Ποτισμένο με τα δάκρυα ανθρώπων που υπέφεραν μέχρι το θάνατό τους είναι το χώμα στην περιοχή της Χρυσοπηγής στο Ηράκλειο.
Η συνοικία με τα στενά σοκάκια και τα σπίτια που είναι χτισμένα στις πλαγιές και στις σπηλιές λεγόταν Μεσκινιά και για 187 χρόνια φιλοξένησε τους λεπρούς του νομού Ηρακλείου. Εκατοντάδες άνθρωποι στέγασαν τον πόνο αλλά και τα όνειρά τους σε σπίτια χωμένα μέσα στη γη και έζησαν εκεί μέχρι το 1904, όταν πήραν το δρόμο χωρίς επιστροφή για τη Σπιναλόγκα.
Η συνοικία με τα στενά σοκάκια και τα σπίτια που είναι χτισμένα στις πλαγιές και στις σπηλιές λεγόταν Μεσκινιά και για 187 χρόνια φιλοξένησε τους λεπρούς του νομού Ηρακλείου. Εκατοντάδες άνθρωποι στέγασαν τον πόνο αλλά και τα όνειρά τους σε σπίτια χωμένα μέσα στη γη και έζησαν εκεί μέχρι το 1904, όταν πήραν το δρόμο χωρίς επιστροφή για τη Σπιναλόγκα.
Παρά την αρρώστια και την ανέχειά τους, οι λεπροί προσπάθησαν να οργανώσουν το χωριό τους, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν η σπηλιά της Παναγίας, η εκκλησία τους, όπου σήμερα βρίσκεται ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής. Καθημερινά κατευθύνονταν προς το Μεγάλο Κάστρο και στριμώχνονταν στην Πύλη του Αγίου Γεωργίου (Λαζαρέτου) για να ζητήσουν ελεημοσύνη. Οσα χρήματα τούς περίσσευαν τα διέθεταν για να φτιάξουν την εκκλησία τους, όπου μέχρι και σήμερα υπάρχουν ασημένια δισκοπότηρα, ευαγγέλια και διάφορα αναθήματα της εποχής.
Έχοντας ζήσει στην περιοχή για 38 χρόνια ως προϊστάμενος του Ιερού Ναού Ζωοδόχου Πηγής, ο πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Μακράκης συγκέντρωσε στοιχεία για τους λεπρούς της Μεσκινιάς και συνέγραψε την ιστορική μελέτη «Η Μεσκινιά του Μεγάλου Κάστρου». Στον πρόλογο του βιβλίου του κάνει λόγο για τους χανσενικούς της περιοχής, ανάμεσα στους οποίους ήταν και δύο ιερείς και σε όλους αυτούς αφιερώνει το έργο του. Εκεί αναφέρει, μεταξύ άλλων, «στη θύμησή μου έρχονται οι μαρτυρικές μορφές των προκατόχων μου ιερέων, παπα-Γιάννη από τη Φουρνή Μιραμπέλλου και παπα-Γιωργάκη από την Αγία Βαρβάρα Μαλεβιζίου, καθώς και των άλλων λεπρών χριστιανών αδελφών μου, οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή της Μεσκινιάς, της σημερινής Χρυσοπηγής». Ο πατήρ Ιωάννης γράφει ότι νιώθει δίπλα του τις τραγικές αυτές ανθρώπινες υπάρξεις, με το δέρμα τους γεμάτο από άσπρες και κόκκινες βούλες που τους δημιουργούσαν μια ανυπόφορη φαγούρα, με ξεφλουδισμένα και παραμορφωμένα τα χέρια, τα πόδια, τα πρόσωπα και όλο τους το σώμα.
«Δεν υπάρχει φοβερότερο και τρομερότερο θέαμα από έναν λεπρό. Τα πολυώδυνα βάσανα και οι αβάσταχτοι πόνοι του δεν παραβάλλονται με άλλους πόνους και δυστυχίες σε αυτό τον κόσμο», σημειώνει ο πατήρ Ιωάννης.
Στην ενορία της Χρυσοπηγής τοποθετήθηκε το 1969, τη χρονιά που απομακρύνθηκαν από τις σπηλιές, όπου άλλοτε κατοικούσαν οι λεπροί, διακόσιες οικογένειες τρωγλοδυτών, οι οποίες μεταφέρθηκαν στις εργατικές κατοικίες των Δειλινών. Από τότε και μέχρι τη συνταξιοδότησή του, έχοντας στο πλευρό του τους κατοίκους της Χρυσοπηγής, εργάστηκε για την επέκταση του ναού και την αναβάθμιση της ενορίας.
Οι χριστιανοί λεπροί της Μεσκινιάς μετέτρεψαν μια από τις 165 σπηλιές της περιοχής σε εκκλησία και την αφιέρωσαν στην Παναγία. «Τα χρήματα για τη διαρρύθμιση της σπηλιάς σε εκκλησία, δηλαδή για ιερά σκεύη, καντήλια, άγιες εικόνες και λειτουργικά βιβλία, τα πρόσφεραν οι λεπροί πλουσιοπάροχα από το υστέρημά τους», γράφει ο πατήρ Ιωάννης Μακράκης, ενώ προσθέτει ότι μετά το 1850 ο αριθμός τους είχε αυξηθεί τόσο πολύ που ανέλαβαν την πρωτοβουλία για επέκταση της εκκλησίας, προκειμένου να χωράνε όλοι.
Έτσι δημιουργήθηκε το νέο κλίτος που αφιερώθηκε στον Άγιο Νικόλαο και αργότερα κατασκευάστηκε ένα ξυλόγλυπτο τέμπλο, το οποίο βρίσκεται μέχρι και σήμερα στον ιερό ναό της Ζωοδόχου Πηγής.
Στην ιστορική μελέτη αναφέρεται ότι ο πρώτος ιερέας που εντοπίζεται στα τουρκικά έγγραφα ήταν ο παπα-Γιάννης, ο οποίος ήταν λεπρός και πέθανε το 1861. Το ίδιο διάστημα μεταφέρθηκε στο λεπροχώρι ο παπα-Γιωργάκης, λεπρός κι αυτός.
Εμπνευσμένος από το έργο των προκατόχων του, αλλά και από τον αγώνα των χανσενικών να φτιάξουν την εκκλησία τους, ο πατήρ Ιωάννης Μακράκης άρχισε να συγκεντρώνει στοιχεία για την ιστορική του μελέτη. Σε διάστημα πέντε περίπου ετών κατάφερε να συγκεντρώσει το υλικό του.
Σημαντική πηγή στοιχείων ήταν η Βικελαία Βιβλιοθήκη, όπου βρήκε τούρκικους κώδικες. Εκεί εντόπισε και έναν κατάλογο λεπρών της Μεσκινιάς του 1852. Ομως ταλαιπωρήθηκε πολύ να βρει μεταφραστή για την προκεμαλική γραφή. Επίσης, σε μοναστήρια αναζήτησε και βρήκε βιογραφικά στοιχεία για τους κληρικούς που είχαν διακονήσει στην περιοχή.
Ο Μεχμέτ πασάς του Μεγάλου Κάστρου εξέδωσε διαταγή το Σεπτέμβριο του 1717 να μεταφερθούν όλοι οι λεπροί της περιοχής στους μαγαράδες (σπηλιές) του Μαρουλά, που μετονομάστηκε σε Μεσκινιά. Οπως γράφει ο πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Μακράκης, οι άνθρωποι αυτοί απομονώθηκαν γιατί «προκαλούσαν την αηδία των άλλων πολιτών με την παρουσία τους».
Ακόμη σημειώνει ότι οι ασθενείς μπορούσαν να επισκεφθούν τα γύρω χωριά και να πλησιάσουν το Μεγάλο Κάστρο μέχρι την είσοδο του Αγίου Γεωργίου (Λαζαρέτου) για να ζητιανέψουν, αφού μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα δεν έπαιρναν κανένα βοήθημα. Ωστόσο, το 1852, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, όταν διοικητής του Μεγάλου Κάστρου ήταν ο Βελιουδίν πασάς, ξεκίνησε η διανομή μιας οκάς ψωμιού την ημέρα σε κάθε άρρωστο.
Οι συνθήκες διαβίωσής τους ήταν άθλιες. Κατοικούσαν μέσα στις σπηλιές και μετέφεραν νερό από τα γύρω πηγάδια. Τις χρονιές όμως που υπήρχε ανομβρία, οι ιδιοκτήτες των πηγαδιών δεν επέτρεπαν στους λεπρούς να πάρουν νερό. Μετά από τις επίμονες προσπάθειές τους το 1890 κατασκευάστηκε ένας χαζινές (τουρκόβρυση), που υπάρχει μέχρι και σήμερα στη Χρυσοπηγή.
Αρκετοί ήταν εξαθλιωμένοι και είχαν εγκαταλειφθεί τελείως. Στην ιστορική μελέτη «Η Μεσκινιά του Μεγάλου Κάστρου» περιλαμβάνεται αναφορά του Αυστριακού γιατρού και βοτανολόγου Σίμπερ, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Κρήτη το 19ο αιώνα. Εκεί τονίζεται στο βιβλίο ότι «πήγαμε στο προάστιο των λεπρών. Οι μισοί κατοικούν σε υπόγειες τρύπες και άλλοι σε κάτι άθλιες καλύβες. Πολλών απ’ αυτούς έχει πάθει το μυαλό τους και φαίνονται σαν κοιμισμένοι, άλλοι πάλι είναι μοχθηροί και άλλοι επίβουλοι και κακοήθεις, καθώς ζουν χωρίς καμία τάξη και επιτήρηση και έχουν τελείως εγκαταλειφθεί, τους περιφρονεί όλος ο κόσμος και αυτοί ζουν μια αδιάντροπη ζωή».
Μετά την επίσκεψή του στο νησί ο καθηγητής γεωλογίας και βοτανολογίας Βίκτωρ Ρολέν έγραψε τα εξής: «Τους απαγορεύεται να κάνουν εμπόριο, ακόμη και να πωλούν τα αβγά των πουλερικών τους από φόβο μη μεταδοθεί η ασθένεια. Είναι υποχρεωμένοι να ζουν απ’ ό,τι παράγουν από τα κηπούλια τους και από ελεημοσύνες». Ο ίδιος σημείωνε ότι αν και το 1838 σε όλη την Κρήτη ζούσαν περίπου 300-400 λεπροί, δύο δεκαετίες μετά είχαν αυξηθεί σημαντικά και απέδιδε την εξάπλωση στο γεγονός ότι είχαν το δικαίωμα να παντρευτούν μεταξύ τους.
Μια τραγική ιστορία έρχεται στο φως από το σύγγραμμα του πλοιάρχου του Αγγλικού Ναυτικού Σπρατ του 1865, την οποία συμπεριέλαβε στο βιβλίο του ο πατήρ Ιωάννης. Εκεί γίνεται λόγος για τους λεπρούς στην Πύλη του Λαζαρέτου.
Ανάμεσά τους ήταν ένας πολύ άρρωστος άνδρας, ο οποίος ήταν ακόμη πιο δυστυχισμένος γιατί λίγες ημέρες νωρίτερα έμαθε πως η 18χρονη κόρη του ασθένησε. Δίπλα του είχε την κοπέλα, η οποία δεν έμοιαζε να έχει καμία αρρώστια και ήταν πολύ περιποιημένη. Κοντά τους ήταν κι ένα ζευγάρι με ένα μωρό. Οι δύο νέοι άνθρωποι, όπως και πολλοί άλλοι χανσενικοί, απομακρύνθηκαν από τα χωριά τους και μεταφέρθηκαν στη Μεσκινιά. Γνωρίστηκαν, αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν. Μετά απέκτησαν και ένα παιδί, που χωρίς και αυτό να το επιλέξει μεγάλωσε στον κόσμο των λεπρών, μέσα σε σκοτεινές και γεμάτες υγρασία σπηλιές, που υπάρχουν σήμερα κάτω από τα θεμέλια σπιτιών. Άλλες έχουν μπαζωθεί και κάποιες άλλες χάσκουν στην άκρη του δρόμου και φιλοξενούν κάθε είδους παράνομη δραστηριότητα. Κι όμως αποτελούν κομμάτι της ιστορίας και κρύβουν μέσα τους τον πόνο των ανθρώπων που πέρασαν εκεί τα χειρότερα χρόνια της ζωής τους.
119 άτομα ζούσαν στη Μεσκινιά το 1852 και τα εννέα απ’ αυτά δεν έπασχαν από τη νόσο του Χάνσεν
4 ήταν τα λεπροχώρια στην Κρήτη και συγκεκριμένα βρίσκονταν στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο, στα Χανιά και στην Ιεράπετρα
187 χρόνια έζησαν λεπροί στην περιοχή της Μεσκινιάς. Το 1904 μεταφέρθηκαν στη Σπιναλόγκα.
ΠΗΓΗ - http://www.goodnet.gr