Ο Β παγκόσμιος πόλεμος ήταν ένας ακόμη πιο αηδιαστικός και φονικότερος
πόλεμος από τον Α παγκόσμιο. Ο κόσμος των συνόρων και των εθνικισμών
παράσερνε στην καταστροφή τους λαούς. Παρατηρώντας τον γκρεμνό που είναι
μπροστά μας καταλαβαίνομε την τραγωδία που ζούμε. Ποιος είπε το ΟΧΙ;
Αυτά λίγο –πολύ είναι γνωστά. Ο Μεταξάς που θαύμαζε τον εθνικοσοσιαλισμό
του Χίτλερ και κυβερνούσε βάσει των δικών του προτύπων μπορούσε να πει όχι;
Από τη μια ο λαϊκός φόβος, λίγο οι πιέσεις και η ιστορία τα έχει πια καταγράψει όλα.
Στο τέλος του πολέμου νικητές ποιοι ήταν; Κι αυτά τα αλλαξοβασιλίκια
με την συμμαχική επέμβαση και προστασία είναι γνωστά. Ιστορίες με σάρκα και αίμα!
Ο τόπος μας είναι πέτρα στη πέτρα. Είναι ένα πέτρινο ακρωτήρι με πολλά, μικρά και μεγαλύτερα, διάσπαρτα νησιά. Ένας λαός που πολεμά , ένας λαός πολύχρωμος και διψασμένος για μια καλύτερη εποχή. Φτωχός τόπος, φτωχός λαός αλλά κουβαλά τις κληρονομιές του. Τους αγώνες του, το φως του ήλιου, τη θάλασσα.
Ένας πέτρινος τόπος με αφάνταστες παραδόσεις, αγώνες και πνεύμα.
Οι μύθοι και τα παραμύθια μπορεί να μην υπήρξαν ποτέ αλλά υπάρχουν
πάντα κρύβοντας μικρές αλήθειες και σκοπούς κι έρχονται μέσα από τα βάθη
των αιώνων στων τραγουδιών τις λεύτερες στροφές.
Η Ελλάδα είναι οικουμενικός μύθος που γοητεύει ότι σκεπάζει ο ουρανός
κι ότι ο ήλιος βλέπει. Ελληνικότητα είναι ότι μας ενώνει με τον κόσμο
και πολεμά ότι εμποδίζει και χωρίζει τούτο τον κόσμο τον καλό.
Γυναίκες συναθλήτριες με τους άντρες στον αγώνα της ζωής.
Γλυκοκρέβατες γυναίκες! Παρηγοριά στο πόνο που θυσιαζόταν με αυταπάρνηση
και ήξεραν να σταθούν στα πάθη της φυλής αλλά και ξενυχτούσαν
στην αρρώστια και στον θάνατο. Πηγές της ζωής! Ένας λαός με πνευματικές
αξίες που με περίσσιο κόπο και μόχθο τις κρατά ζωντανές για να παίρνει
πάλι πράξη και να συνεχίζει τον αγώνα και το χρέος του. Κι έτσι η ζωή τραβάει
την ανηφόρα της…
Νύχτα πάνω στη νύχτα η πορεία στο μέτωπο. Άντρας ώριμος πια άφησε
την φαμίλια στο Λασιθιώτικο χωριό και παρουσιάστηκε στο στρατόπεδο,
στο Ηράκλειο, στη Χανιώπορτα, μέσα στις βενετσιάνικες στοές του Μεγάλου Κάστρου.
Από εδώ πήγε με τους άλλους επίστρατους στους Αγίου Αναργύρους στην Αθήνα.
Μαζί με την κουραμάνα τους έδιναν και λίγα τσιγάρα. Έτσι πρωτοκάπνισε
αλλά δεν του άρεσε και δεν το συνέχισε.
Με το τρένο συνέχισαν για το μέτωπο κι έτσι βρέθηκε πολυβολητής στο Καλπάκι.
Ανάταση και συναγερμός. Συνεπής στην αποστολή του, πολέμησε για το δίκιο.
Μάσησε τα σίντερα και τη φωτιά. Κοιμήθηκε στο χιόνι.
Δίπλα έβλεπε τους συμπολεμιστές να πέφτουν νεκροί κι αυτός λυσσούσε
πάνω στο πολυβόλο. Όρθιος, ασάλευτος, να τον πλημμυρίζει η λάβα της φωτιάς
κι αυτός στο χρέος της μάχης.
Σαν χτύπησε η σφαίρα την ταινία του πολυβόλου και την μοίρασε στα δυό,
κοίταξε τους νεκρούς συντρόφους στα πόδια του, όρμησε, ξαναόπλισε
και ξαναρίχτηκε στη μάχη. Αργότερα συλλογίστηκε ότι η ταινία σταμάτησε
τη σφαίρα που κατευθυνόταν στο κορμί του. Στη φωτιά του πολέμου γνώρισε
από κοντά τι είναι θάνατος αλλά και θέληση για ζωή. Απειλή κι ελπίδα.
Γνώρισε τον αγώνα που βάζει ζωή στο χρόνο, λευτεριά στη ζωή και στη ζωή δίκιο.
Οχτρός ήταν η τυραννία και ο φασισμός. Ήταν το άδικο που βίωνε η φυλή αιώνες μακρινούς και θεοσκότεινους. Αυτό το άδικο είχε γίνει η μοίρα μας.
Ο πόλεμος αυτός ενάντια στο φασισμό και στο ναζισμό ήταν πόλεμος ενάντια
στη μοίρα, σε αυτή τη μοίρα! Πόλεμος και θάνατος, βουητό από σφαίρες και βόμβες, ουρλιαχτά, σάρκα και αίμα με τα μολυσμένα, βρώμικα νερά και πεζοπορίες
στη λασπουριά η στο χιόνι μέσα στο βρόχο του θανάτου με την ελπίδα της ζωής.
Οι μαχητές νίκησαν τον πόλεμο και τις κακουχίες. Έζησαν το θαύμα και σώθηκαν
από θαύμα. Σαν άρχισε η οπισθοχώρηση πεζοί ξεκίνησαν για την επιστροφή.
Εκείνος έδενε κόμπο την ανησυχία μέσα του και άφηνε το ένστικτο της επιβίωσης
να ξαμοληθεί. Με δυο συντοπίτες βάδιζαν τη νύχτα και κρυβόταν τη μέρα.
Ο εχθρός είχε προχωρήσει και βρισκόταν μπροστά τους. Η αιχμαλωσία παραμόνευε.
Στα χωριά τους έδιναν ψωμί , τραχανά μέχρι και ξερά φασόλια. Κλεφτά –κλεφτά
έλεγαν τα νέα κι έφευγαν γρήγορα. Τα στρατιωτικά ρούχα, βρώμικα και
κουρελιασμένα τους έκαναν να μοιάζουν με φαντάσματα αλλά δεν τα αποχωριζόταν
ούτε μια στιγμή. Μαυροντυμένες γυναίκες τους έφερναν τα ρούχα του άντρα
ή του γιου αλλά προτίμησαν τα ρούχα που ήταν βαμμένα με το αίμα του πολέμου στο μέτωπο. Τα ρούχα της νίκης και της οπισθοχώρησης. Κάποιοι γέροντες τους
ψιθύριζαν στα αυτιά ότι αυτά τα αιματοβουτηγμένα ρούχα θα τους έσωζαν.
Να μην τα βγάλουν από πάνω τους παρά μόνο σαν φθάσουν στα σπίτια τους.
Πέρασαν βάλτους και κάμπους, βουνά και ποταμούς. Χιόνια και κρύο.
Τη νύχτα περπατούσαν και τη μέρα κρυβόταν βράζοντας φασόλια ανακατωμένα
με τραχανά στις καραβάνες. Κρυφά βγήκαν στην Πελοπόννησο αποφεύγοντας να τραβήξουν το δρόμο για την Αθήνα όπως πολλοί άλλοι.
Οι ναζί ήταν καλά οργανωμένοι στην πρωτεύουσα και η αιχμαλωσία παραμόνευε.
Ένας γέροντας σε ένα ορεινό χωριό τους αρμήνεψε τους μοναχικούς δρόμους για να φτάσουν στα νότια. Αυτός τους έδωσε ελπίδα αλλά και τα κακά νέα ότι οι φυλακισμένοι παραδόθηκαν στους ναζί επειδή ήταν αριστεροί. Εκείνος τους είπε για τη μάχη της
Κρήτης. Τους γιόμισε ένα παγούρι κρασί και τους αποχαιρέτησε.
Η πορεία στην νύχτα τους έβγαλε στο Γύθειο. Τα νέα που έφταναν ήταν άσκημα.
Βρήκαν ένα καΐκι και χαράματα έφτασαν στο νησί των πειρατών , την Γραμπούσα.
Εκεί έπεσαν στα χέρια των γερμανών. Τους οδήγησαν σε ένα σπηλιάρι και τους
έδωσαν ένα ξερόντακο με ένα ποτήρι κρασί. Ήπιαν νερό στη σπηλιά
και το άλλο πρωί θα τους οδηγούσαν στη διοίκηση, στα Χανιά.
Κάποιος ντόπιος ψαράς, που είχαν επιτάξει οι γερμανοί, τους αρμήνεψε μόλις
φτάσουν στην ακτή να βρουν τρόπο να ξεφύγουν γιατί θα τους στείλουν
σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Να την κοπανίσουν και να εξαφανιστούν στα βουνά.
Μόλις έφτασαν στο Καστέλι επιβιβάστηκαν σε ένα καμιόνι.
Σαν βγήκαν στο δρόμο πήδηξαν από τη καρότσα και χάθηκαν μέσα στις ελιές.
Έπρεπε να διασχίσουν την Κρήτη από την μια άκρη μέχρι την άλλη άκρη,
μέσα από τα βουνά μακριά από τις πόλεις και τα κεφαλοχώρια.
Μόλις οι δοσίλογοι έβλεπαν πλήθος να συγκεντρώνεται έπιαναν δουλειά
και οι γερμανοί επενέβαιναν. Όλο το νησί ήταν στη φωτιά και στις εκτελέσεις.
Ο θάνατος είχε εξουσιάσει τη ζωή. Στα χωριουδάκια χαροκαμένες γυναίκες
έψαχναν ένα μαντάτο. Δεν ήξεραν ποιοι ζούσαν και ποιοι σκοτώθηκαν.
Ποιοι γυρνούσαν και ποιοι δεν θα γυρνούσαν. Τα μνημόσυνα γινόταν
στις εκκλησίες για όλους και η ελπίδα για ένα σημάδι παραμόνευε στις ψυχές τους.
Τα έργα του ναζισμού έδειχναν το αποτρόπαιο πρόσωπο του.
Τα πτώματα μύριζαν στον αέρα όσο τίποτα άλλο. Η ζωή δεν είχε τιμή
και οι εκκλησίες μύριζαν θάνατο και αναμμένα κεριά. Οι φήμες της φωτιάς και των εκτελέσεων πλανιόταν στον αέρα. Μέσα στην έξαψη της βίαιης εισβολής,
της απελπισμένης αντίστασης και της καταστροφής όλα μύριζαν αίμα και μπαρούτι.
Δεν μιλούσε η γλώσσα αλλά το αίμα, η φωτιά, ο φόβος και η αγωνία για την τύχη αγαπημένων ανθρώπων. Δίσεκτοι καιροί, πόλεμος, χαλασμός και φρίκη.
Κλεφτά –κλεφτά διάβηκαν τις ρίζες στις Χανιώτικες Μαδάρες, πήραν δίπλα
τον Ψηλορείτη και έφτασαν στη Πεδιάδα. Το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά.
Αλλού θέριζαν, αλλού αλώνευαν. Ο πόλεμος του θέρους! Έκοψαν δρόμο
αποφεύγοντας τα μεγάλα χωριά . Οι χωρικοί τους αρμήνευαν τα πιο ήσυχα μέρη . Ρωτούσαν να μάθουν τα νέα και κουνούσαν τα κεφάλια κάνοντας το σταυρό τους.
Μεσημέρι ανηφόρισαν, οι τρεις φίλοι, τα Λασιθιώτικα βουνά. Ανέβηκαν
τον πετρότοπο και το απροσπέλαστο παλαιϊνό μονοπάτι με τις ανεγυρίδες,
ο ένας πίσω από τον άλλο. Όσο πλησίαζαν ούτε ζέστη τους έπιανε μα ούτε και τα καταξεσκισμένα άρβυλα τους εμπόδιζαν στα κακοτράχαλα. Μονοπάτι –μονοπάτι
ανέβαιναν, μονοπάτι – μονοπάτι κατέβαιναν. Ούτε κούραση λογάριαζαν μήτε
και φόβο είχαν. Αγωνία και κρυφή ελπίδα ότι τα βάσανα τελείωναν.
Λογάριαζαν πόσοι έφυγαν για το μέτωπο και πόσους θα ξαναέβρισκαν.
Πόσοι θα ήταν γεροί και δυνατοί και πόσοι μακελεμένοι από τη φωτιά του πολέμου. Σκεφτόταν τις φαμίλιες και σκούπιζαν τον ιδρώτα από το κούτελο τους.
Είχαν μάθει ότι στο Λασίθι ήταν Ιταλοί και ήταν πιο ήσυχοι. Το πρωί τους βρήκε να κατηφορίζουν τα βουνά αντικρύζοντας το Λασιθιώτικο κάμπο μες στην αφούρα.
Στη μέση του κάμπου η Κεφάλα, ο λόφος, ξεχώριζε ενώ γύρω ,στις ρίζες
των βουνών της Δίκτης, ίσα που διέκριναν τα χωριουδάκια με τα πετρόσπιτα.
Βούρκωσαν και αγκαλιάστηκαν. Κατηφόρισαν νοιώθοντας ορμή στη καρδιά.
Τα στήθια τους άνοιξαν. Πήραν το χωματόδρομο για τους κήπους.
Οι πατάτες είχαν φυτρώσει και οι δουλευτάδες με τους βωλοκόπους αυλάκιαζαν φτιάχνοντας κοψές και καταπότες. Ο νους ήπαιρνε στροφές, η θέληση έμοιαζε
με ατσάλι και η μνήμη, πιο δυνατά από πρώτα, έφερνε εικόνες μπροστά τους.
Άντρες και γυναίκες σταματούσαν τη δουλιά για να τους χαιρετήσουν.
Καιρός ήταν να μερώσουν οι πληγές τους. Από μακριά είδε το κήπο του χωριανού συμπολεμιστή στο μέτωπο. Διέκρινε τη γυναίκα με τα κοπέλια να δουλεύουν
κόντρα στον ήλιο αλλά εκείνος έλειπε. Να γύρισε, να μην γύρισε;
Στην οπισθοχώρηση, τούτος με το γείτονα του, βρέθηκαν κυκλωμένοι από τους ναζί.
Η παράδοση έδειχνε ο μόνος τρόπος για να επιζήσουν. Έσκαψαν το χιόνι κάτω
από ένα θάμνο και κρύφτηκαν. Σαν ένοιωσαν μέσα τους την ελπίδα της σωτηρίας
είδαν στο πάτο του λάκκου το πτώμα ενός ιταλού στρατιώτη.
Έμειναν μαζί του συντροφιά όλη τη μέρα μέχρι που πέρασαν οι ναζί.
Μετά ξανασκέπασαν με χιόνι, χώμα και πέτρες το λάκκο με τον πεθαμένο ιταλό.
Τα κατάφεραν να γυρίσουν; Ένας Θεός ξέρει!
Οι τρεις φίλοι στάθηκαν στο σταυροδρόμι. Ο λεύτερος αέρας είχε πιάσει δουλειά
και οι μύλοι άλεθαν γεμίζοντας τις στέρνες νερό από τα πηγάδια.
Ήπιαν νερό κι έπλυναν το πρόσωπο τους με τις φούχτες γεμάτες.
Χάιδεψαν τα γένια τους , αγκαλιάστηκαν και χώρισαν βουρκωμένοι.
Καθένας πήρε το χωματόδρομο που θα τον έβγαζε στο κήπο που δούλευαν
οι δικοί του. Ο άντρας κοίταξε τα δάχτυλα των ποδιών που έβγαιναν έξω
από τα διαλυμένα άρβυλα και χαμογέλασε. Περπατούσε γοργά βλέποντας
τους ανθρώπους να ξαφνιάζονται και να σταυροκοπιούνται.
Συνομιλούσαν μεταξύ τους αλλά εκείνος χανόταν γρήγορα αφήνοντας σκόνη
πίσω του. Ο ήλιος τον χτυπούσε στο πρόσωπο αλλά εκείνος προχωρούσε
μέσα στο χωματόδρομο και στα χωράφια για να κόψει δρόμο
και να συντομεύσει την απόσταση.
Έβλεπε στις ενετικές λίνιες τις αγελάδες να βόσκουνται διώχνοντας με την ουρά τις ενοχλητικές μύγες. Θωρούσε τους γαιδάρους να τραβούν το υνί ανοίγοντας
τα αυλάκια ανάμεσα στις πατατιές. Οι δαιμονοαίγες σηκωνόταν στα πισινά πόδια προσπαθώντας να φτάσουν τα φύλλα με τα άγουρα μήλα .
Τα ξυπόλητα κοπέλια έτρεχαν πίσω τους φωνάζοντας:ούχι!
Είδε τον ήλιο κατάμουτρα και τράβηξε κόντρα βλέποντας τα βουνά γύρω-τριγύρω.
Ο ήλιος ήταν στη κορυφή και κείνος ένοιωσε το σκίρτημα ότι φτάνει στο κήπο.
Από μακριά είδε τις σκιές να ανεβοκατεβάζουν τους βωλοκόπους
στο σκαμμένο χώμα με τις πατατιές. Στάθηκε για μια στιγμή και πλησίασε αργά –αργά. Πήδηξε την ενετική βάγκα και πλησίασε προς το μύλο με τα έξη πανιά.
Ένοιωσε να γλυκαίνει η ανηφοριά μέσα του. Σκούπισε τον ιδρώτα από τα
μάτια του και μίλησε με τη φωνή που του είχε απομείνει.
-Καλώς σας βρήκα!
Νεκροί είναι οι νεκροί και οι ζωντανοί είναι ζωντανοί. Όλα σταμάτησαν.
Κι ο αγέρας σταμάτησε και οι καμπίσιοι μύλοι σταμάτησαν να γυρίζουν.
Ο χρόνος σταμάτησε για λίγο και ξαφνικά ήλαμψε ο τόπος. ε τα κοπέλια…
Ότι νέα μαθαίναμε δεν έλεγαν για σένα τίποτα. Ούτε ένα ψιλό νέο να αναγαλλιάσει
ο νους… Μαυροντύθηκε και σου κάνει μνημόσυνα τώρα και δυο-τρεις μήνες.
Σήκωσε το κεφάλι και δεν είναι καιρός σκυφτός να μένεις. Στύλωσε το κορμί σου ,
δώσε αέρα και σέβας στο πρόσωπο σου και άμε στο χωριό να ετοιμαστείτε μέχρι
να ρθούμε κι εμείς. Μετά από τόσο καιρό θα στρώσομε τραπέζι και θα καθίσομε όλοι
μαζί να φάμε και να πιούμε. Θα ρθει κι ο κύρης με τη μάνα σου που αυλακιάζουν της αδερφής σου τις πατάτες. Περιμένει κι εκείνη μήπως γυρίσει ο άντρας της.
Θα περάσω εγώ να τους πάω το καλό χαμπάρι. Γύρισε ο πρώτος από τους τρεις
που φύγαν για το μέτωπο. Πιες τη ρακί, δοκίμασε κάτι από το καλάθι της πεθεράς
και σύρε να πας τα καλά μαντάτα». Στάθηκε για λίγο κατεβάζοντας μονορούφι
τη ρακί και συνέχισε: « Άντε να προλάβεις, αντί να βράζει στάρι και κόλυβα,
να στέσει τραπέζι που σαν ανθρώποι έχουμε λαχταρίσει! Εκεί θα μας πεις τα νέα σου.
Άντε πριν καταλάβουν τι γίνεται οι γειτόνοι ,γιατί δεν θα σε αφήσουν να φύγεις!
Εκειά θα μας πεις ποιοι ζούνε και σε ποιούς πρέπει να στήσομε ψαλμωδία
και μακαρία». Πήρε βαθιά ανάσα κι αναστέναξε,
«Άρχισε η τύχη να χαμογελά στην φαμίλια μας», μονολόγησε και σκούπισε
τα μουστάκια του.
Έτσι το ένα γιοφύρι μετά το άλλο τα πέρασε ο νέος άντρας και με τρομαχτική θωριά
και σβέλτες κινήσεις το έριξε στη τρεχάλα με γοργά κι ανάλαφρα ποδάρια!
Πήγαινε να βρει ότι λαχταρούσε με πόθο και λαχτάρα, αντάμα κι ο ήλιος άρχισε να κατεβαίνει σιγά-σιγά και να τον γυροκυκλώνει λούζοντας με φως τις πλάτες του.
Η οδύνη του πολέμου είναι πιο βαριά και από μυλόπετρα. Κι όμως ο νέος άντρας
ένοιωθε τον αέρα μέσα του να φυσά, να λυσσομανά, να ουρλιάζει.
Ο πόλεμος έφαγε τα νιάτα και πάλι είναι νύχτα. Μα η λαχτάρα της γυναίκας
είναι βαρύ μεθύσι. Φτερά στο άνεμο βγάζει για την επιθυμία . Σταγόνα δροσιάς.
Οι θύελλες και οι κατατρεγμοί θα φέρουν το φως για να φτάσει αυτός ο τόπος
τον υπόλοιπο κόσμο. Κι αν στο φως του ήλιου είναι σκοτάδι θα ξαγρυπνήσει
στη μεγάλη αγρύπνια που θα διώξει τα μαύρα σύννεφα καθώς ο ήλιος θα προβάλει λαμπερός πάνω από τα βουνά σαν το μεγάλο άστρο της λευτεριάς
και του καλέσματος για μια καλύτερη εποχή! Στην κατοχή, ενάντια στο ναζισμό
και φασισμό και στους ντόπιους τυράννους, είχε ήδη αρχίσει η αντίσταση
που επιζητούσε την απελευθέρωση για δίκαια και ειρηνική ζωή!
Οι προγόνοι και οι νεκροί, του πολέμου και της αντίστασης ,
από εκειά που κείτονται λόγια αντρειωμένου λένε! Κι εγώ, ικανά μοι νομίζω
ειρήσθαι καίτοι πολλά παραλιπών, αρκετά νομίζω ότι είπα αν και παρέλειψα πολλα!