Ο αδερφός μου έφυγε πάμφτωχος από τη ζωή. Εκανε συναυλίες αφιλοκερδώς για να σώσει την Ελλάδα από τη χούντα και την Κύπρο από την Τουρκία και στο τέλος κάναμε αγώνα για να "φύγει"αξιοπρεπώς... Με τα λόγια αυτά η αδερφή του μεγάλου ερμηνευτή της Κρήτης Νίκου Ξυλούρη, Ζουμπουλία, τριάντα πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής. Η «Espresso» ταξίδεψε στα Ανώγεια και συνάντησε τη θεματοφύλακα του μουσείου του Ξυλούρη, έτσι όπως η ίδια έχει δημιουργήσει το πατρικό σπίτι της οικογένειας.
Μαυροφορεμένη μονίμως από τότε που "έφυγε"ο πολυαγαπημένος αδερφός της, η Ζουμπουλία Ξυλούρη τρατάρει όποιον επισκέπτη μιλάει για εκείνον. «"Εφυγε"
44 ετών και ο πόνος μου παραμένει ο ίδιος. Σαν να έφυγε χθες» λέει και τα μάτια της 80χρονης γυναίκας γεμίζουν δάκρυα. Στο μικρό ολόλευκο σπίτι που δεσπόζει στη μέση των Ανωγείων τα πάντα θυμίζουν τον τραγουδιστή. Προτομές, αγάλματα, οδοί, αφίσες. Το οίκημα έχει παραμείνει ίδιο, όπως η οικογένεια Ξυλούρη το έχτισε το 1941, μετά την ολική καταστροφή του χωριού από τους Γερμανούς.
Δημοσιεύματα
Στους τοίχους υπάρχουν παντού δημοσιεύματα, φωτογραφίες, κειμήλια, τάματα από θαυμαστές του μεγάλου ερμηνευτή. Η κυρά Ζουμπουλία άλλοτε με δάκρυα και άλλοτε με χαμόγελο λέει μαντινάδες για τον αδερφό της. «Αν μας είχε ακούσει και είχε πάει να δει την πνευμονία έγκαιρα, ο Νίκος ίσως να ζούσε τώρα. Επαθε καρκίνο και ούτε προλάβαμε να τον χαιρετήσουμε» λέει με παράπονο.
Ηταν μικρό παιδί όταν η Ζουμπουλία Ξυλούρη με τα άλλα δύο αδέρφια της και τους γονείς τους μάζεψαν μέσα σε μία ώρα τα πράγματά τους, τα φόρτωσαν στα γαϊδουράκια και ξενιτεύτηκαν σε άλλο χωριό, όταν οι Γερμανοί άρχισαν να λεηλατούν και να καίνε σπίτι σπίτι τα Ανώγεια της Κρήτης. «Δύο μήνες έκαιγαν και λεηλατούσαν το χωριό μας. Ηρθαν και ζητούσαν να τους δώσουν τα γυναικόπαιδα. Οι αντάρτες, μαζί και ο μπαμπάς μου, είχαν προλάβει και έσωσαν πολλούς συγχωριανούς. Ομως οι Γερμανοί πήραν τριάντα κοπέλες σαν τα κρύα τα νερά για την "αγγαρεία", όπως την έλεγαν».
Τα βουρκωμένα μάτια της Ζουμπουλίας Ξυλούρη φανερώνουν οργή, πικρία, πόνο για τις κακουχίες που πέρασαν εκείνη και οι δικοί της άνθρωποι. «Ολη η οικογένειά μας ζούσε από ένα καφενείο που είχαμε. Οταν
το έκαψαν οι Γερμανοί, μαζέψαμε τα πράγματά μας και ξενιτευτήκαμε. Αργότερα, επιστρέφοντας στο χωριό, δεν βρήκαμε τίποτα. Είχαν καεί όλα. Τα πάντα. Θυμάμαι τον πατέρα μου, λεβέντη Κρητίκαρο, τα βράδια να σιγοκλαίει. Φοβόταν ότι δεν θα καταφέρει να θρέψει την οικογένειά του. Πούλησε ένα αμπέλι που είχαμε και φτιάξαμε ένα δωμάτιο για να βάλουμε τα κεφάλια μας μέσα και να ζήσουμε».
Η φιλόξενη κυρά Ζουμπουλία διακόπτει τη συζήτηση. Φτιάχνει καφέ. Αλλοτε μονολογεί, άλλοτε μας επεξηγεί τις φωτογραφίες που είναι κρεμασμένες στους τοίχους. Αλλωστε είναι τόσες πολλές, που θα έπαιρνε μέρες για να τις περιγράψει. Τη ρωτάμε για την τελευταία φορά που τον αντίκρισε. «Ηταν σε μια συναυλία που έδινε τότε στα Χανιά με την Αννα Βίσση.
»Είχε αγοράσει και ένα οικόπεδο σε έναν λόφο και εκεί ήθελε να γεράσει και να πεθάνει. Είχε αγοράσει και εκατό κατσίκια για να τρώνε μαζί με τους φίλους του και να γλεντάνε. Ηταν όμως ήδη καταβεβλημένος. Εβηχε
συνεχώς. Δεν σταματούσε. Θυμάμαι ήρθε εδώ στο σπίτι και ο κόσμος τού ζητούσε αυτόγραφα. Εκείνος έδινε και έβηχε. Ομως δεν πήγαινε σε νοσοκομείο. Φοβόταν.
»Οι γιατροί που πήγαιναν στο σπίτι τού έλεγαν: "Ψύξη και κρύωμα βαρύ". Και αυτό του γύρισε σε καρκίνο» περιγράφει και συνεχίζει: «Η μάνα μου στενοχωριόταν και του έλεγε: "Γιατί, ρε Νίκο, πας και κάνεις συναυλίες για τον ξένο κόσμο και για την υγεία σου δεν μπαίνεις σε ένα νοσοκομείο να γίνεις καλά;".
»Και εκείνος, όταν ήταν ήδη πολύ αργά, της είπε: "Η βλακεία μου, μάνα, με έφαγε και θα πεθάνω". Πήγε στο Memorial στην Αμερική. Εκεί οι γιατροί διαπίστωσαν ότι όλα τα ζωτικά του όργανα ήταν σάπια. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Ηταν ήδη αργά». Τα μάτια της κυρά Ζουμπουλίας γεμίζουν δάκρυα. Λες και μιλάει για ένα γεγονός που συνέβη πριν από λίγες ώρες. «Οταν τον είδαμε στο δωμάτιο του Ευαγγελισμού ήταν με τις πιτζάμες. Επαιζε το κομπολογάκι του κι έβηχε. Η μάνα μου προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Του μιλούσε και πήγαινε στη γωνιά και έκλαιγε. Οταν ήρθε από την Αμερική ο Νίκος, έκλαιγε μέρα νύχτα. Δεν ήθελε να πεθάνει. Είχε όμως τελειώσει».
Με κρητική ντοπιολαλιά η Ζουμπουλία Ξυλούρη αναφέρει πρώτη φορά και το όνειρο της μάνας τους προτού πεθάνει ο Νίκος.
«Πριν μπει ο Νίκος στον Ευαγγελισμό και από εκεί τον στείλουν στο Memorial, η μάνα μας ήταν ανήσυχη. Πολύ ανήσυχη. Εκείνη ήταν στα Ανώγεια και ο Νίκος στην Αθήνα, χωρίς να ξέρει τίποτε για την υγεία του. Εδώ στο σπίτι είχαμε μια κληματαριά που την είχαμε κόψει, επειδή τα σταφύλια λέρωναν τους τοίχους. Βλέπει η μάνα μας λοιπόν ένα όνειρο τέσσερις μήνες προτού πεθάνει ο Νίκος, ότι η κληματαριά που είχαμε είχε τρεις
βλαστούς. Και κάποιος της έκοψε τον μεγαλύτερο βλαστό. Σηκώνεται το πρωί από τον ύπνο της και άρχισε να κλαίει. "Ο Νίκος κάτι κακό έχει και δεν μου το λέτε". Εκανε σαν να προνοούσε τον θάνατό του. Μας έλεγε λοιπόν η μάνα μου ότι ο Νίκος θα πεθάνει, δεν γλιτώνει. Ηρθαν και γειτόνισσες να την καθησυχάσουν, αλλά εκείνη είχε προνοήσει τον θάνατό του. Παίρνει τηλέφωνο στην Αθήνα. Το σηκώνει η γυναίκα του, η Ουρανία. "Μαμά, ο Νίκος κοιμάται"της απαντάει. "Ξύπνησέ τον, θέλω να του μιλήσω". Και τον ξύπνησε. Και του λέει: "Πήγαινε, παιδί μου, να γίνεις καλά. Θα πεθάνεις!"».
Η στενοχώρια όμως των δυο γονιών για τον μεγάλο τραγουδιστή έμενε να αποβεί μοιραία για εκείνους. Ο πατέρας του Νίκου, Γιώργης, πέθανε από τον καημό του όταν η χούντα τον απέκοψε από παντού, με αποτέλεσμα ο τραγουδιστής ούτε να μπορεί να δουλέψει ούτε και να ακούγεται στην τηλεόραση και στα ραδιόφωνα. Η μάνα του, μόλις πληροφορήθηκε για τον καρκίνο του γιου της, έπαθε εγκεφαλικό και έμεινε ανάπηρη στο κρεβάτι. Και ο Νίκος τελείωσε μέσα σε λίγες εβδομάδες...
Ο Νίκος ήταν φαινόμενο από την ηλικία των 12
Στους τοίχους του μικρού ολόλευκου σπιτιού η κυρά Ζουμπουλία έχει φωτογραφίες από τα πρώτα χρόνια του αδερφού της στο τραγούδι. «Ο Νίκος σε ηλικία 12 χρόνων ήξερε όλους τους σκοπούς. Επαιζε λύρα και τραγουδούσε. Σε ηλικία 15 ετών καθόταν στα πανηγύρια που τον καλούσαν και δημιουργούσε τα ριζίτικα τραγούδια. Τα εμπνεόταν.
Κάποτε, όταν η Λιάνα Κανέλλη του είπε "Νίκο, σου αρέσει να σου λένε ότι είσαι βεντέτα", της απάντησε: "Οχι! Είμαστε τρία αδέρφια το ίδιο ισάξια και κοιτάζουν να μας χωρίσουν. Να μας κάνουν κακό. Είμαστε λαϊκοί άνθρωποι και τίποτα παραπάνω". Ο αδερφός μου δεν είχε τελειώσει ούτε το δημοτικό σχολείο και όμως ήξερε να στέκεται με σοφία και στη σκηνή και στις συζητήσεις, παντού, λες και είχε βγάλει το πανεπιστήμιο». Οπως λέει σήμερα η Ζουμπουλία Ξυλούρη, οι γονείς τους ήταν αντίθετοι στο να γίνει ο αδερφός της τραγουδιστής.
Το σχολείο
«Ο πατέρας μου του έλεγε συνεχώς: "Νίκο, είναι κακή τέχνη το τραγούδι. Θα αρρωστήσεις. Μην πας". Εκείνος τίποτα. Επαιρνε δύο ξύλα, τα χτύπαγε και έτσι έφτιαχνε τους ρυθμούς. Πάει μια μέρα ο πατέρας μου στον δάσκαλο, αφού έβλεπε ότι ο Νίκος δεν σταματούσε το σχολείο, και τον ρωτάει: "Τι να κάνω, δάσκαλε, με τον Νίκο;". Και ο δάσκαλος του λέει: "Πάρ'του μια λύρα και άσ'τον. Ο Νίκος θα φτάσει στον ουρανό"». Και ο Νίκος Ξυλούρης έφτασε στον ουρανό!
«Εκανε συναυλίες για την Κύπρο»!
Σε ηλικία 17 ετών ο Νίκος Ξυλούρης αποφασίζει να φύγει από τα Ανώγεια και να ανοίξει δικό του μαγαζί στο κέντρο του Ηρακλείου. «Εκεί γινόταν ένας χαμός. Ολοι ζητούσαν από τον Νίκο να τους τραγουδάει μερόνυχτα. Τόσο πολύ τον αγαπούσαν. Ομως λάτρευε τόσο πολύ την Κύπρο, που ο κόσμος ευχαριστιόταν με τη φωνή του, που πολλές φορές γύριζε σπίτι και δεν έφερνε ούτε φράγκο. Ο πατέρας μας τον ρωτούσε: "Παιδί μου, βγάζεις λεφτά;"και εκείνος, για να μη στενοχωρήσει τον μπαμπά μου, του απαντούσε: "Πολλά, πάρα πολλά, μπαμπά".
»Εκεί τον άκουσε και ο Μαρκόπουλος και του ζήτησε να ανέβει στην Αθήνα. "Κρίμα, Νίκο, να χαραμίζεται εδώ κάτω τέτοια φωνή"του έλεγε, μέχρι που τον έπεισε. Και μπαίνουν στο στούντιο και ο Νίκος γίνεται πρώτο όνομα. Σκέψου ότι ο αδερφός μου ήταν τόσο καλός χαρακτήρας, που, αν και χρωστούσε το δάνειο για το σπίτι που είχε πάρει στην Αθήνα, αντί να δουλέψει για να το ξεπληρώσει, έκανε συναυλίες στην Αμερική και στην Ελλάδα για να βοηθήσει την Κύπρο. Τέτοιος χαρακτήρας ήταν ο Νίκος. Μόνο να δίνει».
Βάφτιζε όσους δεν είχαν λεφτά
Λίγο προτού φύγουμε από τα Ανώγεια, η Ζουμπουλία Ξυλούρη μας μιλάει για την καλοκάγαθη ψυχή του αδερφού της: «Πάντρευε και βάφτιζε όσα παιδιά δεν είχαν λεφτά να κάνουν το μυστήριο. Ακόμη και αν τον έβρισκαν στον δρόμο και δεν είχε λεφτά, πήγαινε, ζητούσε από ένα μαγαζί και τους έλεγε: "Είμαι ο Ξυλούρης, μωρέ, και θα σας τα φέρω απόψε το βράδυ". Και τους πήγαινε τα λεφτά για να μη χρωστάει σε κανέναν».
Νίκος Νικόλιζας
http://www.espressonews.gr/