Δυό μέρες μετά τη μάχη της Κάτω Σύμης, στις 14 Σεπτεμβρίου, το απόγευμα, καθόμουν με μια παρέα χωριανών έξω στην αυλή του σχολείου στα Παπαδιανά και κουβεντιάζαμε για την κατάσταση. Εκεί που κουβεντιάζαμε, βλέπω την Αριάνθη Έμμ. Βουβάκη να κρατεί από το χέρι την πιό μικρή αδελφή μου, εφτά χρονών τότε, και να τη φέρνει στο μέρος που ήμουν. Έγώ ξαφνιάστηκα, γιατί η αδελφή μου ήταν με τη γιαγια μου στην Κάτω Σύμη. Τα μάτια της ήταν πρησμένα από το κλάμα και όταν την ρώτησα πώς βρέθηκε έδώ, Μου είπε: «Η γιαγιά έφυγε από το χωριό (την Κάτω Σύμη) για να 'ρθει στα Γδόχια. Επειδή όμως θα ερχόταν προπαταρά, έμενα με άφησε να 'ρθώ με τον μπάρμπα το Μανώλη που είχε το γάιδαρο για να με βάλει να καβαλικέψω. Ο μπάρμπας όμως είχε δουλειά και πέρασε από την 'Απάνω Σύμη. Εκεί στη στράτα (στο Πορτί) ήτανε Γερμανοί. 'Εμένα με κατεβάσανε από το γάιδαρο και τον μπάρμπα τον έσκοτώσανε. Έγώ ήφυγα άμοναχή και ήρθα. Στράτα στράτα έθώροτι πολλούς Γερμανούς και σκοτωμένους...».
Το ίδιο βράδυ, ύστερα από επιμονή του πατέρα μου, φύγαμε όλοι και πήγαμε να περάσομε τή νύχτα «στων Τούρκω τσ'Ασπες», τοποθεσία ανάμεσα Γδοχίων και Κολλέκτου. Πήραμε και σκαπέτια για να μη φανεί πώς κρυβόμαστε, αλλά πώς δουλεύομε στο χωράφι μας, σέ περίπτωση ποϋ θα περνούσαν από έκεΐ Γερμανοί. Την επομένη, 15 Σεπτεμβρίου 1943, το πρωί μου ήρθε μια έμμονη ιδέα να φύγω από έκεΐ και να πάω στο χωριό. Ο πατέρας μου, νομίζοντας πώς θα κινδύνευα έτσι, επέμενε να μη φύγω. Στο τέλος αναγκάστηκα να φύγω κρυφά. Η μιητέρα μου είχε φύγει για το χωριό πιό νωρίς, για να φέρει ακόμη μερικά πράγματα έκεΐ που μέναμε. Μόλις έμπαινα μέσα στο σπίτι, ακούω μια γυναικεία φωνή να λέει: «Ο Βάτος έγέμισε Γερμανούς». Την ίδια στιγμή βλέπω τή μητέρα μου να μπαίνει στο σπίτι λαχανιασμένη και να Μου λέει «φύγε παιδί μου». Έγώ επέμενα να μείνω για να τή βοηθήσω να πάρομε μαζί τα πράγματα, μπροστά όμως στην επιμονή της, αναγκάζομαι και φεύγω. Μόλις φτάνω όμως στην Ξυλογαϊδάρα ακούω δυό πυροβολισμούς πολύ κοντά. Ξεστρατίζω τότε από το Κουμοτόπι και τραβώ ϊσια κάτω από το χωράφι του 'Ιωάννη Πηγιακη. "Οταν περνούσα περίπου στη μέση στο χωράφι, φτάνουν οι Γερμανοί στο ύψωμα, με βλέπουν και αρχίζουν να βάλλουν με τα πυροβόλα. Έκεΐ στο ύψωμα ακριβώς σκοτώνουν τον Ιωάννη Μιχ. Παπαδοπούλη, έτος γεννήσεως 1915, από τα Γδόχια. Λίγο πιο πάνω, στη Μάχα, τον 'Ιωάννη Βασ. Τσαγκατάκη, έτος γεννήσεως 1878 από την Κάτω Σύμη, στην Ξυλογαϊδάρα τον Χαράλαμπο Έμμ. Πιτροπάκη, έτος γεννήσεως 1929 από τα Γδόχια. και το Γρηγόριο Έμμ. Σπυριδάκη, έτος γεννήσεως 1915, από τα Γδόχια και στο Μαύρο Κούτσουρο τον Εμμανουήλ Μιχ. Πιτροπάκη, έτος γεννήσεως 1897, από τα Γδόχια.
ΟΙ σφαίρες πέφτουν βροχή γύρω μου, έγώ όμως πηδώντας από τετάδα σέ τετάόα προσπαθώ να τις αποφύγω. Μέσα σέ αυτό το πανδαιμόνιο των πυροβολισμών ακούω μια φωνή: «Αν θες να 'ρθεί μαζί σου η κόρη μου, να μην την πιάσουν οι Γερμανοί». "Οπως έτρεχα, ρίχνω μια ματιά δεξιά και αριστερά, αλλά δε βλέπω κανένα και ποτέ δεν έμαθα ποιος ήταν εκείνος που μου φώναξε. Μόλις φτάνω στο ρυάκι του Μαύρου Κούτσουρου ανασαίνω, γιατί εκεί ήμουν προς ώρα ασφαλής. Προχωρώ μέσα από το ρυάκι και από χωράφια, αποφεύγοντας το δημόσιο δρόμο και φτάνω στο χωράφι μας στο Μύλο. ΈκεΙ συναντώ το Λεωνίδα Πηγιακη και συνεχίζομε μαζί την πορεία, χωρίς να γνωρίζομε που πηγαίνομε. Φτάνομε στο Χάρακα μέσα στην πηγή, καθίζομε κάτω από μια χαρουπιά και καθώς ήμουν νηστικός από το προηγούμενο βράδυ και πεινούσα πολύ έφαγα μερικά χαρούπια. Από εκεί συνεχίζομε το δρόμο και φτάνομε στην Ανατολή, χτυπούμε στην τύχη την πρώτη πόρτα που συναντούμε, μας ανοίγουν και βλέπομε το γιατρό Χαράλαμπο Παπαδάκη, μέλος της Εθνικής Αντιστάσεως. Μας φιλοξενεί εκεί και το απόγευμα μας δίδει λίγο ψωμί, μερικά τσιγάρα, χρήματα και φεύγομε. Περνούμε όλα τα γερμανικά φυλάκια με ψυχραιμία και φτάνομε στην Ιεράπετρα, όπου μας φιλοξενεί εκείνο το βράδυ η Μαρία χήρα Τσικαλουδάκη η Τζεϊράναινα. Ψηλά από την ταράτσα του σπιτιού της είδαμε τους καπνούς του Μύρτου που καιγόταν.
Το πρωί της ημέρας εκείνης, μόλις έφυγα εγώ για τα Γδόχια, φορτώνει δυό σταμνιά στο ζώο ο πατέρας μου και ξεκινά για να πάει στο Βάτο, που είναι πιό κοντά, να πάρει νερό. Οι Γερμανοί όμως που είχαν ξεκινήσει από το Βάτο για τα Γδόχια, πρίν φτάσουν στα Ντυχαλά, βλέπουν τον πατέρα μου από μακριά. Μια ομάδα Γερμανοί τότε αλλάζουν πορεία και πηγαίνουν εκεί που είναι ο πατέρας μου. Πιάνουν αυτόν και τους υπόλοιπους άντρες της οικογένειας και με συνοδεία πέντε Γερμανών τους οδηγούν στο Βάτο και τους εκτελούν και τους τέσσερις: τον πατέρα μου Εμμανουήλ Μιχ. Δημητριανάκη, έτος γεννήσεως 1892, τους δυό αδελφούς μου 'Ιωάννη έτος γεννήσεως 1915 και Μιχαήλ έτος γεννήσεως 1926 και το γαμπρό μου Γεώργιο Έμμ. Αρχοντινάκη έτος γεννήσεως 1906. Μετά την εκτέλεση, καθώς βεβαιώνει ο αγροφύλακας Κόμης, βάνουν φωτιά στα πτώματα. Τις γυναίκες και τα παιδιά, δηλαδή τή μητέρα μου, την αδελφή μου με την κόρη της, τή νύφη μου με την κόρη της και τις δυό μικρές αδελφές μου 12 και 7 χρονών, τις παίρνουν οι Γερμανοί και τις οδηγούν στο χωριό.
Το κύριο σώμα, ένα τάγμα των Γερμανών που προχωρούν από το Βάτο για τα Γδόχια, φτάνουν στο Κούτελο, τοποθεσία λίγο έξω από το χωριό, συναντούν τρεις γυναίκες από την Κάτω Σύμη που μάζευαν χαρούπια και τις εκτελούν επί τόπου. Οι γυναίκες αυτές είναι: Η Καλλιόπη Χαρ. Συγγελάκη, έτος γεννήσεως 1896, η κόρη της Ζαχαρένια Χ. Ρηνάκη, έτος γεννήσεως 1915 και η πεθερά της Ζαχαρένιας Μαρία Ρηνάκη έτος γεννήσεως 1888. Η Ζαχαρένια Ρηνάκη την ώρα που έφταναν οι Γερμανοί καθόταν σε μια χαρουπιά από κάτω και βύζαινε το μωρό της, ένα αγοράκι μόλις 6 μηνών. Οι κτηνάνθρωποι αυτοί όμως σκοτώνουν και τή μητέρα και το μωρό.
Προχωρούν ύστερα και μπαίνουν μέσα στο χωριό, από τα Κάτω Γδόχια και τα Παπαδιανά. 'Αμέσως αρχίζουν και συλλαμβάνουν όλους τους κατοίκους, άντρες, γυναίκες, παιδιά και τους μέν Κατωγδοχιανούς κλείνουν μέσα στην εκκλησία των 'Αγίων Δέκα, τους δε Παπαδιανούς και Δασκαλιανούς μέσα στο σχολείο, ενώ άλλοι Γερμανοί, λεηλατούν τα σπίτια και παίρνουν ό,τι αξιόλογο βρίσκουν. Πρέπει να σημειωθεί εδώ, πώς τα Γδόχια είναι το μοναδικό χωριό και στις δύο επαρχίες που συλλαμβάνουν ομαδικά τα γυναικόπαιδα και τα περιορίζουν μέσα σε κλειστούς χώρους.
Ο διοικητής του Τάγματος έχει εγκατασταθεί με το επιτελείο του στο σχολείο και ζητά επίμονα τον Πρόεδρο της Κοινότητας και τον παπά του χωρίου. Παρουσιάζεται η σύζυγος του προέδρου και λέει στον ταγματάρχη, πώς ο σύζυγος της είναι έξω στα χωράφια και εργάζεται. Της δίδει τότε ένα σημείωμα και της λέει να παρουσιαστεί ο πρόεδρος μέσα σε τρεις ώρες. Παίρνει εκείνη το σημείωμα και μαζί με την Ευδοξία Έμμ. Πατεραντωνάκη, για συντροφιά, φεύγουν για το Γέρο Λάκκο να ειδοποιήσουν το σύζυγο της. Ας δούμε όμως τή συνέχεια όπως την περιγράφει ο ίδιος ο πρόεδρος στη βιογραφία του:«...Παίρνοντας τις γυναίκες, κατόπιν της αρνήσεως μου να φύγω και να μήν παρουσιαστώ, μπήκαμε στο χωριό από το συνοικισμό Κάτω Γδόχια. "Ακουα τους πυροβολισμούς διαρκώς κατά τή διαδρομήν μου ταύτην χωρίς να γνωρίζω που οφείλετο... Πήγα στο σπίτι μου που ήταν κοντά στο σχολείο και χωρίς καθυστέρησιν παρουσιάστηκα εις τον άξιωματικόν του Τάγματος, που αμέσως άρχισε τάς ανακρίσεις, για όλες τις κατηγορίες κατά της Κοινότητος Γδοχίων. Έγώ φυσικά αρνήθηκα όλες τις κατηγορίες και είπα ότι εάν ήμουν ένοχος δεν θα προσερχόμουν ενώπιον του.... Μου εδήλωσε ότι το χωριό θα πυρποληθεί την επομένην πρωίαν, 16ην Σεπτεμβρίου, τα γυναικόπαιδα θα μεταφερθούν συνοδεία εις την Ιεράπετραν. Με παρέλαβαν κατόπιν δυο Γερμανοί και με οδήγησαν εις την ομάδα που κρατούσαν στα Κάτω Γδόχια έξωθι του Υδραγωγείου».
Η ομάδα αυτή αποτελείτο από τους:
'Εμμανουήλ Μιχ. Παπαδάκη έτος γεννήσεως 1884
'Εμμανουήλ Κ. Δασκαλογιαννάκη έτος γεννήσεως 1878
Έμμ. Ίωάν. Δασκαλογιαννάκη έτος γεννήσεως 1908
Μιχαήλ Ίωάν. Δρακάκη έτος γεννήσεως 1900
Και ο πρόεδρος συνεχίζει: «...περνώντας έξωθι του σπιτιού μου, μου έζήτησαν τα γυναικόπαιδα (δεν είχαν συλληφθεί ακόμη) πληροφορίες και τους απάντησα ακριβώς: «Αύριο το πρωί θα καεί το χωριό, θα φύγουν τα γυναικόπαιδα συνοδεία για την Ιεράπετρα και για μένα, να με συγχωρέσουν. Την στιγμήν αυτην μου ρίχτηκε η σύζυγος μου και όλοι οι χωριανοί σέ ατέλειωτους ασπασμούς, οπότε ο Γερμανός στρατιώτης, αληθινός κακούργος, με χτυπάει με ένα αιχμηρό πεύκινο ξύλο σέ σημείο να λιποθυμήσω. Δίπλα μου στεκόταν υπό συνοδείαν και ο Ιωάννης Σταύρου Πιτροπάκης (έτος γεννήσεως 1911) τον όποιον έσπρωξαν βιαίως και κατέπεσεν στις πέτρες αιμόφυρτος. Και τους δυό μάς οδηγούν βιαίως εις τοντόπον της συγκεντρώσεως και μάς παρέδωσαν στον έπιλοχίαν και τους στρατιώτες που φύλαγαν τους άλλους. Δεν παρήλθεν όμως ώρα και αφίκοντο και πάλιν δύο Γερμανοί και εζήτησαν τον πρόεδρον, κατά διαταγήν του μόλις αφιχθέντος στρατηγού, στον όποιον έν τάχει με παρουσίασαν. Μου έκαμε και αυτός άνάκρισιν και με έκράτησε στο σχολείο. Τον Ιωάννη Πιτροπάκην και τους άλλους συγκεντρωθέντος δεν τους επανειδον πλέον διότι τους εξετέλεσαν εις θέσιν Στενά Γδοχίων».
Πραγματικά το απόγευμα της ίδιας ημέρας μια ομάδα Γερμανών που μετακινήθηκε από τα Γδόχια στο Μύρτο, πήρε μαζί της τους πέντε Γδοχιανούς που αναφέρονται λίγο πιό πάνω και τους σκότωσε στα Στενά, 20 μόλις μέτρα από το δημόσιο δρόμο.
Τα γυναικόπαιδα που συγκεντρώθηκαν από τα Παπαδιανά και τα Δασκαλιανά ήσαν πολλά, γιατί ανάμεσα τους ήσαν και οικογένειες από την Κάτω Σύμη που είχαν καταφύγει στα Γδόχια για να σωθούν και έτσι δεν τα χωρούσε το σχολείο. Γι'αυτό τα έβαλαν και σε δυό σπίτια ακόμη, στο σπίτι του Γεωργίου Έμμ. Πατεραντωνάκη και 'Ιωάννη 'Εμμανουήλ Δασκαλογιαννάκη. Όταν βράδιασε, οι Γερμανοί πήραν και τα γυναικόπαιδα που ήσαν στην εκκλησία τών 'Αγίων Δέκα και τα μετέφεραν στα Παπαδιανά, για να είναι όλα συγκεντρωμένα.
Όταν έφευγαν για την 'Εκκλησία για να μεταφερθούν, η γυναίκα του 'Ιωάννου Λεβεντάκη έπιασε από το χέρι το παιδί της, ένα αγόρι 14 χρονών, για να το πάρει μαζί της. Ένας Γερμανός όμως έπιασε το παιδί από το άλλο χέρι και το τραβούσε, για να μείνει με τους άντρες μέσα στην εκκλησία. Τραβά με κλάματα η μητέρα, τραβά με βρισιές ο Γερμανός. Στο τέλος επεμβαίνει ένας άλλος Γερμανός και η μητέρα κερδίζει το παιδί της και το σώζει από την εκτέλεση. Μέσα στην εκκλησία μένουν τώρα δεκάξι άνδρες, οι:
Εμμανουήλ Νικολ. Παπαδάκης έτος γεννήσεως 1880
Εμμανουήλ Κ. Αρχοντινάκης έτος γεννήσεως 1872
Γεώργιος Μ. Σπυριδάκης έτος γεννήσεως 1913
Εμμανουήλ Ν. Πατεραντωνάκης έτος γεννήσεως 1874
Εμμανουήλ Γ. Πατεραντωνάκης έτος γεννήσεως 1897
Γεώργιος Μιχ. Μεταξάκης έτος γεννήσεως 1874
Κων/νος Γεωργ. Πατεράκης έτος γεννήσεως 1882
Εμμανουήλ Γ. Πατεράκης έτος γεννήσεως 1886
Γεώργιος Μ. Δασκαλάκης έτος γεννήσεως 1867
Γεώργιος Αντ. Δασκαλάκης έτος γεννήσεως 1877
Κων/νος Ν. Δημητριανάκης έτος γεννήσεως 1897
Νικόλαος Έμμ. Πηγιακης έτος γεννήσεως 1865
Εμμανουήλ Γ. Γρυσμπολάκης έτος γεννήσεως 1882
Εμμανουήλ Γεωργ. Λενάκης έτος γεννήσεως 1874
Γεώργιος Έμμ. Καρπαθακης έτος γεννήσεως 1876
'Ιωάννης Ν. Πηγιάκης έτος γεννήσεως 1876
"Ολους αυτούς, τους παίρνουν στις 9 η ώρα τη νύχτα με το φεγγάρι και τους σκοτώνουν στην τοποθεσία Καρτσανά. Καθώς προχωρούν για τον τόπο της εκτέλεσης, οι Γερμανοί πιάνουν στο δρόμο και ένα ανάπηρο πνευματικά παιδί από το Συκολόγο, 14-16 χρονών, που λεγόταν 'Ιωάννης Κοσμαδάκης και βρέθηκε τυχαία στο πέρασμα τους και το εκτελούν και αυτό μαζί με τους άλλους. 'Από την εκτέλεση αυτή γλύτωσε σάν από θαύμα ο 'Ιωάννης Ν. Πήγιακης που διηγείται: «Ήμουν στο Μύλο, όταν έπέρασαν από εκεί ο παπα-Ήρακλής και ο Γιώργης ο Ζαχαρόπουλος από τους Μύθους και μου λένε: 'ς τσοί Μυρτιανούς εδώκανε δυό ώρες προθεσμία για να έκκενώσουνε το χωριό και να πάρουν ο,τι μπορεί ο καθένας. 'Αμέσως ετοιμάστηκα κι έγώ να πάω στα παιδιά μου στα Γδόχια. Την ώρα που έπέρνου στο Κουμοτόπι, ήτανε απόγευμα, καιγόταν ο Μύρτος. Μόλις έφτασα στο σπίτι είδα ανοιχτή την πόρτα και έλειπαν όλοι. Τους είχαν πιάσει οι Γερμανοί και τους είχαν κλείσει 'στσ''Αγίους Δέκα. 'Εκεί που ήμουν ήρθενε δυό Γερμανοί μοϋ προτείνανε τα όπλα και μού είπαν παρτί εκκλησία. Επήγα και έγώ στην εκκλησία και έκάθισα κάτω από την εικόνα των 'Αγίων Δέκα. Σιμώνει τότε η γυναίκα μου και τση λέω: "Κοίταξε από μέσα από το Ιερό να δεις αν στέκει κανένας σκοπός από κάτω". Εκείνη όμως μοϋ λέει: "Αυτό που έβαλες στο νοΰ σου να μην το κάμεις". Την ώρα εκείνη μου φωνάξανε ο Κωστής Ν. Δημητριανάκης και ο Γιώργης ο Μεταξάκης να σιμώσω που είχανε ένα λαγό και τον έτρωγαν...
Στις εφτά πάνω κάτω η ώρα έπήρανε τα γυναικόπαιδα και τους άντρες τους κρατήσανε μέσα στην εκκλησία. Οι Γερμανοί που έπαίρνανε τσοί γυναίκες, έφέρανε και το Μανώλη τον Αρχοντικάκη και εγενήκαμε δεκαέξε άτομα. "Υστερα από πολλή ώρα μας επήρανε συνοδεία εννιά Γερμανοί. "Αμα έφτάξαμε στου Μανώλη τσή Μιχάλαινας το χωράφι, εκεί που είναι τώρα το καφενείο του Γιώργη του Πατεραντωνάκη, μας εστέσανε στη γραμμή για να μας σκοτώσουνε. "Ενας Γερμανός όμως έμίλησε στους άλλους και μας πήρανε από έκεϊ και μας έπήγανε στα Καρτσανά, στο χωράφι του παπα-Γιανναδάκη. "Ητανε νύχτα μά το φεγγάρι έφεγγε σάν την ήμερα. "Εκεί μάς έστέσανε σέ μια ντετάδα και από πίσω μας έβάλανε τα πολυβόλα. Ήμουν κοντά με τον πατέρα μου και τον Κωστή το Δημητριανάκη.
Αποχαιρετιχτήκαμε με τον πατέρα μου και ύστερα είπα στον Κωστή να τρέξουμε, άλλα μου απάντησε: πιά γλυκύς θανατος από τή σφαίρα δεν υπάρχει. Τότε έσκέφτηκα να πέσω κάτω μόλις άρχίσουνε οι Γερμανοί να βάνουνε με τα πολυβόλα και αν σωθώ.
Μόλις άρχισαν οι Γερμανοί να βάνουνε, έπεσα κάτω. Τότε είδα ένα παιδί 14 με 15 χρονών από το Συκολόγο, που το λέγανε Κοσμαδάκη Ιωάννη και ήτανε στην αρχή τσή γραμμής, να τρέχει για να φύγει. "Ενας Γερμανός όμως το πρόλαβε, το 'πιάσε άπου το χέρι, το σκότωσε με το περίστροφο και ύστερα το συρε και το 'φέρε εκεί που ήτανε πεσμένοι και οι άλλοι. "Υστερα έχαμηλώσανε τα πολυβόλα και έρίχνανε στα πτώματα. Τότε επήρα μια ριπή στο δεξί μου χέρι.
Μετά ερίξανε τή χαριστική βολή, από τα αριστερά προς τα δεξιά. Μου έριξαν πέντε σφαίρες άλλα δέ με βρήκε καμιά. "Οταν ετελείωσαν τις χαριστικές βολές, ήκουσα ένα Γερμανό να λέει ελληνικά: εντάξει. Κάτω από την τετάδα ήτανε ένας μεγάλος σκίνος. Έκεϊ ήκουα κάποιον που σπαρταρούσε, βλέπω όμως ένα Γερμανό που κατέβηκε και τον αποτελείωσε. "Οταν έφεύγανε τους άκουα που έγελούσανε πολύ δυνατά. Έχω την γνώμη πώς άπου τους εννιά Γερμανούς που μάς εκτελέσανε, μόνο οι τέσσερις ήσαν Γερμανοί και οι άλλοι πέντε Έλληνες γκεσταμπίτες, γιατί αυτοί οι πέντε δεν έμιλούσανε καθόλου.
Μόλις εκατάλαβα πώς οι Γερμανοί απομακρυνθήκανε πιά αποφάσισα να φύγω. Το χέρι μου ήταν σέ άθλια κατάσταση και τότε έκατάλαβα πώς είχα χτυπηθεί και στο σβέρκο. Όταν έσηκώθηκα βλέπω το Γιώργη το Σπυριδάκη και καθότανε ανάμεσα στους σκοτωμένους, αλλά δε μου μίλησε καθόλου. Έγώ προχώρησα. Τότε έκατάλαβα πώς ο Σπυριδάκης ερχότανε πίσω μου κολοσυρτός. Είχε χτυπηθεί άσχημα και στα δυό του πόδια και δε μπορούσε να περπατήσει. Καλά-κακά έφταξε ίσαμε του Παπαδημητρόπουλου τ’ αλώνι. Έκει εξαντλήθηκε και έμεινε, και εκεί τόνε βρήκανε ύστερα ποθαμένο από την αιμορραγία. Έγώ βοήθεια δέ μπορούσα να του δώσω. Συνέχισα σιγά σιγά το δρόμο μου και έφτασα στο Κάτω Μαχαιρίδι, ευρήκα ένα σπήλιο και μπήκα μέσα. Έκοψα το τσικουροβάσταγό μου και ήδεσα γύρω στο τραύμα του χεριοΰ μου μια ζακέτα τσή γυναίκας μου που έτυχε να κρατώ μαζί μου... Έτσι ύστερα από πολλές περιπέτειες έφτασα στη Γεράπετρο και αμέσως με πήγανε στην Κλινική του Παπαϊωάννου... Την άλλη μέρα ήρθε ο Παϋλος ο Θεοδωράκης, Γραμματέας της Επαρχιακής Επιτροπής 'Ιεράπετρας του ΕΑΜ και με πήγε ο ϊδιος στο 'Ηράκλειο στην κλινική του Γιαμαλάκη. Στην κλινική αυτή έκαμα 84 μέρες. "Υστερα με έδιωξαν και επήγα στο Πανάνειο Νοσοκομείο που έμεινα άλλους δυό μήνες. Ολο αυτό το διάστημα με συντηρούσε η οργάνωση, μου έστελνε τακτικά κάποιο Κ. Γιγουρτσή. Στο τέλος όμως η Συγγελάκαινα η Τηγανίταινα από την Κάτω Σύμη, μητέρα του προδότη Γιώργη Συγγελάκη που έκτελέσανε οι αντάρτες στον Πεύκο, μας πρόδωσε στους Γερμανούς, έμενα, το Γιώργη το Μαστραντωνάκη, το Θάνο τον Παπαδημητρόπουλο και τον Γιαννη το Βροντινό. Με ειδοποίησε όμως ο Γιγουρτσής που μοϋ έβγαλε ψεύτικη ταυτότητα και με έδιωξε από το Νοσοκομείο. Πήγα τότε για λίγες μέρες στο ξενοδοχείο της Μαρίας Μανούσου, που ήταν και αυτή οργανωμένη στην Αντίσταση και από εκεί γύρισα στα Γδόχια.
Από αυτούς που αναφέρει ο 'Ιωάννης Πηγιακης, ότι προδόθηκαν στους Γερμανούς, κατάφεραν να ξεφύγουν ο ίδιος και ο Γεώργιος Μαστραντωνάκης για τον όποιο γράφω σέ προηγούμενο κεφάλαιο. Τον Ιωάννη Βροντινό, πρόεδρο Κάτω Σύμης την εποχή εκείνη, τον έπιασαν οι Γερμανοί, αλλά τον άφησαν αμέσως ελεύθερο. Δυστυχώς όμως ο Θανος Παπαδημητρόπουλος, δικηγόρος από τον Πεύκο, δεν κατάφερε να ξεφύγει. Λίγες μέρες μετά την έξοδο του από την κλινική Γιαμαλάκη που νοσηλευόταν, τραυματίας και αυτός, από τις εκτελέσεις του Πεύκου, ετοιμαζόταν τον 'Ιανουάριο του 1944 να πάει στο Αρκαλοχώρι και από εκεί να φτάσει στον Τσούτσουρο για να φύγει στη Μέση Ανατολή. Μια γερμανική περίπολος όμως τον έπιασε μέσα στο αυτοκίνητο και λίγες μέρες μετά τον έστειλαν στο φοβερό στρατόπεδο Μαουτχάουζεν της Αυστρίας, όπου έμεινε μέχρι τις 5 Μαΐου 1945 που κατέλαβαν την περιοχή οι σύμμαχοι.
Και μετά την απαραίτητη αυτή παρένθεση, ξαναγυρίζομε στα γεγονότα τών Γδοχίων.
Μέσα στο σπίτι του, στα Κάτω Γδόχια, οι Γερμανοί καίνε ζωντανό πάνω στο κρεβάτι του τον Γεώργιο Έμμ. Μπεκράκη, έτος γεννήσεως 1892, που είχε τραυματιστεί σοβαρά στο πόδι προσπαθώντας να ανοίξει πηγάδι στην αυλή του. Σκοτώνουν επίσης, έξω από την αυλή του σπιτιού της, την παράλυτη Χαρίκλεια Γ. Ξανθακη, έτος γεννήσεως 1875.
"Ετσι στα Γδόχια εκτελούνται συνολικά σαράντα δύο (42) άτομα από τα οποία τέσσερα είναι από την Κάτω Σύμη και ένα από το Συκολόγο. Εκτελούνται στην περιοχή Κάτω και "Απάνω Σύμης έξι (6) Γδοχιανοί. Επομένως το σύνολο των Γδοχιανών που εκτελέστηκαν είναι τριάντα επτά (37).
'Ανάμεσα στις οικογένειες τις Κατωσυμιανές που ζήτησαν καταφύγιο στα Γδόχια, είναι και η σύζυγος του ταξιάρχου Δημητρίου Μανουσάκη με το γιό τον Νικόλαο, φοιτητή τότε της Ιατρικής. Η μητέρα του, μόλις μπήκαν οι Γερμανοί στα Γδόχια, τον έκρυψε στο στάβλο του Εμμανουήλ Αλεξομανωλάκη και του έριξε πάρα πολλά κλαδιά για να μη φαίνεται. Σχετικά ο Γεώργιος Παπαδάκης γράφει: «Την νύκτα αυτή της 15ης προς την Ι6ην Σεπτεμβρίου, πολύ απασχοληθήκαμε διά τον φοιτητήν και όταν ερίφθη η ιδέα και μου έζητήθη η γνώμη μου, για να ντυθεί γυναικεία, δεν μπορούσα να πω ούτε ναι ούτε όχι, διότι εάν τον ανακάλυπταν θα έκαναν μεγάλο κακόν εις τα γυναικόπαιδα. Γι'αυτό δεν ανέλαβα ευθύνην... Την νύκτα ούτος μετεκινήθη στο στάβλο του Στυλιανού Πιτροπάκη κι εκρύφτηκε πίσω από ένα φούρνο. Μέσα ήσαν δεμένα ζώα. Την νύκτα οι Γερμανοί που ερευνούσαν με τους φακούς εφώναξαν εδώ μούλε και απεχώρησαν... Κατά την 8ην πρωινήν της 16ης Σεπτεμβρίου προσέρχεται ο φοιτητής Μανουσάκης και έδήλωσεν στην γαλλικήν που έγνώριζε, ότι ο πατέρας του είναι ταξίαρχος τραυματίας του Αλβανικού πολέμου και ότι αυτός είναι ξένος τών γεγονότων και βρέθηκε στα Γδόχια προς επίσκεψιν συγγενών του κατά τάς διακοπάς και ότι είναι φοιτητής... Ο στρατηγός μου ζήτησε να δηλώσω εάν αυτά είναι αληθή πράγμα που έπραξα. Τότε διέταξε ο φοιτητής να ακολουθήσει την φάλαγγαν τών γυναικόπαιδων διά Ίεράπετραν». Στο σημείο ακριβώς που έγινε η συνάντηση με τον Γερμανό στρατηγό, ο πατέρας του Μανουσάκη έκτισε, λίγο αργότερα, με δικά του έξοδα την εκκλησία του 'Αγίου Γεωργίου.
Και ο Γεώργιος Παπαδάκης συνεχίζει στη βιογραφία του: «Εδόθη εγγράφως διαταγή εις την σύζυγόν μου επικεφαλής της φάλαγγος, να φύγει αμέσως και ούτω από την στιγμήν έκείνην, έμεινα ο μόνος πολίτης μέσα στο χωριό. Η φάλαγγα τών γυναικόπαιδων ήταν τόσο μεγάλη, που ένώ η κεφαλή έφτανε στην Ξυλογαΐδάρα, οι τελευταίες γυναίκες βρίσκονταν ακόμη στο χωριό. ΄Ωραν πολλήν ανέμενον οι Γερμανοί την πλήρη αποχώρησιν των γυναικόπαιδων διά να βάλουν φωτιά στο χωριό... Είδα τον τρόπον που έβαλαν φωτιά στο σχολείον.
Με το αριστερό χέρι έκρατουσαν το κουτί με την σκόνην ξηράς βενζίνης και με το δεξιό το πιστόλι και μόλις ξετίναξαν απ'έξω από το παράθυρον την σκόνην έπυροβόλησαν. Το θέαμα που άντίκρυσα ήταν τρομερό. Φλόγες και μαύροι καπνοί έβγαιναν από τις πόρτες και τα παράθυρα...».
"Ετσι μέσα σέ λίγα μόνο λεπτά φλόγες και μαϋροι καπνοί κύκλωναν όλο το χωριό και ανέβαιναν ψηλά στον ουρανό, ένώ 42 πτώματα παιδιών, γυναικών, γερόντων και νέων, κοίτονταν άταφα μέσα και εξω από το χωριό, κατατρυπημένα από τις σφαίρες των Γερμανών δολοφόνων.
Κάποιος Γερμανός στρατιώτης Θωμάς 'Αιμπα, που ισχυριζόταν μάλιστα πως η μητέρα του ήταν Ελληνίδα από την Πάτρα και μιλούσε πολύ καλά τα 'Ελληνικά, είπε στον πρόεδρο της Κοινότητας Γδοχίων πέντε-έξι μήνες μετά την καταστροφή, που έτυχε να ξαναπεράσει από τα Γδόχια, πώς εκείνο το βράδυ στις 15 Σεπτεμβρίου ο Μπρώυερ, διοικητής του Φρουρίου Κρήτης, είχε διατάξει να καούν το πρωί τα γυναικόπαιδα που είχαν συγκεντρωθεί στο σχολείο και τα δύο σπίτια μαζί με τα κτίρια. Η διαταγή όμως αυτή ανεστάλη την αυγή στις 16 Σεπτεμβρίου, λίγες ώρες μόλις πριν πυρποληθεί το χωριό.
Παρά την ολοκληρωτική καταστροφή και την αρπαγή και λεηλασία από τους Γερμανούς, σώθηκαν σέ μερικά παράμερα δωμάτια, που έτυχε να μή φτάσει η φωτιά η να μείνουν μισοκαμμένα, αρκετά πράγματα σέ τρόφιμα και ρουχισμό, που θα βοηθούσαν πολλές οικογένειες που έμειναν ορφανές να συντηρηθούν για πολλούς μήνες, άν ασυνείδητοι χωριανοί δεν τα έκλεβαν. Και πρέπει να σημειωθεί εδώ, πώς oι Γερμανοί δεν επέτρεψαν στα γυναικόπαιδα να πάρουν απολύτως τίποτε, ούτε ένα ξεροκόμματο ψωμί για τα μικρά παιδιά, εκτός από τα ρούχα που φορούσαν.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Γεώργιου Εμμ. Δημητριανάκη, δασκάλου, «Ο ΜΥΡΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΥΡΩ ΧΩΡΙΑ», σελ. 387επ.)
ΤΑ ΓΔΟΧΙΑ
Αρχοντικό χωριό, χτισμένο σε συνοικισμούς, 22ΚΜ, από την Ιεράπετρα, υψόμετρο 225Μ
Το χωριό Γδόχια έδρα κοινότητας και σήμερα τοπικό Διαμέρισμα του Δήμου Ιεράπετρας παρουσιάζει εξαιρετικό περιηγητικό ενδιαφέρον. Φυσικά τοπία, ωραίες παραλίες, γραφικά εκκλησάκια στους λόφους, ευρύχωρη πλατεία με φοίνικες, παγκάκια και ηρώο των πεσόντων αγωνιστών των εθνικοαπελευθερωτικών πολέμων. Το 1881 απογράφονται 296 κάτοικοι και το 2001 73. Οι μόνιμοι κάτοικοι των Γδοχίων μαζί με μερικές οικογένειες ξένων που αγόρασαν και αναπαλαίωσαν παλιά σπίτια αγωνίζονται για την ανάπτυξη του χωριού που σιγά, σιγά αποκτά τις απαραίτητες υποδομές. Πλούσιο χωριό σε ιστορία και πολιτισμό, με απέραντους ελαιώνες, ωραίο ήπιο κλίμα χειμώνα καλοκαίρι, ελπίζει στο ξαναζωντάνεμα του. Τα παλιά αρχοντικά, μισογκρεμισμένα, πυρπολιμένα από την κατοχή, ορθώνονται σαν γλυπτά. Ένας ζωγραφικός πίνακας με φόντο το καταγάλανο του Λυβικού. Διηγούνται την ακμή, την δόξα, την ιστορία των Γδοχίων και περιμένουν να ξανακατοικηθούν.