Η Λύρα, το θεϊκό όργανο! Ένας μύθος του Κωστή Μουδάτσου
(- Λύρα καθαροτράγουδη, ξάστερο ήχο βγάνει,
ως κλαίει η μάνα το παιδί που έχει αποθάνει.
Μην με ψάχνετε μα δεν θα με βρείτε. Θα είμαι στην αγκαλιά σας μα δεν θα με βλέπετε. Σαν άνεμος θα τριγυρνώ θωπεύοντας τα θηλυκά κορμιά και στα όνειρα σας θα έρχομαι να σας ταραχώ. Όταν θέλω την παρέα σας θα είμαι μαζί σας μα δεν θα το καταλαβαίνετε.
Λύρα να παίζει τραγουδώ , θιαμπόλι μερακλώνω, γυναίκες γλυκοκρέββατες θέλω να καμαρώνω
Ότι κι αν έχετε στην καρδιά θα το κρύβει η Λύρα στο καυκί και θα το μολογά!)
Ο Δίας σηκώθηκε από το θρόνο του για να αποχαιρετήσει τον Μίνωα. Τον συνόδεψε στην πόρτα της σπηλιάς της Δίκτης λέγοντας του: «Μην ποθείς αθάνατη ζωή, ζήσε κι εσύ κι ο λαός σου και κάντε ότι περνά από το χέρι σας να εξαντλήσετε τα δικαιώματα στη ζωή σας! Ο κόσμος του παιγνιδιού, αυτός ο δίκαιος και όμορφος κόσμος, θα σας βοηθήσει να βρείτε τον κόσμο της μουσικής και της διάφανης αγαλλίασης!
Ο Μίνωας ξανανιωμένος απάντησε: «Θέλομε την αέναη ζωή, τη φύση και την κίνηση. Θέλομε ο νέος να πιάνει τον ταύρο από τα κέρατα, να τινάζεται στον αέρα με ελεύθερες ακροβατικές κινήσεις και με μια δεύτερη κίνηση, με το κεφάλι και τα χέρια πάνω στη ράχη του ζώου να έρχεται πίσω του όρθιος. Χαρούμενος να βλέπει την κοπελιά, με την απόλυτη θηλυκότητα, να τον περιμένει!»
-Μίνωα, όποιος στα μέρη του είναι καλός νοικοκύρης, δίκαιος θα φανεί και στην ανάγκη, καραβοκύρης για το τόπο του! Ακόμη κι ο φτωχός θέλει ελπίδα να τον οδηγεί! Βάλτε ζωή στα χρόνια σας!
Αφού ο Δίας αποχαιρέτησε το Μίνωα στράφηκε και καμάρωσε τον φτερωτό αετό ενώ άκουσε τα κακαρίσματα της πέρδικας. Συλλογίστηκε ότι από το Χάος γεννήθηκε το Έρεβος και η μαύρη Νύκτα. Από τη Νύκτα γεννήθηκε ο Αιθέρας και η Ημέρα σαν έσμιξε ερωτικά με το Έρεβος. Έρως, Χάος και η όμορφη Γη. Από τη φύση ήρθαν οι Θεοί με την αέναη κίνηση της τεκνογονίας. Όλα σύμφωνα με το κάλεσμα της φύσης! Γέλασε και θυμήθηκε την ζηλιάρα Θεά.
-Που είσαι Ήρα να χαρούμε τον έρωτα στου πλατάνου τον ίσκιο, δίπλα στο γάργαρο νερό της βρύσης; Τέτοια φωτιά έχω μέσα μου που ούτε άλλη Θεά, μα ούτε και θνητή γυναίκα μπορεί να μου σβήσει. Μονάχα εσύ που τώρα σε ποθώ με γλυκό πόθο!
-Σύνελθε Δία! Τι σε έχει πιάσει να θες να πλαγιάσομε στη πλαγιά και να μας βλέπουν θεοί και άνθρωποι; Ο γιος σου, ο Ήφαιστος, μας έχει φτιάξει την καλύτερη κρεβατοκάμαρα που σαν κλειδαμπαρώσομε ούτε Θεού μα μήτε θνητού μάτι μπορεί να δει. Σαν ποθείς κρεβάτι ας πάμε εκεί!
-Νοικοκυρά έγινες Ήρα; Φρόνιμες και νοικοκυρές δεν θρέφουνε τον έρωτα. Που είναι η ζήλια να τα θες όλα δικά σου; Θα γιομίσω τον ουρανό και την πλαγιά, πυκνά σύννεφα, που ούτε το φως του ήλιου θα μπορεί να περάσει να μας δει!
Ετούτα είπε και αγκάλιασε την Ήρα παθιάρικα. Γιόμισε η πλαγιά χορταράκια και πολλώ λογιώ λουλούδια. Μέσα στα ρόδα πλάγιασαν και όμορφα χρυσά σύννεφα τους σκέπασαν ενώ στη χλόη έπεφταν χρυσοσταλίδες. Από τα δέντρα άρχισε να ρέει γάλα, κρασί και μέλι και μεθυστικά αρώματα πλημμύρισαν τις πλαγιές. Ένας βράχος ανάβλυζε δροσάτο νερό και το ρυάκι από τη σπηλιά μέχρι το πλάτανο γιόμισε και ξεχύθηκε στις βρύσες με τις γούρνες.
Ώρες πολλές μετά, ο Δίας, στάθηκε αποκαμωμένος και δρωμένος. Χαμογέλασε και κοίταξε μακριά προς τα μέρη που ο Απόλλωνας έπαιζε την κιθάρα του και τα καμπύλα τόξα. Σκέφτηκε για λίγο και ξανακοίταξε πιο πάνω , στο Κωρύκειο άντρο, κάνοντας χάζι τον Διόνυσο που του άρεσε να θολώνει τα μυαλά και τις λογικές και να παρασέρνει τα κορίτσια που τον λάτρευαν. Καμάρωσε τη φύση και σκέφτηκε τον άσωτο γιο της, τον άνθρωπο! Καμάρωσε τον ολοκαίνουργιο κόσμο της Κρήτης και ένοιωσε κοντά του, ανθρώπους με όρεξη για ζωή και τραγούδι. Λατρεύουν τη μάνα φύση και αγνοούν επιδεικτικά την αγωνία του θανάτου . Αγαπούν τα ζώα, τα δελφίνια , τα δέντρα ή τα λουλούδια! Αγαπούν τη γη και τη θάλασσα. Δίπλα στις θάλασσες και στις πόλεις ξεκινούν τα βουνά. Κακοτράχαλα μονοπάτια σε άγριους τόπους οδηγούσαν σε πετρόμαντρες και μιτάτα. Όμορφοι τόποι για καθαρή λύρα και τραγούδι σκέφτηκε. Να παίζουν και να τραγουδούν στη γλώσσα του νερού, του κεραυνού, του βράχου. Οι βοσκοί είναι οι θεματοφύλακες. Σαν οι πόλεις ξεπέφτουν εκείνοι θα ξαναδίνουν, με την πρωτόγονη πνοή τους, ζωή στο πολιτισμό του τόπου. Εκείνοι θα μπορούσαν να έχουν το ρυθμό , τη μουσική, το χορό και το τραγούδι που διδάσκει θάρρος μπροστά στον κίνδυνο και καρτερικότητα στη δυστυχία. Εκείνοι έχουν τη δύναμη να ξεσηκώνουν και να βάζουν φωτιές στο νου και στις καρδιές. Ντουχιούντιζε, ο τρομερός Θεός του κεραυνού, τι όργανο θα μπορούσε να γίνει το παιγνίδι για ήχους της φύσης, της καρδιάς και του νου. Ένα παιγνίδι που θα ξέφευγε από τους τεχνικούς κανόνες και με απλότητα θα έπαιζε για τον έρωτα, την θλίψη, τον θυμό, την αγωνία του χωρισμού, τη ζήλια, την φύση και τη ζωή.
Συνηθισμένος ο Δίας να παίρνει ότι μορφή ήθελε για να πετύχει το σκοπό του, ντύθηκε διακονιάρης, ζητιάνος κουρελής. Εάν το έβλεπε η κόρη του , η Αθηνά, θα τον αποκαλούσε μειδιώντας, χαρουποδιακονιάρη! Ροβόλησε στην πλαγιά της Δίκτης και περπάτησε στον κάμπο. Πέρασε τόπους και χωριά , χαιρετούσε ανθρώπους στα χωράφια κι έπιανε κουβέντα με τους δουλευτές. Βλέποντας τις δουλεύτρες του έρωτα στα χωράφια θυμήθηκε πως είχε κλέψει την Ευρώπη μεταμορφωμένος σε ταύρο. Η Ευρώπη γέννησε τον Μίνωα που παντρεύτηκε την Πασιφάη που γέννησε την Αριάδνη και την Φαίδρα. Γέννησε όμως και το Μινώταυρο σαν ερωτεύτηκε τον ταύρο. Η Αριάδνη βοήθησε τον Θησέα να σκοτώσει τον ετεροθαλή αδερφό της , τον Μινώταυρο και έφυγε μαζί του για την Αθήνα. Όμως ο Θησέας δεν έφτασε με την Αριάδνη στην Αθήνα παρά με την μικρότερη της αδερφή, την Φαίδρα. Η Αριάδνη εγκαταλείφθηκε στην Νάξο. Από εκεί θα περάσει ο Διόνυσος και θα την ερωτευθεί ενώ η Φαίδρα αργότερα θα ερωτευθεί το γιο της αμαζόνας, τον Ιππόλυτο, που αγαπά μόνο το κυνήγι και δεν αισθάνεται τίποτα γι αυτήν.
Σαν ζητιάνος πέρασε τους ελαιώνες και ανηφόρισε τον Ψηλορείτη. Ώρες πολλές ανέβαινε σταματώντας που και που να ξαποστάσει στον ίσκιο της βελανιδιάς. Κοίταξε το άγριο βουνό με τις τρομερές κορφές και χαμογέλασε. Οι βράχοι δεν ξεχνούν ανθρώπους και Θεούς. Πρέπει όμως να θέσεις, να ποξεχαστείς και να ονειρευτείς στο ρίζωμα του χαρακιού. Το φως που έλαμπε μέσα από τα σπλάχνα τους γεννούσε σκέψεις και σχήματα για να βρεις το μεγάλο εαυτό. Σήκωσε ο Δίας το βλέμμα και συνέχισε την ανηφόρα. Σκονισμένος έφτασε στο στρογγυλό μιτάτο. Είδε το βοσκόπουλο να ρίχνει αποβοσκιστές πέτρες και χαμογέλασε.
-Ξέρεις να βόσκεις, να αρμέγεις, να τυροκομάς;
-Καλώς τονε! Πολύ καιρό είχα να δω άνθρωπο σε τούτο τον τόπο. Θέλω να είμαι βοσκός και είμαι βοσκός! Σκονισμένο σε βλέπω και κουρασμένο. Θα έρχεσαι από μακριά ως φαίνεται;
- Από πολύ μακριά..
- Δεν έχω το αβγό του αχινού αλλά κόπιασε να πιεις κάτι και να φας ,μα και να ξαποστάσεις!
Μπήκαν στο θολωτό και δροσερό μιτάτο και ο Δίας κάθισε στη πεζούλα. Το βοσκόπουλο έβαλε σε μια πήλινη κούπα ξινόγαλο και το πρόσφερε στο Ξένο. Μέχρι να το πιει εκείνος, ο νεαρός έφερε παξιμάδι, ελιές και τυρί, κεφαλοτύρι της τρύπας.
-Ξένε, έχω πολύ καιρό να κατεβώ στο χωριό και δεν έχω κρασί να σε κεράσω.
Γέλασε ο Ξένος και αναστορήθηκε ότι τόσους τόπους πέρασε αλλά κανείς δεν ήταν τόσο φιλόξενος. Στράφηκε στο νέο:
-Πως περνάς την ώρα σου;
-Βόσκω τις αίγες με τα πρόβατα και κάνω τις βόσκικες δουλιές!
- Κιάμμα δεν έχεις δουλιά;
-Πάω στο κυνήγι ή παίζω το θιαμπόλι μου. Πάω πιο πέρα στο χείλος του γκρεμνού και τραγουδώ παρέα με το φαράγγι.
Ο Ξένος έφερε το σακούλι του στα γόνατα κι έβγαλε ένα καύκαλο από χελώνα. Το καθάρισε και τέντωσε πάνω του το καλοδουλεμένο προβίδι του τράγου που του είχε χαρίσει η Αμάλθεια, στη σπηλιά της Δίκτης. Δεξά κι αριστερά έβαλε τα δυο τραγίσια κέρατα και στην άκρη τα ένωσε με ένα ξύλο. Με ξερά έντερα έφτιαξε τις χορδές και τις πέρασε πάνω από τη προβιά. Μετά πήρε ένα μακρύ ξύλο και αφού το λύγισε έδεσε ένα μάτσο από αλογότριχες από την ουρά του φτερωτού αλόγου. Έτσι έφτιαξε το καμπύλο τόξο που αιώνες αργότερα οι άνθρωποι ονόμασαν δοξάρι. Έφερε το όργανο και το ακούμπησε στο γόνατο, το κούρδισε και με το καμπύλο τόξο άρχισε να παίζει σκοπούς και μελωδίες. Το βοσκόπουλο κοίταζε σαστισμένο. Τα είχε χάσει με τον Ξένο. «Τούτος δεν είναι ζητιάνος! Ποιος να είναι άραγε;», ντουχιούντισε από μέσα του αλλά δεν μίλησε.
- Τούτο το παιγνίδι το λέμε , Λύρα! Βοσκέ, πιάσε την στα χέρια σου και παίξε αυτό που θες να ζήσεις!
- Μα δεν ξέρω!
- Όσο περισσότερο παίζεις τόσο καθαροτράγουδη θα γίνεται!
Άρχισε το βοσκόπουλο να παίζει κι ένας μαγευτικός σκοπός απλώθηκε στα πλάγια. Τα αγρίμια βγήκαν στο ξέφωτο. Ανακάθισαν τρουλώνοντας τα αυτιά τους. Τα ζώα άρχισαν να παίζουν τα κουδούνια τους στο ρυθμό του σκοπού. Στα κλαδιά των δέντρων άρχισαν να κελαηδούν οι πετροκότσυφες. Οι σκύλοι ήρθαν και στάθηκαν μπροστά τους. Ο αγέρας σφυρολογούσε στα φυλλώματα του γέρου δρυ. Τα αντριοβέλανα άρχισαν να χορεύουν στο σκοπό της Λύρας. Ένα αντριοβέλανο ξέφυγε από την κούπα του και άρχισε το ταξίδι προς τη μάνα γη. Κοίταξε προς τον δρυ και τον ευχαρίστησε για τη ζωή που του χάρισε. Στράφηκε προς την αγκαλιά της μάνας γης. Πολλά χρόνια αργότερα οι άνθρωποι θα έβλεπαν ένα δρυ να μεγαλώνει δίπλα στο στεφανωμένο με κισσό γέρο δρυ. Τα ‘χασε ο νέος ακούγοντας τι έπαιζε και κοίταξε τον Ξένο.
- Παίξε νεαρέ , παίξε και μην σταματάς! Όλο το νησί , από την μια άκρη μέχρι την άλλη, θα ταραχτεί και θα στρώσουν μαλαματένια στρωμνιά και τρικούβερτα γλέντια για τη ζωή. Με τη Λύρα θα κάνετε τη ζωή να βλαστοανθοκαρποδένει μαζί σας!
Έκανε ο νέος να ευχαριστήσει τον Ξένο αλλά τα μάτια έμειναν ολογρούλωτα. Είδε τον Ξένο να εξαφανίζεται μπροστά του και μια φωνή ανέβαινε στον ουρανό:
- Λύρα καθαροτράγουδη, ξάστερο ήχο βγάνει, ως κλαίει η μάνα το παιδί που έχει αποθάνει. Μην με ψάχνετε μα δεν θα με βρείτε. Θα είμαι στην αγκαλιά σας μα δεν θα με βλέπετε. Σαν άνεμος θα τριγυρνώ θωπεύοντας τα θηλυκά κορμιά και στα όνειρα σας θα έρχομαι να σας ταραχώ. Όταν θέλω την παρέα σας θα είμαι μαζί σας μα δεν θα το καταλαβαίνετε. Λύρα να παίζει τραγουδώ , θιαμπόλι μερακλώνω, γυναίκες γλυκοκρέββατες θέλω να καμαρώνω! Ότι κι αν έχετε στην καρδιά θα το κρύβει η Λύρα στο καυκί και θα το μολογά!
Ένας αετός έκοψε κύκλους στον ουρανό κι ύστερα χάθηκε στο φως του ήλιου…