Η τσικουδιά είναι ένα αυθεντικό Κρητικό προϊόν συνδεδεμένο άρρηκτα με τον τρόπο ζωής, φιλοξενίας και διασκέδασης των Κρητικών. Είναι μέρος της παράδοσης και της ιστορίας της Κρήτης.
Από πολύ παλιά, άχρωμα αλκοολούχα ποτά παράγονταν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο (τσίπουρο, ούζο αράκ, γκράπα, ζιρβανία).
Στην Κρήτη το αντίστοιχο ποτό είναι η γνωστή σε όλους μας τσικουδιά, η οποία κατατάσσεται στην κατηγορία των πλέον δυνατών αλκοολούχων ποτών.
Η λέξη τσικουδιά προέρχεται από τα «τσίκουδα», δηλαδή τα υπολείμματα της μουστοποίησης των σταφυλιών-τσάμπουρα, φλούδες και κουκούτσια, ενώ χρησιμοποιείται και η τούρκικη λέξη ρακή.
Η τσικουδιά ξεχωρίζει διότι αποτελεί απόσταγμα χωρίς την προσθήκη αρωματικού φυτού.
Τέτοιες μέρες στην Κρήτη, μετά τον τρύγο και τα πατήματα, σειρά έχει η παρασκευή της τσικουδιάς στα ρακοκάζανα.
Το ρακοκάζανο επισημοποιήθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο γύρω στο 1920 όταν δόθηκαν άδειες για ρακοκάζανα στους Κρητικούς αγρότες, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα παραγωγής τσικουδιάς από τα σταφύλια τους.
ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΤ’ ΟΙΚΟΝ ΚΑΙ ΡΑΚΟΚΑΖΑΝΑ
Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες η παραγωγή της τσικουδιάς γινόταν αποκλειστικά «κατ οίκον», δεν υπήρχε δηλαδή μαζική βιοτεχνική- βιομηχανική παραγωγή. Αυτό οφείλονταν και στο γεγονός ότι η πώληση αποσταγμάτων ήταν απαγορευμένη και μόνο οι αμπελουργοί σε ορισμένες περιοχές είχαν το δικαίωμα να αποστάζουν μόνοι τους στέμφυλα σε μικρούς άμβυκες για δική τους χρήση.
Η ψήφιση του νόμου για την παραγωγή αποστάγματος στέμφυλων (Ν.1802/1988) άλλαξε το τοπίο, καθώς επιτράπηκε πλέον η τυποποιημένη παραγωγή και διάθεση φορολογημένου αποστάγματος σε όλη την Ελλάδα κατόπιν ειδικής άδειας.
ΠΗΓΗ: Έντυπο «ΠΑΓΚΡΗΤΙΑ ΑΓΡΟΝΕΑ»