τραβάγια (η): κρητιστί = ο μπελάς.
Βάζω τραβάγια σε κάποιον = του ανοίγω δουλειές, του βάζω μπελάδες, τον βάζω σε περιπέτειες, τον φορτώνω, τον χώνω.
Το μπλέξιμο – φασαρία
π.χ . Πολύ τραβάγια κάνετε μωρέ κοπέλια
Γύρευε τη δουλειά σου μη μπλέκεις με τραβάγιες