Στα χρόνια, της τουρκοκρατίας ένας νεαρός Τούρκος έμαθε πως σε μια «πέζα»,
(επίπεδο μέρος,κάτι σαν εξώστης,στο πλάι του γκρεμού), άγρια μελίσσια είχαν τις κερήθρες με το μέλι τους. Σκέφτηκε να επιχειρήσει το κατέβασμα στην πέζα. Εγχείρημα πολύ επικίνδυνο. Αλλά και το μέλι μεγάλος πειρασμός! Βρήκε χοντρό σκοινί (βουρλιά), φτιαγμένο από βούρλα.
Το έδεσε σφιχτά σε βράχο στην κορυφή του γκρεμού. Πιο πέρα ήταν ,τότε, το εκκλησάκι του Άι Γιάννη. Σκέφτηκε, αν και μουσουλμάνος, πως η βοήθεια του Αγίου ήταν απαραίτητη για την αποκοτιά του. Στράφηκε, λοιπόν, προς το μοναστήρι και λέει:
«Άι Γιάννη,βοήθησέ με, κι εγώ θα σου δώσω το μισό από το μέλι, που θα βρω».
Παίρνοντας θάρρος, έπιασε το σκοινί και σε λίγο ήταν πάνω στην πέζα. Κάτω έχασκε ο γκρεμός.Έβαλε το κερόμελο,τις γεμάτες μέλι κερήθρες, σε σακούλι. Το κρέμασε στο ώμο. Έπιασε τη βουρλιά και σιγά σιγά, με προσοχή, αναρριχήθηκε στην κορυφή. Μόλις ανέβηκε, το μάτι του έπεσε στο εκκλησάκι.Να δώσει το μισό μέλι, που υποσχέθηκε, στον Άγιο ούτε λόγος.Προκλητικά, μάλιστα, στράφηκε προς τα εκεί και είπε: «Μέλι δε θα πάρεις Άι Γιάννη.Πάρε καλύτερα τα σκ…… μου».
Το άκουσαν τα χριστιανόπουλα βοσκάκια και έφριξαν! Είπε αυτά και ξεκίνησε να φύγει. Όμως την τελευταία στιγμή θυμήθηκε πως πάνω στην πέζα είχε ξεχάσει το όμορφο ασημοστολισμένο μαχαίρι του, που πρόσφατα είχε αγοράσει. Να το αφήσει εκεί δεν το έκανε η καρδιά του. Γύρισε, έπιασε το χοντρό σκοινί και ξανακατέβηκε στην πέζα. Βρήκε το μαχαίρι,το έβαλε στη μέση και άρχισε, χεριά- χεριά στο σκοινί, να ανεβαίνει. Είχε σχεδόν φτάσει στην κορυφή. Κοίταξε προς τα πίσω.
Ο βαθύς γκρεμός έχασκε απειλητικός. Έφερνε ζάλη. Γυρνά το βλέμμα προς τα βράχια της κορυφής. Είδε και πάγωσε το αίμα του.Την ώρα εκείνη μεγάλος όφις (φίδι),χοντρός σαν το σκοινί, κατέβαινε στα βράχια δίπλα από τη βουρλιά.
Του φάνηκε πως ερχόταν καταπάνω του.Κράτησε με το ένα χέρι το σκοινί. Με το άλλο τράβηξε από τη μέση το μαχαίρι και άρχισε να χτυπά αλλόφρονας, δεξιά και αριστερά, για να σκοτώσει τον όφι, που όλο και πλησίαζε.
Μια μαχαιριά, όμως, βρίσκει το σκοινί, το κόβει και ο νεαρός Τούρκος κατρακύλησε στο γκρεμό. Χτυπούσε στα πλάγια του γκρεμού,στα μυτερά βράχια.Το σώμα του πληγώθηκε θανάσιμα.
Σε λίγο κείτονταν ακίνητος και άψυχος στο βάθος του γκρεμού. Δεν πρόφτασε να γευτεί ούτε μια στάλα μέλι. Απροσεξία ή θεία δίκη και παραδειγματική τιμωρία για την ασέβειά του? Ο παππούς μου αλλά και όλοι οι άλλοι, που το διηγούνταν, πίστευαν το δεύτερο…
Για την εποχή της τουρκοκρατίας πολλές ήταν οι διηγήσεις από τους γέροντες του χωριού.
Μια απ’ αυτές αναφέρεται στο πάθημα ενός νεαρού Τούρκου στην περιοχή του Άι Γιάννη, στο Μελιτερό.
Είναι μια τοποθεσία μερικά χιλιόμετρα από το χωριό,Απίδι Σητείας νοτιοδυτικά του Αγίου Αντωνίου.
Δεν είμαι σίγουρος, αν την ονομασία του οφείλει στο περιστατικό, που παραθέ-
τω. Μου τη διηγήθηκε ο αείμνηστος παππούς μου Γεώργιος Γιακουμάκης. Εκτός τις ιστορίες από τους πολέμους, στους οποίους έλαβε μέρος, από το 1912 έως το 1922,ακούαμε με ιδαίτερο ενδιαφέρον και άλλες για θρύλους,παραδόσεις και παραμύθια.Και είχε ένα δικό του, ξεχωριστό τρόπο, να κρατά αμείωτη την προσοχή μας!
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΑΚΗΣ