελειώσει το Γυμνάσιο, είχε φτάσει σε μια ηλικία που θεωρούσε τον εαυτό του σχετικά ώριμο, δεκαπέντε χρονών. Ωραία ήταν και η βόρεια Ελλάδα, ειδικά το χειμώνα, που μπορούσε να πιάσει και να παίξει όση ώρα ήθελε με το χιόνι, μέχρι να νιώσει τα άκρα του να παγώνουν, όσο η θερμοκρασία του χεριού το μετέτρεπε σε κρύο νερό. Θυμήθηκε ότι κάθε φορά που έπιανε το χιόνι , αφού ήταν σίγουρος ότι ήταν καθαρό, δοκίμαζε ένα κομμάτι. Ένιωθε τα μηλίγγια του να παγώνουν και να απογοητεύεται για ακόμη μια φορά, από την ανάλατη γεύση του χιονιού. Γιατί εκεί πάνω τόσο λαχταριστό ήταν το χιόνι, που ήθελες να το φας.
Αλλά του έλειπε η θάλασσα της Κρήτης. Ακόμα κι αν είχε ταξιδέψει σε άλλες κοντινές παραθαλάσσιες πόλεις, την μυρωδιά της κρητικής θάλασσας δεν την έβρισκε πουθενά. Ίσως ήταν το μπλε αυτής της θάλασσας πιο μπλε από άλλες, ίσως ήταν η μυρωδιά της θάλασσας πιο αλμυρή από άλλες, ή μήπως ήταν ο ουρανός πιο μπλε από άλλους, που αντικαθρεφτιζόταν πάνω στα νερά και την έκανε τόση ξεχωριστή; Ευχόταν ο πατέρας του να είχε μια πιο σταθερή δουλειά έτσι ώστε να μην αναγκάζεται να αλλάζει συνεχώς σχολείο, να δημιουργεί ξανά και ξανά νέες παρέες και το σημαντικότερο να μπορούσε να ξαναγύριζε στα Χανιά, ή οπουδήποτε αλλού στην αγαπημένη του Κρήτη.
Η τύχη του βέβαια άλλαξε, εύλογα, όταν έμαθε ότι η θεία Μυρτώ θα έκανε μια επίσκεψη στην Κρήτη για λίγες μέρες για διακοπές ή για να επισκεφτεί κάτι παλιές τις φίλες ή τελοσπάντων για να ξεκουραστεί για ένα διάστημα από το ενοχλητικό ροχαλητό του θείου Σταύρου, το οποίο τώρα το καλοκαίρι ήταν στις δόξες του. Η θεία του ήταν κοντά στα σαραπέντε, αλλά διατηρούσε μια άψογη σιλουέτα, που σίγουρα θα την περνούσες για δέκα χρόνια νεότερη, όχι επειδή ήταν δικηγόρος, αλλά φρόντιζε πάντα πολύ το εαυτό της και οργάνωνε ανά τακτά χρονικά διαστήματα beaute στα πιο ακριβά κέντρα αισθητικής της συμπρωτεύουσας. Δεν είχε παιδιά, οπότε η σχέση με τη θεία ήταν ίδια με αυτής μιας μάνας και ενός γιού. Τα καρέ μαλλιά της πάντα ήταν χτενισμένα, περιποιημένα, λουσμένα ( σε αντίθεση με τα λίγα μαλλιά του θείου Σταύρου, λέγοντας ότι δε τα έλουζε για να μη τα χάσει και τα λίγα που του είχαν μείνει) και έλαμπαν, ειδικά όταν τα έβλεπε ο ήλιος, ως αποτέλεσμα του πετυχημένου botox μαλλιών, που πρόσφατα είχε κάνει στον κομμωτή της πόλης.“Καλλιτέχνη”, έτσι συνήθιζε να τον αποκαλεί.
Η θεία Μυρτώ την ημέρα που θα ταξίδευαν οδικώς για Πειραιά, σταμάτησε με την ασημένια Μερσεντές στην αυλή του σπιτιού, ενώ αποχαιρετούσε μια φίλη της λέγοντάς της «Άντε χρυσή μου ανυπομονώ να σε συναντήσω!Μουτς, μουτς!Κι ελπίζω να μην έχουμε γεράσει τόσο πολύ που δε θα καταφέρουμε να αναγνωρίσουμε η μία την άλλη;! Έτοιμο το παλικάρι για εκδρομή;». Ο Αύγουστος ένιωθε τόσο όμορφα για αυτό το ταξίδι που ακόμα και οι εφηβικές τρίχες που είχαν φυτρώσει πάνω από το στόμα του- μουστάκι δε το έλεγες γιατί ίσα ίσα που φαινόταν- χαμογελούσαν. Η μητέρα του και αδερφή της θείας Μυρτούς, τον αποχαιρέτησε, του είπε να προσέχει, του έδωσε το σάκο του και του ευχήθηκε να περάσει όμορφα. Θα έμεναν στην Κρήτη για ένα Σαββατοκύριακο μόνο γιατί την Τρίτη η θεία Μυρτώ δούλευε και έπρεπε να επιστρέψει πίσω. « Στο καλό να πάτε, στο δρόμου του Θεού και της Παναγίας, να σηκώνεις το τηλέφωνό, να ακούσεις τη θεία σου, ή εκτός αν την πιάσουν πάλι τα τρελά της, να την προσέχεις εσύ. Σε φιλώ μωρό μου.» τον αποχαιρέτησε η μητέρα του με ένα φιλί στο μέτωπο, με αρκετή δόση σάλιου.
Όλο του το ταξίδι στο πλοίο το πέρασε έξω, εκεί που μπορεί να δει κάποιος θάλασσα και μόνο θάλασσα. Μπλε και μόνο μπλε. Είχε πάρει μαζί του ένα φιστικί φούτερ, το είχε φορέσει, είχε σταυρώσει τα χέρια, είχε απλώσει τα πόδια στα κάγκελα και παρατηρούσε τον αφρό που άφηνε πίσω του το καράβι, όσο μερικές σταγόνες θαλασσινού νερού πετάγονταν ακάλεστες, στο νεανικό με λίγα σπυράκια ακμής, πρόσωπό του. Η θεία Μυρτώ είχε μείνει στην καμπίνα της βλέποντας στην μικρή τηλεόραση ένα από τα νέα επεισόδια της σειράς, που παρακολουθούσε όσο έβαφε τα νύχια της ένα απαίσιο καρπουζί χρώμα.
Μετά από σχεδόν 7 ώρες το η Κρήτη είχε αρχίσει να φαίνεται από μακριά σαν ένας πελώριος όγκος από βράχους, έμοιαζε με κάτι επιβλητικό έτοιμο να ζωντανέψει, σαν αυτές τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας τις οποίες συνήθιζε να βλέπει κάτι ζεστά βράδια του καλοκαιριού, με μικρά-μικρά πορτοκαλί φωτάκια, τα οποία αναβόσβηναν συνεχώς, όμοια με εκείνα των Χριστουγεννιάτικων δέντρων, και την μυρωδιά του θαλασσινού αέρα που γέμιζε ευχάριστα τα ρουθούνια και συνέχιζε μέχρι να φουσκώσει θάλασσα και τα πνευμόνια του. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή που γυρνούσε μετά από τόσα χρόνια πίσω. Ο Αύγουστος είχε αρχίσει να νιώθει σαν εκείνα τα μικρά σκυλάκια που κάθονται με το κεφάλι έξω στη θέση του συνοδηγού του αυτοκινήτου, με την γλώσσα να κρέμεται και να κάνει ίδιες κινήσεις με ένα εκκρεμές ρολόι. Τόση ήταν η χαρά του που έφτανε.
Με τη θεία του απόλαυσε ένα δροσερό ελληνικότατο φραπέ στο λιμάνι της Σούδας. Τα Χανιά και γενικότερα η Κρήτη τον Αύγουστο βούλιαζαν από Σκανδιναβούς ξανθούς ηλιοκαμένους τουρίστες που απολάμβαναν τον ήλιο τόσο πολύ, που όταν τελείωναν οι διακοπές μαύριζαν τόσο πολύ που σχεδόν κόντευες να μην τους αναγνωρίσεις. Ο Αύγουστος είχε μόλις ξεκινήσει να πίνει καφέ, χωρίς ωστόσο να έχει συνηθίσει τις ενοχλήσεις που προκαλούσε το υγρό αυτό στο άδειο στομάχι του. Το Σεπτέμβρη άλλωστε θα γραφόταν στο Λύκειο, είχε γίνει πια ολόκληρος άντρας. Έπρεπε να συνηθίσει στην ιδέα του καφέ και στην εξάρτησή του από την καφεΐνη και πάντα το δικαιολογούσε ότι τον βοηθούσε δήθεν, να συγκεντρωθεί στα διάβασμα. Η θεία από την άλλη αφού είχε τσακωθεί με τον σερβιτόρο, γιατί άργησε να τους πάρει παραγγελία, έπινε μια σοκολάτα με δυόροφη σαντιγί την οποία καταβρόχθιζε με ένα κουτάλι.
Όταν απάντησαν στα τηλέφωνα της μαμάς και του θείου Σταύρου ότι είχαν φτάσει μια χαρά, πλήρωσαν και με τη Μερσεντές τους κατευθύνθηκαν στο κέντρο των Χανίων για το ξενοδοχείο. Τελικά τα Χανιά δεν είχαν αλλάξει και τόσο πολύ. Κάπως έτσι τα θυμόταν και ο ίδιος. Πέρασαν από το παλιό τους σπίτι κοντά στη Χαλέπα, σ” ένα στενό πίσω από όλα εκείνα τα αρχοντικά κτήρια που υπήρχαν στη γειτονιά. Η θεία τους είχε επισκεφτεί κανά δυο φορές, όταν έμεναν στα Χανιά οπότε ήξερε λίγο πολύ τους δρόμους της πόλης. Χρειάστηκε να κάνουν 2-3 βόλτες μέχρι να προσπαθήσουν να αναγνωρίσουν την παλιά γειτονιά. « Μάλλον ήρθαμε σε άλλο δρόμο. Σταύρο εσύ φταις, μου αποσπάς την προσοχή. Κλείσε, σου είπα έχω αφήσει τρία πιάτα μακαρόνια με κιμά στην κατάψυξη, απλά τα ξεπαγώνεις, τα βάζεις στο φούρνο μικροκυμάτων και ανοίγεις το στόμα σου. Τίποτα άλλο. » συνέχιζε να φωνάζει στα ακουστικά του κινητού της τηλεφώνου, όσο προσπαθούσε να ελέγξει το τιμόνι του μηχανικού τετράροδου.
Δεν είχαν κάνει όμως λάθος. Η διεύθυνση ήταν σωστή, απλά σε εκείνη την παλιά πολυκατοικία με το μπεζ χρώμα και το πράσινο πάρκο απέναντί της, με τη σιδερένια τσουλήθρα και τις ξύλινες κούνιες, την μεταλλική τραμπάλα και το ξύλινο κοκοράκι που κουνιόταν πέρα-δώθε, τώρα υπήρχε μια νέα οικοδομή, τριπλάσια σε έκταση που στεκόταν πάνω σε εκείνο το πάρκο που μικρός ακόμα ο Αύγουστος συνήθιζε να ανοίγει τα γόνατά του, να τρώει παγωτά μέσα στο καταμεσήμερο, να κάνει φασαρία και να ενοχλεί με τους φίλους του τους γείτονες, να πετάνε μικρές πέτρες από τα μπαλκόνια στα διερχόμενα αυτοκίνητα, να δημιουργούν κάστρα από χαρτόκουτες, να υιοθετούν μικρά κουταβάκια και να πασπατεύουν με μικρά ξυλάκια τα σκυλοκούραδα, να μπαίνουν κρυφά στις αυλές των γιαγιάδων που όταν τους έπαιρναν χαμπάρι τους κατέβρεχαν με το λάστιχο, να το παίζουν ντετέκτιβ και υποσχόμενοι εξερευνητές. Τώρα αυτά όλα υπήρχαν μέσα σε μια τεράστια υπερσύγχρονη οικοδομή με ηλεκτρονικά παραθυρόφυλλα.
Σταμάτησαν και απλά κοίταζαν. Μερικές σκόρπιες αναμνήσεις έκαναν την εμφάνισή τους, αλλά πέρασαν πολύ γρήγορα καθώς παρατηρούσαν το νέο οικοδόμημα. «Εντάξει τώρα που το βλέπω καλύτερα, δεν έχει αλλάξει και πολύ. Μοιάζει κάπως στο παλιό σπίτι» ο Αύγουστος έλεγε ψέματα στον εαυτό του. Τίποτα δε θύμιζε στην πραγματικότητα το παλιό σπίτι, εκείνο τον μαχαλά που είχε περάσει τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Δεν ήξερε αν θα έπρεπε να μελαγχολήσει ή να χαρεί. Αυτό που σκεφτόταν ήταν απλό: έφυγαν αυτές οι ωραίες στιγμές. Μπορεί βέβαια και να ξανάρθουν. Μπορεί να ξανάρθουν ακόμη καλύτερες.
Η μέρα περνούσε και ακόμη ο Αύγουστος δεν είχε προλάβει να πάει στα μέρη που ήθελε. Με τη θεία είχαν πάει βόλτα στα μαγαζιά, η θεία φρόντισε να πάρει αναμνηστικά για όλο το σόι, ενώ του είχε αγοράσει ένα πανέμορφο μπλε ρολόι, είχαν πάει για παγωτό με θέα το ενετικό λιμάνι και τον φάρο των Χανίων, είχαν περπατήσει εκεί, όσο η θεία τοποθετούσε γερές δόσεις αντηλιακού στο πρόσωπό της με μυρωδιά μαστίχα Χίου. Η θερμοκρασία ήταν υψηλή γι” αυτό συμφώνησαν να πάνε προς το δωμάτιο. Αργότερα στην καφετέρια του ξενοδοχείου υποδέχτηκαν δύο παλιές της συμμαθήτριες που είχαν μετακομίσει μόνιμα στη Γερμανία. Είχαν να συναντηθούν γύρω στα δέκα χρόνια, ενώ όσο περνούσε η ώρα μιλούσαν για όλα εκείνα που είχαν κάνει στη ζωή τους, από τότε που είχαν να βρεθούν. Εκείνος βαριόταν τόσο πολύ αυτές τις συζητήσεις. Είχαν μια τάση όλοι οι μεγάλοι να δικαιολογούν όλες τους επιλογές κατά τη διάρκεια της ζωής τους, ότι ήταν οι πιο σωστές εκδοχές και αν έκαναν κάτι άλλο, κάτι δε θα πήγαινε σωστά. Έβαλε τα αθλητικά του, χαιρέτησε τη θεία και τις φίλες της, υποσχέθηκε να μην αργήσει και να επιστρέψει για να πάρουν μαζί το βραδινό γεύμα τους, όσο στρίμωχνε στην τσέπη του το χαρτονόμισμα που του είχε δώσει η θεία του.
Ξεκίνησε τη βόλτα του από την πλατεία Δικαστηρίων και την Ηρώων Πολυτεχνείου. Σταμάτησε σ’ ένα περίπτερο. Πήρε από το ψυγείο το αγαπημένο του παγωτό πατούσα με γεύση μπανάνα-σοκολάτα, που έτρωγε από όταν μπορούσε να θυμηθεί τον εαυτό του, άφησε ένα κέρμα στο απλωμένο χέρι του περιπτερά, άνοιξε το σακουλάκι και έλιωσε λίγο από την πατούσα του στο στόμα, μέχρι που έφτασε στη θάλασσα. Προτίμησε να περπατήσει από εκεί με συντροφιά τη θάλασσα στα αριστερά του με κατεύθυνση προς τη Χαλέπα. O ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει ενώ ένα ευχάριστο μελτεμάκι χάιδευε τα πρόσωπα των τουριστών που έκαναν βόλτα κοντά στη θάλασσα.
Κοίταζε και ξανακοίταζε το κρητικό πέλαγος προσπαθώντας να αιχμαλωτίσει μέσα του κάθε εικόνα, όσο ένιωθε τον ιδρώτα του να μουσκεύει το μέτωπό του. Πέρασε και από το σπίτι του Βενιζέλου στη Χαλέπα. Όμορφο καλοδιατηρημένο δυόροφο αρχοντικό. Τόσα χρόνια ζούσε στα Χανιά, μία φορά δεν κατάφερε να επισκεφτεί το χώρο. Συνέχισε να ανεβαίνει την ανηφόρα στη Χαλέπα, προσπέρασε και την παλιά γειτονιά που μόνο θλίψη του δημιουργούσε πια, μέχρι να ξανασυναντήσει τη θάλασσα στην περιοχή Ταμπακαριά. Βρήκε ένα παγκάκι ακριβώς στα βότσαλα της παραλίας, δίπλα από δύο παρατημένα πέτρινα κτήρια, τα παλιά βυρσοδεψεία των Χανίων. Θα έλεγε κανείς ότι μπορούσες ακόμη να ακούσεις τις κραυγές των ζώων που έσφαζαν για να τους πάρουν το δέρμα. Βολεύτηκε αφού έλιωσε και την τελευταία μπουκιά παγωμένης μπανάνας σε συνδυασμό με σοκολάτα. Μάσησε για λίγο το ξυλάκι και αργότερα το αποχαιρέτησε σ’ ένα κάδο. Είχε ξεχάσει όμως πόσο διψούσε κάθε φορά που έτρωγε το συγκεκριμένο παγωτό. Και είναι η αλήθεια ότι είχε αρχίσει να ξεχνά τη ζέστη και την υγρασία της Κρήτης. Είχε προχωρήσει αρκετά. Έκανε υπομονή αν και διψούσε αρκετά.
Μπροστά του αγνάντευε τη νησίδα Θοδωρού: ένα μικρό κομμάτι γης που λέγανε ότι εκεί έχουν μεταφέρει όσα Κρι-κρι έχουν απομείνει στην Κρήτη, έτσι ώστε να μην εξαφανιστεί αυτό το είδος κρητικού αγριοκάτσικου, που φημιζόταν για το νόστιμο κρέας του. Χαμογέλασε. Όσα χρόνια κι αν περνούσαν, την αναγουλιαστική μυρωδιά αυτού του φαγητού δε μπορούσε να τη συνηθίσει.
Απέναντι τον παρακολουθούσε ένας ροδακινί ήλιος, ο οποίος είχε χάσει όλο το στεφάνι τριγύρω του, που σχημάτιζαν μόλις μερικά πριν οι ακτίνες του. Ήταν μια ανάσα πριν τον καταπιεί το κρητικό πέλαγος. Πόσο τυχερός άραγε να αισθανόταν που βούλιαζε κάθε μέρα σε αυτά τα αλμυρά νερά; Όμως και εκείνος δεν είχε παράπονο. Είχε επιστρέψει εκεί. Μπορεί να άργησε, αλλά τα κατάφερε. Πόσο όμως διαφορετικά ήταν τα πράγματα από τότε; Μπορεί όλο αυτόν τον καιρό να ένιωθε ότι είχε μεγαλώσει, αλλά όταν επέστρεφε εκεί ένιωθε σα να μην είχε φύγει ποτέ, σα να μην είχε μεγαλώσει ούτε μία μέρα. Ήταν εκείνο το μελαχρινό παιδάκι, με τα πόδια καλαμάκι, που έτρεχε στις αλάνες, που έσπαγε τζαμαρίες, που έτρωγε γαριδάκια με βρώμικα χέρια.
Έπρεπε τελικά να είχε κρατήσει επαφές με τους παλιούς του συμμαθητές. Αν και είχε ανταλλάξει αριθμούς με μερικά παιδιά που είχαν υποσχεθεί ότι θα έμεναν για πάντα φίλοι, είχαν μιλήσει βιαστικά μερικές φορές, μέχρι που άλλοι άλλαξαν αριθμό, άλλοι τους έπαιρνε και δεν απαντούσαν, όπως και εκείνος μερικές φορές λόγω του διαφορετικού προγράμματος της νέας του ζωής. Στενοχωρήθηκε για λίγο που δεν είχε καταφέρει να πραγματοποιήσει αυτό που είχε υποσχεθεί και ζήλεψε για μια στιγμή τη θεία Μυρτώ, που συναντήθηκε με παλιές της συμμαθήτριες. Όταν πήγαινε στο ξενοδοχείο θα την ρωτούσε πως τα κατάφερε και κράτησε επαφές τόσα χρόνια μετά. Ύστερα θυμήθηκε το χαρτονόμισμα των πενήντα ευρώ, που του είχε δώσει και παρηγορήθηκε κάπως.
Ο ήλιος είχε πια χαθεί και είχε παραδώσει τη σκυτάλη σε ένα πορτοκαλί τεράστιο φεγγάρι που σε τρόμαζε, μόνο και μόνο που ήταν τόσο πορτοκαλί και ήταν και τόσο μεγάλο, σχεδόν ακουμπούσε την κρητική γη -ένα τεράστιο πορτοκάλι κολλημένο σαν κολάζ στο μαυρομπλέ φόντο-. Αν τον ενοχλούσε στα ρουθούνια κιόλας λίγη από την όξινη μυρωδιά αυτού του φρούτου, θα πίστευε στα αλήθεια ότι το φεγγάρι ήταν ένα τεράστιο πορτοκάλι! Μέσα στη θάλασσα όμως υπήρχε ένα ακόμα πορτοκαλί φεγγάρι, που ήταν ολόιδιο με το πρώτο. Υπήρχαν στιγμές πάντως, που νόμιζες ότι το πορτοκαλί φεγγάρι θέλει να απλώσει μία του άκρη και να πιάσει το κρητικό χώμα. Και ήταν τόσο όμορφο εκείνο το πορτοκαλί Αυγουστιάτικο φεγγάρι. Τέτοιο φεγγαράδα πάντως σίγουρα δεν είχε ξαναδεί στη σύντομη ζωή του. Και ο Αύγουστος χαιρόταν ακόμα πιο πολύ που το έβλεπε από τα Χανιά. Το φεγγάρι ήταν παρέα με το θαλασσινό είδωλό του. Ο Αύγουστος έκανε παρέα στο φεγγάρι, που έκανε παρέα στο θαλασσινό είδωλό του. Και ήταν τόσο όμορφα.
Με ένα μαγικό τρόπο το φεγγάρι όσο ανέβαινε στον ουρανό, ασημί ανταύγειες άρχιζαν να το αγκαλιάζουν. Τελικά το φεγγάρι είναι από όλο τον κόσμο ίδιο, από όποια μεριά κι αν το κοιτάξεις; Αναρωτήθηκε. Το ίδιο φεγγάρι λες να βλέπουν οι συμμαθητές μου στο Κιλκίς, το ίδιο φεγγάρι η γιαγιά και ο παππούς στη Σαντορίνη, το ίδιο φεγγάρι οι Ιταλοί; Και στην Αμερική τι συμβαίνει; Πω πω, είναι τόσες οι ερωτήσεις που πρέπει να κάνω στη θεία Μυρτώ , ή καλύτερα στον μπαμπά μου όταν γυρίσω! Γιατί ο μπαμπάς του τα ήξερε όλα, πάντα έπεφτε μέσα σε αυτά που έλεγε και πάντα είχε να του δώσει μια απάντηση για όλα! Πίστευα ότι τώρα που θα πάω Λύκειο θα μπορούσα να δώσω μερικές απαντήσεις στον εαυτό μου, μόνος μου. Με αυτές τις σκέψεις συνέχιζε να απασχολεί το μυαλό του.
«Es Buena!» γύρισε το κεφάλι του όταν τον διέκοψε αυτή η φράση. «Είναι ωραία!» Κοίταξε στα δεξιά του. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι, με κατάμαυρη χαίτη, τουρίστες από κάποιο μέρος, απολάμβαναν το ίδιο ασημί πια φεγγάρι στο διπλανό παγκάκι. Ο Αύγουστος προσπάθησε να μαντέψει από ποια χώρα ήταν. Ιταλοί; Μπορεί και Γερμανοί; Δεν είχε καταλάβει.
«Agosto lunada!» είπε εκείνη. « Αυγουστιάτικη φεγγαράδα!» Ναι, τώρα που το σκέφτηκε καλύτερα, κατάλαβε ότι ήταν Γερμανοί, ή Ρώσοι, ή μπορεί και Ιταλοί. Μήπως ήταν Αμερικανοί; Τι σημασία είχε; Από αυτό που έβλεπαν και μόνο δε μπορούσαν να σκέφτονται κάτι διαφορετικό εκτός από το πόσο όμορφο είναι αυτό που έχουν μπροστά τους. Το φεγγάρι του Αυγούστου, ή το Αυγουστιάτικο φεγγάρι, ή απλά η καλοκαιρινή σελήνη.
Όταν το φεγγάρι έφτασε ακριβώς στη μέση του ουρανού και φανέρωσε δίπλα του ένα σωρό αστέρια ξεκίνησε για τον δρόμο της επιστροφής, ενώ τα εφηβικά του μουστάκια χαμογελούσαν ανεξήγητα. Με παρέα αυτό το φεγγάρι, που φώτιζε το δεξί του προφίλ. Δε θα αργούσε η στιγμή που μετά λίγο καιρό, μπορεί μήνες, μπορεί και χρόνια, θα έβλεπε ξανά τη φεγγαράδα της Κρήτης, με συντροφιά κάποιο σπουδαίο άτομο από τη δική ζωή του , το οποίο δε θα το άφηνε να χαθεί ποτέ, ακόμη κι αν μετακόμιζαν ξανά και ξανά και ξανά. Είχε πάει κιόλας εννιά και η θεία του τον περίμενε στο ξενοδοχείο για βραδινό. Ύστερα θα πήγαιναν βόλτα στην παλιά πόλη, ενώ την επόμενη μέρα θα πήγαιναν για μπάνιο κάπου κοντά στα Χανιά, μαζί με τις συμμαθήτριες της θείας Μυρτούς, την οποία πολύ την αγαπούσε. Βιαζόταν άλλωστε να τις κάνει ένα σωρό ερωτήσεις…