Η Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή της Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων είναι ένα από τα πιο σημαντικά μοναστηριακά συγκροτήματα του τέλους της Βενετοκρατίας στην Κρήτη με πλούσια προσφορά στην Ιστορία και την Παιδεία του νησιού. Βρίσκεται στους πρόποδες της οροσειράς του Σταυρού, στη θέση "Τζομπόμυλος"του ακρωτηρίου Μελέχα.
Σύμφωνα με την παράδοση που επιβεβαιώνεται και από έγγραφα των αρχείων της Βενετίας, κτίστηκε από τους αδελφούς Ιερεμία και Λαυρέντιο Τζαγκαρόλους που καταγόταν από μεγάλη Βενετοκρητική οικογένεια και είχαν ισχυρή επιρροή τόσο στον Ορθόδοξο πληθυσμό όσο και στους Καθολικούς Βενετούς. Ο Ιερεμίας ήταν ένας σπουδαίος λόγιος, φίλος του μεγάλου Πατριάρχη Αλεξάνδρειας Μελετίου Πηγά και υποψήφιος ο ίδιος για το θρόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ήταν κάτοχος της Ελληνικής και Λατινικής παιδείας, όπως φαίνεται από τα γραφτά του, αλλά και τις δίγλωσσες επιγραφές που σώζονται σε μεγάλο αριθμό στα κτίσματα της Μονής. Η παιδεία του και οι γνώσεις του πάνω στη σύγχρονη Ευρωπαϊκή Αρχιτεκτονική της εποχής του είναι φανερές από το ίδιο το συγκρότημα που σχεδίασε και έκτισε και όπου έχουν εντοπιστεί συγκεκριμένες επιδράσεις από το Βερονέζο αρχιτέκτονα του 16ου αιώνα Sebastiano Serlio.
Στη θέση της Αγίας Τριάδος υπήρχε μικρή Μονή που ανήκε στον ιερομόναχο Ιωακείμ Σοφιανό και η οποία ήταν σε παρακμή μετά το θάνατό του. Για το λόγο αυτό ανατέθηκε από τις Βενετσιάνικες αρχές στον ιερομόναχο της Μονής της Αγίας Κυριακής Ιερεμία Τζαγκαρόλο η ανασυγκρότησή της το 1611. Ο Ιερεμίας αρχίζει την ανοικοδόμηση ενός πολύ μεγάλου συγκροτήματος που θα συνεχίσει ο αδελφός του Λαυρέντιος μετά το θάνατό του, γύρω στα 1634. Στα 1645 τα Χανιά πέφτουν στα χέρια των Τούρκων και διακόπτονται οι οικοδομικές εργασίες που είχαν φτάσει στη βάση του μεγάλου τρούλου.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η Μονή είναι γνωστή ως Selvili Manastir (το Μοναστήρι με τα κυπαρίσσια) και βρίσκεται συχνά σε δύσκολη θέση, όπως μας πληροφορούν τα έγγραφα και οι περιηγητές. Στη μεγάλη ελληνική επανάσταση του 1821 οι μοναχοί φεύγουν χωρίς όμως να προλάβουν να κρύψουν τα πολύτιμα κειμήλια που καίγονται από την πυρπόλησή της, ή αρπάζονται.
Μετά από την επανάσταση η Μονή ανασυγκροτείται και ολοκληρώνονται οι οικοδομικές εργασίες. Στα χρόνια αυτά είχε αποκτήσει μεγάλη κτηματική περιουσία και είχε πολλά εξαρτήματα (μετόχια), ακόμη και στη Σμύρνη.
Η Μονή είναι ένα τετράπλευρο συγκρότημα με το μεγάλο καθολικό στο μέσο της πλακόστρωτης αυλής και τις διάφορες εγκαταστάσεις εξυπηρέτησης και κατοικίας των μοναχών και των προσκυνητών. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της κλίσης του εδάφους, το δυτικό τμήμα της Μονής κτίστηκε εξωτερικά τριώροφο ή διώροφο και εσωτερικά διώροφο ή μονώροφο.
Το εξωτερικό τμήμα περιλαμβάνει τα ισόγεια θολοσκέπαστα διαμερίσματα επεξεργασίας και αποθήκευσης λαδιού και κρασιού, ενώ ο χώρος της κυρίως αυλής καταλαμβάνεται από μεγάλη, υπόγεια δεξαμενή για τη συγκέντρωση του νερού της βροχής από τα γύρω κτίσματα.
Στη χαρακτηριστική κύρια είσοδο της Μονής οδηγεί μια μεγαλοπρεπή κλίμακα, στο τέρμα της οποίας σχηματίζεται ένα επίπεδο. Το Θύρωμα έχει ως πρότυπό του σχέδιο του Sebastiano Serlio δουλεμένο σε ντόπια πέτρα. Στο ελαιοτριβείο και την κρασαποθήκη οδηγούν δύο τοξωτές είσοδοι, ενώ μια άλλη κάτω από την κλίμακα οδηγεί σε θολωτό χώρο με κρήνη για το πότισμα των ζώων.
Η πρόσοψη της Μονής είναι διαμορφωμένη με αυστηρή γεωμετρική διάτάξη, σύμφωνα με τις αισθητικές προτιμήσεις του Μανιερισμού, αλλοιώνεται όμως κάπως από προσθήκες των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Τη νότια πλευρά της δυτικής πτέρυγας καταλαμβάνει η μεγάλη αίθουσα της κοινής τράπεζας και τη βόρεια το παλαιό Ηγουμενείο -η σημερινή βιβλιοθήκη.
Από την κύρια είσοδο προχωρούμε στη μεγάλη αυλή όπου κυριαρχεί ο εντυπωσιακός όγκος του καθολικού με την πρόσοψη από λαξευτή πέτρα. Τα κελιά των μοναχών είναι διαταγμένα στις τρεις πτέρυγες της Μονής, ενώ το νεώτερο διώροφο Ηγουμενείο βρίσκεται στο κέντρο της νότιας πτέρυγας. Δυο ακόμη πλάγιες είσοδοι οδηγούν στην αυλή.
Στο ανατολικό άκρο της νότιας πτέρυγας βρίσκεται το διώροφο κοιμητηριακό συγκρότημα με το οστεοφυλάκιο στο ισόγειο και το κομψό εκκλησάκι του Χριστού στον όροφο.
Η μεγάλη εκκλησία της Αγίας Τριάδος στο εσωτερικό της Μονής ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του τρίκογχου με τρούλο και παρεκκλήσια στο ισόγειο και τον όροφο.
Η κάτοψη ακολουθεί την τυπική αγιορείτικη παράδοση, ενώ τα μορφολογικά στοιχεία συνδέονται με τη δυτική αρχιτεκτονική, καθώς μάλιστα στην περίοδο αυτή υπάρχει πολιτιστική προσέγγιση των Ορθόδοξων της Κρήτης, όπως φαίνεται και από τις επιδράσεις και στον τομέα της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής.
Οι τρούλοι του ναού και των πάνω παρεκκλησίων κατασκευάστηκαν μετά το 1830, όταν δόθηκε από τις τουρκικές αρχές η άδεια να ολοκληρώσουν το ναό.
Από τον αρχικό διάκοσμο σώζονται τα τέμπλα των ισόγειων παρεκκλησιών, ενώ το τέμπλο, οι εικόνες και γενικά ο εξοπλισμός του ναού, χρονολογείται γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα.
Το ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον λόγω της προσεκτικής εικαστικής κατασκευής που ακολουθεί την Κρητική παράδοση της εποχής του, με στοιχεία λαϊκού Μπαρόκ. Οι περισσότερες από τις εικόνες του τέμπλου αποδίδονται στον γνωστό ζωγράφο της εποχής Μερκούριο από τη Σαντορίνη ο οποίος ακολουθεί τα πρότυπα της Μεταβυζαντινής τεχνοτροπίας
Το καθολικό της Μονής αποτέλεσε -στον τομέα της αρχιτεκτονικής- ένα από τα σημαντικότερα δείγματα της Κρητικής Αναγέννησης και πρότυπο για μια σειρά από μοναστηριακους ναούς στην περιοχή των Χανίων, λίγα χρόνια πριν την Τουρκική κατάκτηση.
Η κάτοψη θυμίζει τον επικρατούντα στις αγιορείτικες Μονές αρχιτεκτονικό τύπο του τρίκογχου με τρούλο, παρεκκλήσια και νάρθηκα, που έχει ευρύτερη αποδοχή στο χώρο της Ορθόδοξης μοναστηριακής αρχιτεκτονικής παράδοσης. Τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά στοιχεία (και κυρίως ο διάκοσμος) συνδέονται με τη Δυτική παράδοση, όπως είχε επικρατήσει στο χώρο της Δυτικής Κρήτης.
Σε τρεις συνεχόμενους χώρους δίπλα στην κύρια είσοδο έχει διαμορφωθεί ένα μικρό σκευοφυλάκιο -έκθεση με εικόνες και άλλα κειμήλια που απόμειναν μετά τις επανειλημμένες καταστροφές, επιβεβαιώνοντας το μεγάλο πλούτο της Μονής.
Από αυτά ξεχωρίζει χειρόγραφο ειλητό του 12ου αιώνα, εικόνες του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου (16ος αιώνας), του Αγίου Νικολάου (17ος αιώνας), καθώς και οι εικόνες του Ένθρονου Χριστού, της Ζωοδόχου πηγής και της Δευτέρας Παρουσίας (1635 - 1645), έργα που αποδίδονται στο γνωστό Χανιώτη ζωγράφο Εμμανουήλ Ιερέα Σκορδύλη.
Ακόμη η συλλογή περιλαμβάνει το "κτητορικό"επιτραχήλιο του 17ου αιώνα, επιγονάτιο, και ωμοφόρια του 18ου, καθώς και άμφια του 19ου αιώνα. Επίσης υπάρχει μια σειρά από ξυλόγλυπτους, ασημοδεμένους σταυρούς ευλογίας, ασημένια εκκλησιαστικά σκεύη. Τέλος υπάρχει μια σειρά από νεώτερα χειρόγραφα και παλαίτυπα βιβλία, ενώ άλλα από αυτά φυλάσσονται και στη βιβλιοθήκη.
ΠΗΓΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ - http://www.agiatriada-chania.gr
ΦΩΤ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ