1. Η Ονορίτισσα
Σ΄όλο τον κόσμο έβρεχε, σ΄ένα χωριό δεν βρέχει.
Κοντό να φταίνε τα μιαρά, κοντό να φταίνε ανθρώποι,
κοντό να φταίνε οι κοπελιές που κριματίζουν τς άντρες;
Δεν είναι ποιος να τώσε πει, να τώσε ξεδιαλύνει,
και τρέχου πάνε στου καδή, ρωτούν και το δεσπότη.
Μήδ΄ο δεσπότης τ΄άνιωσε, μηδ΄ο καδής το βρήκε.
Στη στράτα οντέ γυρίζανε κρυγοί κι αποκλαημένοι,
περάσανε ένα σύργιακο με τρίφυλλη καμάρα
κι εκειά, στα βούρκα τα πηχτά, στου γύρου τα καλάμια,
πετάχτηκεν αφορδακός κι αρχίνηξε να λέει:
-Δεξιά- ζερβά μην τρέχετε κι άλλο μην αφοράστε!
Μήδ΄οι γι ανθρώποι φταίξασι, μηδέ τα ζούμπερα ντως,
μηδέ και φταίνε οι γι όμορφες, ανέ κολάζουν τς άντρες.
Το φταίξιμο ΄ναι του παπά, όπου ΄ναι νιός και χήρος
και τη χηργειάν του δε βαστά και πίορκος λογάται.
Μόνο να πάτε ογλήγορα και μηνυτέψετέ του,
μην ξαναπιάσει θυμιατό, μη βάλει πετραχήλι,
και την καμπάνα τς εκκλησιάς να μην την ξαναπαίξει.
Γιατί πηγαίνει οντέ χτυπά σύναυγα πάσα σκόλη
μια -ν- ονορίτισσα αρφανή, μια κοντοχηρεμένη
όμορφη σαν το κόνισμα και κάνει το σταυρό τζη.
Οντέ θυμιάζει και περνά, τς ακροπατεί τον πόδα΄
οντέ κινά χερουβεικό, το μάτι τση σφαλίζει΄
οντό τση δίδει αντίντερο, τση γαργαλεί τη χέρα
κι οντέ απολεί την εκκλησιά, τήνε ξεμοναχιάζει!
`
ονορίτισσα,η : η ενορίτισσα
τώσε πει: τους το πει
τ΄άνιωσε: το ένιωσε, το κατάλαβε
κρυγοί: κρύοι, παγωμένοι
σύργιακο, το: η περιοχή γύρω από ένα ρυάκι
γύρου[ο γύρος]: η άκρη, η όχθη
αφορδακός, ο: βάτραχος
ζούμπερα, τα: τα ζωντανά, τα ζώα
οντέ, οντό: όταν
σύναυγα, τα: τα χαράματα
αντίντερο, το: το αντίδωρο
απολεί: τελειώνει, ολοκληρώνει