Λέξεις, αυτές που έκρυψα
Λέξεις, αυτές που έκρυψα,
κοίταξε, από τον κήπο της μνήμης
διάλεξα τις λέξεις
εκεί μόνο δεν έχουν λιγοστέψει ακόμη
εκεί τις κρύβω,
μόνο εκεί υπάρχει χώρος τώρα πια.
Διάλεξα τις πιο σπάνιες,
λέξεις όπως ο Έρωτας και η Αγάπη
λέξεις, τι ωραία παιχνίδια έχω κάνει
με λέξεις,
με τις λέξεις ερωτεύτηκα,
πολύ πριν ο έρωτας γίνει κολάσιμη πράξη
με τις λέξεις αγάπησα,
πολύ πριν η αγάπη
χαρακτηριστεί απαγορευμένη,
με τις λέξεις ονειρεύτηκα
πολύ πριν ποινικοποιηθούν τα όνειρα
με τις λέξεις πέταξα στην υδρόγειο
με τα φτερά μου
τότε, που επιτρεπόταν τα ταξίδια.
Λέξεις, αυτές που έκρυψα
στο λαβύρινθο του νου
και τις ζέσταινα στη σπίθα της καρδιάς σου,
αυτή που κρατούσα στη φαντασία μου
για να υπάρχω, για να αναπνέω,
για να αντέχω, ερήμην τους.
Απόψε στη βροχή έφυγα κυνηγημένη
ήρθα να σε ξυπνήσω,
όπως τότε στον παλιό καιρό,
να σου μιλήσω για την προσωπική μου ήττα
την ήττα της ελεύθερης σκέψης μου,
ντρέπομαι, μα είναι αλήθεια
σχεδόν παραδέχτηκα
πως η ελεύθερη σκέψη στις μέρες μας
μπορεί και να είναι θανάσιμο αμάρτημα.
Ντρέπομαι, κι ας μην
το φανερώνουν οι πράξεις μου
κι ας το κρύβω επιμελώς ακόμη
κι από την ίδια τη συνείδηση μου
ντρέπομαι, μα συμβαίνει
και σ’ εσένα φαντάζομαι.
Ποιος αλήθεια μ’ έμαθε,
μέρα με τη μέρα
να φοβάμαι όλο και πιο πολύ
πόσο πηχτό σκοτάδι εκεί έξω,
μου είπαν να φοβάμαι τον άλλο
οποιονδήποτε δεν έμοιαζε μ’ εμένα,
οποιονδήποτε δεν έχει ίδιο χρώμα,
ίδια πιστεύω, ίδιες ιδέες, ίδια θρησκεία,
μια αόριστη θλιβερή απειλή
για να λοξοκοιτάζω καχύποπτα το μέλλον.
Μου ζήτησαν να υπακούω τυφλά
για την ασφάλεια μου,
μου ζητούν να υπηρετώ με ευλάβεια
θητεία στην παραφροσύνη
σε αόρατες μεταλλικές φωνές
μέσα από τηλεοράσεις,
μου χάρισαν μια μάσκα καλοσύνης
για να εντυπωσιάζω τους άλλους,
για να εξουσιάζω τους άλλους
αυτούς που η ζωή τους
δεν είναι τίποτα άλλο
από μια απλή και μικρή εκκρεμότητα
αυτή που προσβάλλει
την κοινωνική μου ευπρέπεια
και εναντιώνεται στο δήθεν
της παγκοσμιοποιημένης εποχής μου.
Με την ψευδαίσθηση της λύτρωσης
στη φυγή σου, χάνεσαι,
σπασμένο γέλιο, παγωμένη ανάσα
ώρα που προσπαθείς απεγνωσμένα
να περάσεις τα σύνορα
ώρα που φυσά ο αέρας
και γδέρνει ψυχές στα κύματα
ώρα που ανοχύρωτη η ελπίδα
σβήνει στα μάτια
κι η τέφρα της ανάμνησης του ονείρου
γίνεται λάσπη στα φύκια του βυθού.
Πόσα, στα χαλίκια άψυχα σώματα
αυτά που πέρασαν ξυπόλητα
συρματοπλέγματα, δρόμους, γέφυρες
που πλήρωσαν ακριβά τα ναύλα
για τα τοπία της ελευθερίας που δεν είδαν
για να καθρεφτίζεται η απελπισία
σε γυάλινα βλέμματα
για να δικαιώνεται στην απελπισία
ο θάνατος, ευσεβής πόθος.
Στα νερά του Αιγαίου, αιωρούνται
μαζί με τα χρωματιστά κουρελιασμένα ρούχα
και τα χεράκια των παιδιών,
της αθωότητας που σκόρπισε στον άνεμο
αφρός στα βράχια δίχως φεγγαρόφωτο
θαρρείς και μια φουσκάλα η ζωή
κι ύστερα, εμένα,
πώς να με χωρά ο ίδιος τόπος…
Τι να τα κάνω τα σταυρωμένα χέρια
και τα πρόσωπα τα μουσκεμένα δάκρυα
ποιόν θεό να παρακαλέσω για λύπηση
με ποια ακατέργαστη κραυγή να τον ξυπνήσω
για τους τόσο μοναδικά άτυχους
πρωταγωνιστές της διπλανής τραγωδίας,
αφού η μελαγχολία μου μοιάζει εκ του ασφαλούς
ανακουφιστική θλίψη
αφού δεν είμαι εγώ η μάννα που σπαραχτικά θρηνεί,
αφού η ψυχή ξεθώριασε ανάμεσα
σε καθησυχαστικά χαμόγελα και σάπιες υποσχέσεις.
Η άβυσσος επιδεικνύει το πέρασμα της
σε κέρινα σώματα,
απέκτησε και η δυστυχία πρόσωπο κοσμικό
θα το δεις, στις ειδήσεις
θα το διαβάσεις στις εφημερίδες.
Ξεφυλλίζω με λέξεις, σελίδες της μνήμης μου
αθόρυβα πνίγομαι μαζί σου
βουβά στη σιωπή που σε τύλιξε
μα θα κρατήσω τις λέξεις, ίσως Αύριο…
τις χρησιμοποιήσω εναντίον αυτών
που προσπαθούν να μου επιβάλλουν να πιστέψω
όχι εκείνα που αισθάνομαι, ούτε καν εκείνα που βλέπω,
αλλά αυτά που μου λένε
χωρίς να λογαριάζουν πως η θέληση μου
είναι πιο δυνατή και πιο πάνω
από τα κούφια τους λόγια.
Τελικά πόση γη έχει ανάγκη η ψυχή…
και πόσο φως η όραση για να δει την αλήθεια…
Αύριο… εν’ ονόματι της Αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα 10 Οκτώβρη 2015