(1553 – 1613;) ήταν Έλληνας ποιητής. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της κρητικής λογοτεχνίας, συγγραφέας του αφηγηματικού ποίηματος Ερωτόκριτος και πιθανώς του θρησκευτικού δράματος Η Θυσία του Αβραάμ.
Οι πιο ασφαλείς πληροφορίες για την καταγωγή του Κορνάρου είναι αυτές που δίνει ο ποιητής στο τέλος του έργου του : αναφέρει το όνομα Βιτσέντζος, το οικογενειακό όνομα Κορνάρος, τόπο γέννησης τη Σητεία και το Κάστρο (Ηράκλειο), όπου παντρεύτηκε:
Κ'εγώ δε θε να κουρφευτώ κι αγνώριστο να μ'έχου
μα θέλω να φανερωθώ, κι όλοι να με κατέχου
Βιτσέντζος είν'ο ποιητής και στη γενιά Κορνάρος
που να βρεθή ακριμάτιστος, σα θα τον πάρη ο Χάρος.
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,
εκεί 'καμε κι εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.
Στο Κάστρον επαντρέυτηκε σαν αρμηνεύγει η φύση,
το τέλος του έχει να γενή όπου ο Θεός ορίση
Παλαιότερα οι φιλόλογοι τοποθετούσαν την ζωή και την δράση του Κορνάρου γύρω στα μέσα του 17ου αι., πίστευαν δηλαδή ότι η Θυσία του Αβραάμ γράφτηκε το 1635, χρονιά που αναφέρεται στο χειρόγραφο, και ο Ερωτόκριτος αργότερα, μέχρι το 1645 ή το 1648, όταν άρχισε η πολιορκία του Ηρακλείου από τους Οθωμανούς. Μάλιστα ένα επεισόδιο του Ερωτόκριτου που αφηγείται την μονομαχία του Κρητικού με τον Καραμανίτη εθεωρείτο προσθήκη εκ των υστέρων, η οποία έγινε μάλλον κατά τα χρόνια του Βενετοτουρικού πολέμου και απηχούσε τους αγώνες των Κρητικών εναντίον των Οθωμανών. Αυτή η άποψη διατυπώνεται και σε παλαιότερες Ιστορίες της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπως αυτή του Λίνου Πολίτη και του Κ.Θ. Δημαρά
Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, ο ποιητής του Ερωτόκριτου ταυτίζεται με έναν βενετοκρητικό Βιτσέντζο Κορνάρο, που γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου του 1553 στην Τραπεζόντα της Σητείας,γιος του Ιάκωβου Κορνάρου καί της Ζαμπέτας Ντεμέτζο. Ήταν γόνος εξελληνισμένης και αρχοντικής βενετσιάνικης οικογένειας, πιθανότατα με μεγάλη περιουσία. Ο αδερφός του, Ανδρέας Κορνάρος, είχε γράψει μια Ιστορία της Κρήτης που δεν εκδόθηκε ποτέ. Έζησε στη Σητεία περίπου μέχρι το 1580 ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο). Εκεί έλαβε χώρα ο γάμος του με την Μαριέτα Ζένο, με την οποία απέκτησε και δύο κόρες, την Ελένη και την Κατερίνα. Από το 1591 ανέλαβε διοικητικά αξιώματα, ενώ κατά την διάρκεια της πανούκλας (1591 -1593) ανέλαβε καθήκοντα υγειονομικού επόπτη. Υπήρξε επίσης μέλος ενός λογοτεχνικού συλλόγου, της Ακαδημίας των Παράξενων, που είχε ιδρύσει ο αδελφός του Ανδρέας, επίσης συγγραφέας. Πέθανε στον Χάνδακα το 1613 ή το 1614 από άγνωστη αιτία και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου. Αυτή η άποψη έχει γίνει αποδεκτή από τους περισσότερους μελετητές
Την ταύτιση του ποιητή του Ερωτόκριτου με αυτόν τον Κορνάρο δεν αποδέχεται μέχρι σήμερα ο Σπ. Ευαγγελάτος, ο οποίος υποστηρίζει ότι το έργο είναι μεταγενέστερο
Ο Ερωτόκριτος είναι μία έμμετρη μυθιστορία που συντέθηκε από τον Βιτσέντζο Κορνάρο στην Κρήτη τον 17ο αιώνα. Αποτελείται από 10.012 (οι τελευταίοι δώδεκα αναφέρονται στον ποιητή) ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους στην Κρητική διάλεκτο. Κεντρικό θέμα του είναι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο νέους, τον Ερωτόκριτο (που στο έργο αναφέρεται μόνο ως Ρωτόκριτος ή Ρώκριτος) και την Αρετούσα, και γύρω από αυτό περιστρέφονται και άλλα θέματα όπως η τιμή, η φιλία, η γενναιότητα και το κουράγιο. Μαζί με την Ερωφίλη του Γεώργιου Χορτάτση είναι τα σημαντικότερα έργα της κρητικής λογοτεχνίας. Ο Ερωτόκριτος πέρασε στην λαϊκή παράδοση και παραμένει δημοφιλές κλασικό έργο, χάρη και στη μουσική με την οποία έχει μελοποιηθεί.
Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, ο κόσμος όμως που απεικονίζει είναι ένα σύνθετο κατασκεύασμα που δεν ανταποκρίνεται σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα: παράλληλα με τις αρχαιοελληνικές αναφορές, εμφανίζονται αναχρονισμοί και πολλά στοιχεία του δυτικού κόσμου, όπως η κονταρομαχία. Η υπόθεση χωρίζεται σε πέντε τμήματα και είναι συνοπτικά η εξής:
- Α. Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του αποκτούν μετά από πολλά χρόνια γάμου μια κόρη, την Αρετούσα. Τη βασιλοπούλα ερωτεύεται ο γιος του πιστού συμβούλου του βασιλιά, Ερωτόκριτος. Επειδή δεν μπορεί να φανερώσει τον έρωτά του, πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια και της τραγουδά. Η κοπέλα σταδιακά ερωτεύεται τον άγνωστο τραγουδιστή. Ο Ηράκλης, όταν μαθαίνει για τον τραγουδιστή, του στήνει ενέδρα για να τον συλλάβει, ο Ερωτόκριτος όμως μαζί με τον αγαπημένο του φίλο σκοτώνει τους στρατιώτες του βασιλιά. Ο Ερωτόκριτος, καταλαβαίνοντας ότι ο έρωτάς του δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση, ταξιδεύει στη Χαλκίδα για να ξεχάσει. Στο διάστημα αυτό ο πατέρας του αρρωσταίνει και όταν η Αρετούσα τον επισκέπτεται, βρίσκει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου μια ζωγραφιά που την απεικονίζει και τους στίχους που της τραγουδούσε. Όταν εκείνος επιστρέφει, ανακαλύπτει την απουσία της ζωγραφιάς και των τραγουδιών και μαθαίνει ότι μόνο η Αρετούσα τους είχε επισκεφτεί. Επειδή καταλαβαίνει ότι αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του και ότι μπορεί να κινδυνεύει, μένει στο σπίτι προσποιούμενος ασθένεια και η Αρετούσα του στέλνει για περαστικά ένα καλάθι με μήλα, ως ένδειξη ότι ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του.
- Β. Ο βασιλιάς οργανώνει κονταροχτύπημα για να διασκεδάσει την κόρη του. Παίρνουν μέρος πολλά αρχοντόπουλα από όλον τον γνωστό κόσμο και ο Ερωτόκριτος είναι ο νικητής.
- Γ. Το ζευγάρι αρχίζει να συναντιέται κρυφά στο παράθυρο της Αρετούσας. Η κοπέλα παρακινεί τον Ερωτόκριτο να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Όπως είναι φυσικό, ο βασιλιάς εξοργίζεται με το «θράσος» του νέου και τον εξορίζει. Ταυτόχρονα φτάνουν προξενιά για την Αρετούσα από το βασιλιά του Βυζαντίου. Η κοπέλα αμέσως αρραβωνιάζεται κρυφά με τον Ερωτόκριτο, πριν αυτός εγκαταλείψει την πόλη.
- Δ. Η Αρετούσα αρνείται να δεχθεί το προξενιό και ο βασιλιάς τη φυλακίζει μαζί με την πιστή παραμάνα της. Έπειτα από τρία χρόνια, όταν οι Βλάχοι πολιορκούν την Αθήνα, εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος. Σε μια μάχη σώζει τη ζωή του βασιλιά και τραυματίζεται.
Ε. Ο βασιλιάς για να ευχαριστήσει τον τραυματισμένο ξένο του προσφέρει σύζυγο την κόρη του. Η Αρετούσα αρνείται και αυτόν τον γάμο και στη συζήτηση με τον μεταμφιεσμένο Ερωτόκριτο επιμένει στην άρνησή της. Ο Ερωτόκριτος την υποβάλλει σε δοκιμασίες για να επιβεβαιώσει την πίστη της και τελικά της αποκαλύπτεται αφού λύνει τα μαγικά που τον είχαν μεταμορφώσει. Ο βασιλιάς αποδέχεται το γάμο και συμφιλιώνεται με τον Ερωτόκριτο και τον πατέρα του και ο Ερωτόκριτοςανεβαίνει στο θρόνο της
Η συνάντηση του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας Ἐφανερῶσαν το κ’ οἱδυὸπὼς εἶναι ἐκεῖσωσμένοι κι ἀπόκει στέκου σὰβουβοὶκ’ ἡγλώσσα τως σωπαίνει. Ἤτρεμ’ ἐκείνη σ’ μιὰμεριὰκ’ ἐκεῖνος εἰς τὴν ἄλλη κι ὁγεῖς τὸν ἄλλο ἐνίμενε τὴν ἐμιλιὰνὰβγάλη˙ μιὰν ὥρα ἐστέκα ἀμίλητοι καὶτὰπολλὰὁποὺχώνα ἐχάσαν τα, σοῦφαίνεται, τὴν ὥρα ποὺἐσιμῶνα. Δὲν εἶχαν τὴν ἀποκοτιὰστὰθέλου νὰμιλήσου, δὲν ξεύρουν ἀπὸποιὰμεριὰτὰπάθη τως ν’ ἀρχίσου. Ὡσὰλαήνι ὁποὺγενῆπολλὰπλατὺστὸν πάτο κ’ εἰς τὸλαιμὸπολλὰστενὸκ’ εἶναι νερὸγεμάτο, κι ὅποιος θελήση καὶβαλθῆὄξω νερὸνὰχύση καὶτὸλαήνι μὲτὴβιὰπρὸς χάμαι νὰγυρίση, μέσα κρατίζει τὸνερὸκι ἀπ’ ὄξω δὲν τὸβγάνει κι ὅσο τὸγέρνει τόσο πλιὰμόνο τὸν κόπο χάνει, ἐδέτσι ἐμοιάσασι κι αὐτοὶκ’ ἦσα γεμάτοι πάθη, ἡἀποκοτιὰτως νὰτὰποῦν, ὡς ἐσιμῶσα, ἐχάθη καὶθέλοντας νὰποῦν πολλὰ, τὰλίγα δὲμποροῦσι˙ τὸστόμα τως ἐσώπαινε, μὲτὴν καρδιὰμιλοῦσι. |
Ερωτόκριτος, μέρος Γ΄, στίχοι 583-600 |
Η γλώσσα του Ερωτοκρίτου είναι η κρητική διάλεκτος: χρησιμοποιούνται χαρακτηριστικοί διαλεκτικοί τύποι όπως τα άρθρα τση (της) και τσι (τις), η ερωτηματική αντωνυμία (ε)ίντα στη θέση του τι, τα άρθρα τον , την, το σε θέση αναφορικής αντωνυμίας (Δεν είχαν την αποκοτιά στα θέλου να μιλήσου), σίγηση του τελικού -ν στη γενική πληθυντικού και στο γ'πληθυντικό πρόσωπο (των αρμάτω, μιλήσου), τοποθέτηση της αντωνυμίας μετά το ρήμα (επίταξη του κλιτικού, π.χ. εχάσαν τα), χρήση τής παρεκτεταμένης αντωνυμίας αυτόνος και αυτείνος (κατά το εκείνος). Ειδικότερα βασίζεται στο ανατολικό κρητικό ιδίωμα και εμφανίζει τα τυπικά χαρακτηριστικά του, όπως χρήση της αντωνυμίας τως αντί τους (τα πάθη τως), τη χρήση της αύξησης η- στους παρελθοντικούς χρόνους (ήκαμε, ήβανε), την αποβολή του -ι- μετά από -σ- (απουράνωση, π.χ. να τσ'αξώση), καθώς και τον παθητικό αόριστο -θηκα, -θηκες, -θηκε (αντί του δυτικοκρητικου -θη, -θης, -θη(ν), π.χ. εχάθηκε αντί εχάθη).
Βέβαια ο Κορνάρος, όπως και οι άλλοι κρητικοί συγγραφείς της περιόδου, δεν περιορίζεται στους αυστηρούς κανόνες του ενός ιδιώματος, αλλά χρησιμοποιεί και στοιχεία του άλλου, κυρίως για την εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών. Η γλώσσα του Ερωτoκρίτου βασίζεται στην ομιλουμένη κρητική διάλεκτο (κυρίως στο ιδίωμα της Σητείας), διαφοροποιείται όμως από αυτήν, εάν συγκριθεί με τις κωμωδίες ή τα διάφορα έγγραφα, αφού παρουσιάζει ελάχιστες λέξεις που προέρχονται από τα ιταλικά, ενώ αντίθετα έχει συχνά «λογιότερα» λεξιλογικά στοιχεία. Οι γλωσσικές επιλογές του Κορνάρου χαρακτηρίζονται ως ακριβείς και εκφραστικές αλλά παράλληλα λιτές, όπως μαρτυρεί η περιορισμένη παρουσία κοσμητικών επιθέτων. Αντίθετα, είναι πλούσιες οι παραστατικές εικόνες και οι εκτενείς παρομοιώσεις.
Εξίσου φροντισμένη είναι και η στιχουργία του κειμένου: αποφεύγονται οι χασμωδίες και δεν υπάρχουν ατέλειες στην ομοιοκαταληξία. Και η στιχουργία, όπως και η γλώσσα, διαφοροποιείται σε κάποια χαρακτηριστικά από αυτήν του δημοτικού τραγουδιού: Εμφανίζεται εναλλαγή στη θέση των τονιζόμενων συλλαβών μέσα στο στίχο (ακόμα και σε μονές συλλαβές παρόλο που στον ίαμβο τονίζονται οι ζυγές), συχνή παρουσία διασκελισμών και στίξη στο εσωτερικό του στίχου, στοιχεία που συντελούν στην ρυθμική ποικιλία και την αποφυγή της μονοτονίας
Από το επεισόδιο του κονταροχτυπήματος Ὡς εἶδεν ὁΣπιθόλιοντας τὰαἵματα κι ἐτρέχα στὸστῆθος του καὶστὸμερὶκαὶτὸκορμὶτου ἐβρέχα ἐμούγκρισε, ἐταράχτηκε κι ὡσὰλιοντάρι ἀγριεύει καὶνὰβαρῆτοῦΚρητικοῦτόπο νὰβρῆγυρεύγει· μηδὲποτὲτὸπέλαγος ἔτοιας λογῆς μανίζει σ'τσ'ἀνεμικὲς τοῦΓεναριοῦ, ὅντε βροντᾶκι ἀφρίζει, σ'καιρὸποὺἀνακατώνεται μὲταραχὴμεγάλη, κι ὅντε σκορπᾶτὰκύματ'ὄξω στό περιγιάλι, σὰν ἤκαμε ὁΣπιθιόλοντας στὰαἵματα ὁποὺἐθώρει κ'ἐτρέχαν καὶνὰγδικιωθῆἀκόμη δὲν ἐμπόρει. |
Ερωτόκριτος, μέρος Β΄, στίχοι 1107-1116 |
Ποιός ήταν ο Βιτσέντζος Κορνρος;
Για τον ποιητή του Ερωτόκριτου ξέρουμε με βεβαιότητα μόνο όσα ο ίδιος μας αναφέρει στον επίλογο του έργου του.
Θωρώ πολλούς και πεθυμούν, κι'έχω το γρικημένα, να μάθουν τίς εκόπιασεν εις τ'απανωγραμμένα. K'εγώ δε θέ'να κουρφευτώ, κι αγνώριστο να μ'έχουν, μα θέλω να φανερωθώ, όλοι να με κατέχουν. Βιτσέντζος είν'ο Ποιητής, κι'εις τη γενιά Kορνάρος, που να βρεθεί ακριμάτιστος, όντε τον πάρη ο Xάρος. Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη, εκεί'καμε κι'εκόπιασε ετούτα που σας γράφει. Στο Kάστρον επαντρεύθηκε, σαν αρμηνεύγ'η Φύση, το τέλος του έχει να γενή, όπου ο Θεός ορίσει.
Ο Βιτσέντζος Κορνάρος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σητεία. Στη Σητεία έγραψε και τον Ερωτόκριτο. Παντρεύτηκε στο Ηράκλειο. Αυτές είναι οι σίγουρες πληροφορίες που έχουμε.
Πολλές οι εκδοχές για τη καταγωγή και τη ζωή του ξεχωριστού δημιουργού. Πιθανό είναι να ανήκε στην εξελληνισμένη βενετοκρητική αριστοκρατική οικογένεια των Κορνάρων και να ήταν αδερφός του πλούσιου κτηματία και λόγιου Ανδρέα Κορνάρου, ο οποίος στη διαθήκη του το 1611 κληροδοτεί στον αδερφό του Βιτσέντζο τα βιβλία του. Οι ερευνητές προσπάθησαν να ταυτίσουν τον ποιητή με πολλούς Βιτσέντζους Κορνάρους αλλά όλα τα στοιχεία της αυτοπαρουσίασης του ποιητή στο τέλος του ερωτόκριτου τα διαθέτει στη βιογραφία του μόνο ο Βιτσέντζος Κορνάρος του Ιακώβου που γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου 1556 στο χωριό Τραπεζόντα της Σητείας, όπου η οικογένειά του διατηρούσε μεγάλη περιουσία και έζησε εκεί περίπου 35 χρόνια ζώντας τη ζωή του φαιουδάρχη γαιοκτήμονα.
Μετά τις 20 Μαρτίου 1585 ο Βιτσέντζος Κορνάρος εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο (τότε Κάστρο, Μεγάλο Κάστρο ή Χάνδακα), κοντά στους δύο αδελφούς του, τον Ιωάννη Φραγκίσκο και τον Ανδρέα, όπου απέκτησε, από προίκα ή με αγορές, μεγάλη περιουσία. Είχε μεγάλα φιλολογικά ενδιαφέροντα και ήταν ένα από τα πιο δραστήρια μέλη της Ακαδημίας των Stravaganti του Χάνδακα, που είχε ιδρύσει ο αδελφός του Ανδρέας. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1590 παντρεύτηκε, στο ναό της μονής της Αγίας Αικατερίνης των καλογραίων, τη Μαριέττα Zeno, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, την Κατερίνα και την Ελένη. Ήταν μέλος του Συμβουλίου των Ευγενών του Χάνδακα. Σε όλο το διάστημα της ζωής του, διαμένοντας αρχικά στη Σητεία και αργότερα στον Χάνδακα, ανέλαβε διάφορα τοπικά αξιώματα. Κατά την περίοδο της πανούκλας των χρόνων 1591-1593 ανέλαβε τα καθήκοντα του υγειονομικού επόπτη στο Ηράκλειο. Πέθανε μετά τις 12 Αυγούστου 1613 και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου, πλάι στη σύζυγό του Μαριεττα.
Τα ‘μαθες, Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα;
ο Kύρης σου μ'εξόρισε σ'τση ξενιτιάς τη στράτα;
Tέσσερεις μέρες μοναχάς μου 'δωκε ν' ανιμένω,
κι αποκεί να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω.
Kαι πώς να σ'αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο;
Eσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Kερά μου,
στα ξένα πως μ'εθάψασι, κ'εκεί'ν'τα κόκκαλά μου.
Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,
Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει.
Kι ουδέ μπορείς ν'αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου
νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου.
"Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ'εκείνη θέλω μόνο,
και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω.
Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις,
κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,
ν'αναδακρυώσεις και να πεις· "Pωτόκριτε καημένε,
τά σου'ταξα λησμόνησα, τό'θελες πλιό δεν έναι."
Kι όντε σ' Aγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου,
και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ'ομορφιάς σου,
όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει,
θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν'αποθάνει.
Θυμήσου πως μ'επλήγωσες, κ'έχω Θανάτου πόνον,
κι ουδέ ν'απλώσω μου'δωκες σκιάς το δακτύλιδι μόνον.
Tέσσερεις μέρες μοναχάς μου 'δωκε ν' ανιμένω,
κι αποκεί να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω.
Kαι πώς να σ'αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο;
Eσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Kερά μου,
στα ξένα πως μ'εθάψασι, κ'εκεί'ν'τα κόκκαλά μου.
Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,
Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει.
Kι ουδέ μπορείς ν'αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου
νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου.
"Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ'εκείνη θέλω μόνο,
και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω.
Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις,
κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,
ν'αναδακρυώσεις και να πεις· "Pωτόκριτε καημένε,
τά σου'ταξα λησμόνησα, τό'θελες πλιό δεν έναι."
Kι όντε σ' Aγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου,
και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ'ομορφιάς σου,
όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει,
θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν'αποθάνει.
Θυμήσου πως μ'επλήγωσες, κ'έχω Θανάτου πόνον,
κι ουδέ ν'απλώσω μου'δωκες σκιάς το δακτύλιδι μόνον.
Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου,
λόγιασε τά'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.
Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν (ζωγραφιά), που'βρες στ'αρμάρι μέσα,
και τα τραγούδια, που'λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα',
και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ'εμένα, 1385
που μ'εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα.
Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε,
και τα τραγούδια που'βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε,
για να μην έχεις αφορμήν εις-ε καιρόν κιανένα,
πλιό σου να τ'αναθυμηθείς, μα να'ν'λησμονημένα.
Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα,
κι ο-γλήγορα μισεύγω σου, κ'εβγαίνω από τη Xώρα.
λόγιασε τά'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.
Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν (ζωγραφιά), που'βρες στ'αρμάρι μέσα,
και τα τραγούδια, που'λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα',
και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ'εμένα, 1385
που μ'εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα.
Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε,
και τα τραγούδια που'βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε,
για να μην έχεις αφορμήν εις-ε καιρόν κιανένα,
πλιό σου να τ'αναθυμηθείς, μα να'ν'λησμονημένα.
Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα,
κι ο-γλήγορα μισεύγω σου, κ'εβγαίνω από τη Xώρα.
Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ'είδα ποτέ μου,
μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ'ήσβησέ μου.
Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω,
τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν'αναντρανίσω.
Kάλλιά'χω εσέ με Θάνατον, παρ'άλλη με ζωή μου,
για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου.
Oι ομορφιές σου έτοιας λογής το φως μου ετριγυρίσαν,
κ'έτοιας λογής οι Eρωτιές εκεί σ'εσγουραφίσαν,
κ'εις όποιον τόπον κι α'σταθώ, τα μάτια όπου γυρίσου',
πράμα άλλο δεν μπορώ να δω παρά τη στόρησή σου.
Kι ας είσαι εις τούτο θαρρετή, πως όντεν αποθαίνω,
χαιρετισμό να μου'πεμπες την ώρα κείνη, γιαίνω."
μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ'ήσβησέ μου.
Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω,
τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν'αναντρανίσω.
Kάλλιά'χω εσέ με Θάνατον, παρ'άλλη με ζωή μου,
για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου.
Oι ομορφιές σου έτοιας λογής το φως μου ετριγυρίσαν,
κ'έτοιας λογής οι Eρωτιές εκεί σ'εσγουραφίσαν,
κ'εις όποιον τόπον κι α'σταθώ, τα μάτια όπου γυρίσου',
πράμα άλλο δεν μπορώ να δω παρά τη στόρησή σου.
Kι ας είσαι εις τούτο θαρρετή, πως όντεν αποθαίνω,
χαιρετισμό να μου'πεμπες την ώρα κείνη, γιαίνω."
ΑΡΕΤΟΥΣΑ:
"Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν,
κι ουδ'όλπιζα, ουδ'ανίμενα τ'αφτιά μου ό,τι σ'ακούσαν.
Ίντά'ναι τούτα τά μιλείς, κι ο νους σου πώς τα βάνει;
Πού τα'βρε αυτάνα η γλώσσα σου οπού μ'αναθιβάνει;
Kαι πώς μπορεί τούτη η καρδιά, που με χαρά μεγάλη
στη μέσην της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη,
και θρέφεσαι καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις,
ποτίζει σε το αίμα τση, κι ανθείς και μεγαλώνεις,
κι ως σ'έβαλε, σ'εκλείδωσε, δε θέλει πλιό ν'ανοίξει,
και το κλειδί-ν ετσάκισεν, άλλης να μη σε δείξει.
Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ'ά'θη,
μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδί-ν εχάθη;
"Σγουραφιστή (ζωγραφιστή) σ'όλον το νουν έχω τη στόρησή σου,
και δεν μπορώ άλλη πλιό να δω παρά την εδική σου.
Xίλιοι σγουράφοι (ζωγράφοι) να βρεθούν, με τέχνη, με κοντύλι,
να θέ'να σγουραφίσουσι μάτια άλλα κι άλλα χείλη,
τη στόρησή σου ως την-ε δουν, χάνεται η μάθησή τως,
γιατί κάλλιά'ναι η τέχνη μου παρά την εδική τως.
Eγώ, όντε σ'εσγουράφισα, ήβγαλα απ'την καρδιά μου
αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η σγουραφιά μου.
Όποια με το αίμα τση καρδιάς μιά σγουραφιά τελειώσει,
κάνει την όμορφη πολλά, κι ουδέ μπορεί να λιώσει.
Πάντά'ναι η σάρκα ζωντανή, καταλυμό δεν έχει,
και ποιός να κάμει σγουραφιά πλιό σαν εμέ κατέχει;
Tα μάτια, ο νους μου, κ'η καρδιά, κ'η όρεξη εθελήσαν,
κ'εσμίξαν και τα τέσσερα, όντε σ'εσγουραφίσαν.
Kαι πώς μπορώ να σ'αρνηθώ; Kι α'θέλω, δε μ'αφήνει
τούτ'η καρδιά που εσύ'βαλες σ'τσ' Aγάπης το καμίνι,
κ'εξαναγίνη στην πυρά, την πρώτη Φύση εχάσε,
η στόρησή μου εχάθηκε και τη δική σου επιάσε.
Λοιπόν, μη βάλεις λογισμό σ'έτοια δουλειά, να ζήσεις,
δε σ'απαρνούμαι εγώ ποτέ, κι ουδέ κ'εσύ μ'αφήσεις.
Kι ο Kύρης μου, όντε βουληθεί, να θέ'να με παντρέψει,
και δω πως γάμο 'κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψει,
κάλλια θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει,
άλλος παρά ο Pωτόκριτος γυναίκα να με πάρει.
"Mα για να πάψει ο λογισμός αυτόνος που σε κρίνει,
κι ολπίδα μιά παντοτινή στους δυό μας ν'απομείνει,
την ώραν τούτη θέλεις δει, κι ας πάψει η έγνοια η τόση,
πράμα-ν οπού παρηγοριάν πολλή σου θέλει δώσει."
κι ουδ'όλπιζα, ουδ'ανίμενα τ'αφτιά μου ό,τι σ'ακούσαν.
Ίντά'ναι τούτα τά μιλείς, κι ο νους σου πώς τα βάνει;
Πού τα'βρε αυτάνα η γλώσσα σου οπού μ'αναθιβάνει;
Kαι πώς μπορεί τούτη η καρδιά, που με χαρά μεγάλη
στη μέσην της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη,
και θρέφεσαι καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις,
ποτίζει σε το αίμα τση, κι ανθείς και μεγαλώνεις,
κι ως σ'έβαλε, σ'εκλείδωσε, δε θέλει πλιό ν'ανοίξει,
και το κλειδί-ν ετσάκισεν, άλλης να μη σε δείξει.
Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ'ά'θη,
μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδί-ν εχάθη;
"Σγουραφιστή (ζωγραφιστή) σ'όλον το νουν έχω τη στόρησή σου,
και δεν μπορώ άλλη πλιό να δω παρά την εδική σου.
Xίλιοι σγουράφοι (ζωγράφοι) να βρεθούν, με τέχνη, με κοντύλι,
να θέ'να σγουραφίσουσι μάτια άλλα κι άλλα χείλη,
τη στόρησή σου ως την-ε δουν, χάνεται η μάθησή τως,
γιατί κάλλιά'ναι η τέχνη μου παρά την εδική τως.
Eγώ, όντε σ'εσγουράφισα, ήβγαλα απ'την καρδιά μου
αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η σγουραφιά μου.
Όποια με το αίμα τση καρδιάς μιά σγουραφιά τελειώσει,
κάνει την όμορφη πολλά, κι ουδέ μπορεί να λιώσει.
Πάντά'ναι η σάρκα ζωντανή, καταλυμό δεν έχει,
και ποιός να κάμει σγουραφιά πλιό σαν εμέ κατέχει;
Tα μάτια, ο νους μου, κ'η καρδιά, κ'η όρεξη εθελήσαν,
κ'εσμίξαν και τα τέσσερα, όντε σ'εσγουραφίσαν.
Kαι πώς μπορώ να σ'αρνηθώ; Kι α'θέλω, δε μ'αφήνει
τούτ'η καρδιά που εσύ'βαλες σ'τσ' Aγάπης το καμίνι,
κ'εξαναγίνη στην πυρά, την πρώτη Φύση εχάσε,
η στόρησή μου εχάθηκε και τη δική σου επιάσε.
Λοιπόν, μη βάλεις λογισμό σ'έτοια δουλειά, να ζήσεις,
δε σ'απαρνούμαι εγώ ποτέ, κι ουδέ κ'εσύ μ'αφήσεις.
Kι ο Kύρης μου, όντε βουληθεί, να θέ'να με παντρέψει,
και δω πως γάμο 'κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψει,
κάλλια θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει,
άλλος παρά ο Pωτόκριτος γυναίκα να με πάρει.
"Mα για να πάψει ο λογισμός αυτόνος που σε κρίνει,
κι ολπίδα μιά παντοτινή στους δυό μας ν'απομείνει,
την ώραν τούτη θέλεις δει, κι ας πάψει η έγνοια η τόση,
πράμα-ν οπού παρηγοριάν πολλή σου θέλει δώσει."
_ ΠOIHTHΣ
Kαι τη Φροσύνην ήκραξε, και τη φωτιάν τής πάγει,
και βάνει τη σα Mάνα της εις το δεξό τση πλάγι.
Kαι τη Φροσύνην ήκραξε, και τη φωτιάν τής πάγει,
και βάνει τη σα Mάνα της εις το δεξό τση πλάγι.
_ APETOYΣA
Λέγει τση·Νένας
Λέγει τση·Νένας
"Nένα, γρίκησε, και μαρτυριά να δώσεις,
κι όπου κι α'λάχει, ό,τι θωρείς, κάμε να μην το χώσεις.
Eίναι ¶ντρας μου ο Pωτόκριτος, ό,τι καιρός περάσει,
γ-ή εδά στα νιότα, εις τον ανθό, γ-ή πούρι σα γεράσει.
Kι αμνόγω του στον Oυρανό, στον Ήλιο, στο Φεγγάρι,
άλλος για γυναίκα του ποτέ να μη με πάρει……..
κι όπου κι α'λάχει, ό,τι θωρείς, κάμε να μην το χώσεις.
Eίναι ¶ντρας μου ο Pωτόκριτος, ό,τι καιρός περάσει,
γ-ή εδά στα νιότα, εις τον ανθό, γ-ή πούρι σα γεράσει.
Kι αμνόγω του στον Oυρανό, στον Ήλιο, στο Φεγγάρι,
άλλος για γυναίκα του ποτέ να μη με πάρει……..
Π